Η εξασφάλιση αξιοπρεπούς στέγης σε μια προσιτή τιμή δεν είναι πλέον δεδομένη στην Ελλάδα, παρότι τα ακίνητα είναι φθηνότερα σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ.

Και αυτό γιατί ο μέσος μισθός έχει μειωθεί σωρευτικά από το 2010 αντίθετα με τις τιμές των κατοικιών που από το 2017 έχουν αρχίσει να αυξάνονται.

Σύμφωνα με την έρευνα που παρουσίασε ο CEO της Cerved Property Services Δημήτρης Ανδρίτσος στο συνέδριο του 17ου RED MEETING POINT και την οποία πραγματοποίησε η εταιρεία σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Μακεδονία, τα μέσα Ελληνικά εισοδήματα σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις αυξημένες τιμές των κατοικιών.

Ένας μέσος μισθωτός θα πρέπει να διαθέσει εισόδημα πάνω από 12 έτη χωρίς να κάνει οποιοδήποτε άλλο έξοδο προκειμένου να αγοράσει ένα δυάρι 60 τετραγωνικών μέτρων στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δείκτη ανθεκτικότητας τιμών (Sustainability Index) της CPS το επίπεδο τιμών του  2021 είναι το ανώτερο όριο για τα Ελληνικά νοικοκυριά.

Με βάση την αξία ενός ακινήτου, το επίπεδο τιμών του 2021 για μέση κατοικία (δηλαδή 60 τ.μ. και ηλικίας 20 με 30 ετών) με σκοπό την ιδιοκατοίκηση, απαιτεί εισοδήματα 8,5 ετών για την απόκτησή του σε εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

Επιπλέον, υπάρχει περιορισμένη «πραγματική» δυνατότητα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για τα ελληνικά νοικοκυριά, ενώ οι τρέχουσες συνθήκες «απευθύνονται» στο άνω 25% των ελληνικών νοικοκυριών με βάση το διαθέσιμο εισόδημα.

Το άνοιγμα της «ψαλίδας» φέρνει την Αθήνα ως μια από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο. Κάτω από Τελ Αβίβ, το Παρίσι, το Τόκιο και το Χονγκ Κονγκ.

Όπως δείχνει η έρευνα το το 42% των εγχώριων νοικοκυριών έχει μέσο εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ.

Αν συγκρίνουμε το εισόδημα με το μέσο μισθό και την εξέλιξη των τιμών από το 2018 βλέπουμε η μέση κατοικία να ξεκινά από 175.000 ευρώ και να φθάνει στις 274.831 ευρώ δηλαδή αύξηση 57% όταν ο μέσος μισθός αυξήθηκε μόλις 17%.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, έχει δημιουργηθεί  η ανάγκη διαμόρφωσης κατάλληλων πολιτικών «Κοινωνικής Κατοικίας» που θα τονώσουν και τη δυνατότητα προσφοράς κατοικιών.

Σημειώνεται ότι οι «Περίοδοι Μη-Ανθεκτικότητας τιμών» στην κτηματαγορά ορίζονται ως περίοδοι κατά τις οποίες οι τιμές των ακινήτων βιώνουν σημαντική και παρατεταμένη υπερτίμηση, αποκλίνοντας από την πραγματική τους αξία.

Ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιων περιόδων αποτελούν συνηθέστερα:

  • Αποσύνδεση τιμών και ενοικίων από την διακύμανση των εισοδημάτων
  • Διακυμάνσεις στην οικονομία όπως ο εκτεταμένος δανεισμός και η εκτεταμένη κατασκευαστική δραστηριότητα

Ο «Δείκτης Ανθεκτικότητας τιμών » της CPS λαμβάνει υπόψιν του μεταξύ άλλων τα ακόλουθα βασικά στοιχεία:

  • Λόγος τιμών ακινήτων και τιμών ενοικίασης
  • Λόγος τιμών ακινήτων και διαθέσιμου εισοδήματος ανά νοικοκυριό
  • Λόγος τιμών ακινήτων «περιοχής δείκτη» σε σχέση με την χώρα
  • Συνολική κατασκευαστική δραστηριότητα ως προς το ΑΕΠ
  • Δανεισμός ως προς το ΑΕΠ

Ο δείκτης δεν παρέχει δυνατότητες πρόβλεψης σχετικά με το πότε ή εάν θα πραγματοποιηθεί μια διόρθωση. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στον “κίνδυνο μη – ανθεκτικότητας τιμών”, υποδεικνύουμε τον κίνδυνο σημαντικής διόρθωσης τιμής, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε πότε μπορεί να συμβεί αυτή η
διόρθωση.