Είναι κοινός τόπος, πλέον, ότι ο εσωτερικός ή εξωτερικός κίνδυνος ―ή έστω η ρευστότητα― αποτελεί την λυδία λίθο της πολιτικής σκέψης και την κινητήριο δύναμη της πολιτικής ευγλωττίας.
Ήδη κατά την Αυτοκρατορική περίοδο τόσο ο Κορνήλιος Τάκιτος όσο και ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος αιτιολογούν με τρόπο παραπλήσιο την παρακμή της ρητορικής ευγλωττίας. Στον Διάλογο περί Ρητόρων ο Κορνήλιος Τάκιτος θεωρεί ότι η ευγλωττία αποτελεί απόρροια της πολιτικής ρευστότητας: «Χωρίς αυστηρότητα γίνεται προσβλητική, προπετής, αυθάδης. Δεν φύεται σε πολιτείες με εύρυθμα καθεστώτα.
Αλλά ούτε και μεταξύ των Περσών ή των Μακεδόνων εντοπίζουμε την ευγλωττία, ούτε και σε οποιοδήποτε έθνος ήταν ικανοποιημένο με σταθερή κυβέρνηση. […] Έτσι και στην Ρώμη˙ όσο το καθεστώς ήταν ασταθές, όσο η χώρα φθειρόταν από τις διχόνοιες, τους φατριασμούς και τις διχογνωμίες… η ανάπτυξη της ευγλωττίας ήταν ισχυρότερη, όπως το ακαλλιέργητο έδαφος καθιστά δυνατή την πλουσιότερη ανάπτυξη ορισμένων μορφών χλωρίδας» (Tacitus, Dialogus de Oratoribus, 40.3-4).
Σχετικά παραπλήσιες είναι και οι απόψεις του Σενέκα, ο οποίος τονίζει την τάση των συγχρόνων του να επικεντρώνονται σε δραστηριότητες και πρακτικές που μπορούν να αποφέρουν μεγαλύτερα οφέλη.
Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, ότι και οι δύο τονίζουν το ήθος, την στιβαρή, πολυσχιδή και πολυειδή εκπαίδευση ως αναγκαία προϋπόθεση ουσιαστικής ευγλωττίας και αναφέρονται στη μειωμένη σημασία της ευγλωττίας για την κατάκτηση της εύνοιας του λαού ως συνέπεια της πτώσης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ο Τάκιτος, μάλιστα, δεν διστάζει να εκδηλώσει μία υψίφρονα περιφρόνηση για τους ρητοροδιδάσκαλους, τους επικοινωνιολόγους της εποχής.
Στον 21ο αι. δεν είναι δυνατόν να ενστερνιζόμαστε κάποιες από τις ρωμαϊκές αξίες και τάσεις, όπως, λόγου χάριν, την πρόκριση ενός σταθερού πολιτεύματος χωρίς άλλα κριτήρια και με κάθε θυσία. Η σκέψη όμως αυτών των δύο Ρωμαίων μπορεί να μας υποψιάσει για την παρακμή της πολιτικής ευγλωττίας και την απουσία του πολιτισμού από την πολιτική, σε σημείο που η έκφραση «πολιτικός πολιτισμός» συχνά να προκαλεί δυσφορία και θυμηδία.
Ιδιαίτερα με δεδομένο ότι ενός άλλου είδους ευγλωττία συνεχίζει σε κάποιο ―περιορισμένο, αδιαμφισβήτητα, βαθμό― να ευδοκιμεί στα δικαστήρια, παρά την «εκτεχνίκευση» η οποία εκφράζεται με ολοένα και πιο συγκεκριμένα κριτήρια, ανάλογα με την υπόθεση, επίλυσης διαφορών ή καταλογισμού ευθύνης και την υπερ-παραγωγή νομοθετημάτων.
Και αν η ―σχετική και μάλλον πιο περιορισμένη― παρακμή της δικανικής ευγλωττίας οφείλεται στην σωρεία υποθέσεων που φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες και την «εκτεχνίκευση» της απονομής δικαιοσύνης, η παρακμή της πολιτικής ευγλωττίας και η απουσία του πολιτισμού από την πολιτική στις μέρες μας δεν είναι ξεκάθαρο που οφείλονται.
Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε μία υπόθεση εργασίας και να την αφήσουμε στην κρίση του αναγνώστη: προκειμένου να ανθίσει εκ νέου όχι μόνον η πολιτική ευγλωττία αλλά και ο πολιτικός πολιτισμός, δηλαδή οι άνθρωποι που διαθέτουν την αναγκαία για τούτο πνευματική σκευή να διακινδυνεύσουν την μετοχή τους στον πολιτικό στίβο, είναι αναγκαία η απο-εκτελεστικοποίηση της εξουσίας.
Να μην είναι δηλαδή οι Επιτροπές της Βουλής απλά διεκπεραιωτικές και η Ολομέλεια της Βουλής να καταστεί και πάλι το κέντρο του πολιτειακού βίου στην πράξη.
Διαβάζοντας, κατά καιρούς και για διαφορετικούς λόγους, πρακτικά της Βουλής από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ―όταν η ώρα μας δεν ήταν ακόμη μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας― δεν εντυπωσιάζει μόνον ο κατά μέσον όρο πληρέστερος πολιτικός λόγος, αλλά και το γεγονός ότι, όχι σπάνια, οι πλέον καίριες κριτικές στις ιδέες του εκάστοτε ομιλητή προέρχονταν από συνάδελφο βουλευτή του ιδίου κόμματος ή συγγενούς ιδεολογικής κατεύθυνσης.
Μόνον η θεσμική ανανέωση και ενίσχυση της λειτουργίας τόσο του (εθνικού) Κοινοβουλίου όσο και του Ευρωκοινοβουλίου θα μπορούσε να προσελκύσει εκ νέου ανθρωπους με υψηλό κατά κεφαλήν πολιτισμικό κεφάλαιο.
Η «εκτελεστικοποίηση» του συστήματος λήψης αποφάσεων και η ανάγκη αντιστροφής της, άλλωστε, αφορά τόσο το Ελληνικό όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτή η εξέλιξη δεν θα εξαρκούσε αλλά θα αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την δεύτερη και συναφή επιδίωξη, την επαναφορά του πολιτισμού στο κέντρο της πολιτικής και την ανανέωση του πολιτικού πολιτισμού.
Δεν μας διαφεύγει ότι ζητούμε πράγματα δύσκολα, ίσως και αδύνατα. Η γνωστή ρήση μας βεβαιώνει ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Το δημοκρατικό πολίτευμα, όμως, μας προτρέπει σε μια διαρκή υπέρβαση ήθους, η οποία συχνά ερωτοτροπεί με εκείνο που αρχικά φαίνεται ανέφικτο.
Ο κ. Βασίλης Χατζηϊακώβου είναι Εκδότης και υποψήφιος Ευρωβουλευτής με τους Δημοκράτες.