Καθένα από τα τρία κόμματα που δοκιμάζεται ή έχει δοκιμαστεί κατά το παρελθόν στην εξουσία εισέρχεται στον τελευταίο μήνα της προεκλογικής περιόδου με έναν σαφή εκλογικό στόχο.
Η ΝΔ, δια του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει τοποθετήσει τον πήχη της εκλογικής της επιτυχίας στο 33%, που είναι η επίδοσή της στις προηγούμενες ευρωεκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τοποθετεί τον δικό του πήχη στην περιοχή του 17% θέτοντας ως «εκλογικό μέτρο», όχι την απόσταση των 15 μονάδων από τον πρώτο, αλλά των 5 από τον τρίτο. Ο εκλογικός στόχος, με άλλα λόγια, είναι η εξασφάλιση της δεύτερης θέσης.
Το ΠΑΣΟΚ, τέλος, φαίνεται να αρκείται σε ένα ποσοστό της τάξης του 12%, το οποίο θα «διαβαστεί» – τουλάχιστον από τα στελέχη του – ως «άλμα» σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2019.
Αντιθέτως ωστόσο από τους εκλογικούς στόχους, κανένα από τα τρία κόμματα δεν προσέρχεται στις κάλπες με σαφή εκλογική ατζέντα.
Όχι μόνο επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης εγκατέλειψε νωρίς το αφήγημα της «σταθερότητας», ο Στέφανος Κασσελάκης πέταξε μόνο ως πυροτέχνημα την «ανατροπή» και η «σοβαρότητα» που επικαλείται ο Νίκος Ανδρουλάκης ακούγεται μάλλον νεφελώδης.
Αλλά και επειδή απουσιάζουν όλα τα μεγάλα επίδικα μιας κάλπης – εκτός εάν θεωρεί κανείς ότι περιλαμβάνονται σε αυτά «υπουργοί που σκοτώνουν παιδιά» ή οι τιμές των εδώδιμων αποικιακών στη λαχαναγορά.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, οι ευρωεκλογές απέκτησαν τον χαρακτήρα «εθνικού δημοψηφίσματος» για τις ηγεσίες τους και σε αυτή τη βάση καθορίστηκε και η ατζέντα τους.
Στη δική μας δεν συνέβη κάτι τέτοιο και ο λόγος είναι απλός: οι σαφείς εκλογικοί στόχοι που έθεσαν τα τρία κόμματα αποτελούν συγχρόνως τις τρεις βασικές συνιστώσες ενός «αδιατάρακτου πολιτικού σκηνικού».