«H Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από επιστήμονες»: αυτό φέρεται να είπε, στις 8 Μαΐου του 1894, ένας από τους δικαστές που καταδίκασαν τον Αντουάν Λοράν ντε Λαβουαζιέ σε θάνατο. Βρισκόμαστε στο απόγειο της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση και η γκιλοτίνα «έχει πάρει φωτιά», κατά τη λαϊκή έκφραση. Ο διασημότερος ίσως χημικός της εποχής του Διαφωτισμού (και όχι μόνο) δεν κατάφερε να της αντισταθεί, ο χημικός τύπος υποτάχθηκε στην ορμή του θανάτου, που έκανε, κατά τη διάσημη ρήση του Χέγκελ, τα κεφάλια να κόβονται με την απάθεια που κόβονται τα λάχανα.
Μεγάλο πνεύμα, ο Λαβουαζιέ υπήρξε αυτός που θεμελίωσε στους Νέους Χρόνους τη χημεία όπως την ξέρουμε σήμερα, μια φυσική επιστήμη βασισμένη σε ποσοτικά κριτήρια ανάλυσης. Φιλομαθής και ανήσυχος, κατά το πνεύμα της εποχής, θα ασχοληθεί με πάμπολλα επιστημονικά ζητήματα, απολαμβάνοντας το κύρος του προέδρου της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών. Παράλληλα, επίσης στο πνεύμα της εποχής, που ήθελε την πνευματική δραστηριότητα να πηγαίνει παράλληλα με την εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας για πλουτισμό, ο Λαβουαζιέ θα παντρευτεί τη 13χρονη Μαρί-Αν Πιερέτ Πολζ, κόρη ενός από τους συνιδιοκτήτες της «Ferme Générale», μιας εταιρείας που εισέπραττε τους φόρους από τους ταλαίπωρους αγρότες. Στην αιχμή της καινοτομίας και του επιχειρείν ο Λαβουαζιέ απολάμβανε έναν πλήρως ευτυχή και πολυτελή βίο.
Με την Επανάσταση όλα άλλαξαν. Εχοντας βρεθεί στο στόχαστρο του Μαρά, ο οποίος φέρεται να είχε διακωμωδηθεί από τον μεγάλο χημικό για μια ψευδοεπιστημονική δημοσίευσή του, ο Λαβουαζιέ θα καταλήξει στη φυλακή. Βλέπετε, αν και όχι και τόσο μεγάλος επιστήμονας, ο Μαρά υπήρξε αποφασισμένος επαναστάτης.
Ξέρουμε ότι η επιστήμη συχνά διασταυρώνεται με την πολιτική. Η περίπτωση του Γαλιλαίου είναι ένα καλό – και εύκολο από την άποψη της επιλογής πλευράς παράδειγμα. Οι ναζί επιστήμονες μετά το Ολοκαύτωμα άλλο ένα παρόμοιο στην ευκολία που έχει η διαλεύκανσή του. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, όπως στην περίπτωση του Λαβουαζιέ. Εδώ μπορεί η ιστορία να θυμάται τη δίωξη ενός μεγάλου επιστήμονα, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για την – δίκαιη ή άδικη αδιάφορο προς το παρόν – δίωξη ενός ενεργού πολιτικού υποκειμένου σε ταραγμένους καιρούς. Τα προσωπικά πάθη εδώ διαπλέκονται με την απέχθεια για τους φοροεισπράκτορες δημιουργώντας τα αντίστοιχα συναισθήματα στις μάζες. Και ξέρουμε τι χημικές αντιδράσεις δημιουργούν τα συναισθήματα στην πολιτική.
Προφανώς, οι συνειρμοί που δημιουργούνται εδώ δεν μπορούν να αποφύγουν την επαφή με την πρόσφατη συγκυρία του κορωνοϊού. Η συμβολή της επιστήμης στην διαμόρφωση του πλαισίου διαβίωσης και των κανόνων συμπεριφοράς κατά την πανδημία την τοποθέτησαν στο επίκεντρο πολλαπλών κριτικών. Δεδομένα που διαβάζονται με συγκεκριμένο τρόπο, επιλογές που κατευθύνονται (ψευδο)ορθολογικά από την πολιτική απαίτηση του κατευνασμού του φόβου – ακόμα και με τίμημα βασικές ελευθερίες – αποτέλεσαν τον καμβά μιας ριζικής επερώτησης του ρόλου του επιστήμονα ως κρατικού υπάλληλου. Αν ο Λαβουαζιέ υπήρξε εισπράκτορας, οι ειδικοί επιδημιολόγοι βρέθηκαν σε ρόλο τροχονόμου (και κάποιοι αστυνομικοί να κάνουν βάρδια φυλάσσοντας παγκάκια).
Βέβαια, οι εποχές αλλάζουν. Σήμερα δεν υπάρχουν λαιμητόμοι. Και αν ο Λαβουαζιέ έπρεπε να περιμένει έναν χρόνο – η φήμη του δηλαδή, γιατί αυτός είχε χωριστεί αμετάκλητα σε κορμό και κεφάλι – για να αποκατασταθεί, οι επιστήμονες της πανδημίας παρά τις κριτικές, είδαν το αποτύπωμά τους στο δημόσιο λόγο να μεγαλώνει και πολλοί εξ αυτών βρέθηκαν να διεκδικούν και μερίδιο συμμετοχής στο ίδιο το πολιτικό σκηνικό. Ο Λαβουαζιέ θα χαμογελά, εισπράττοντας, μάλλον, μια αίσθηση δικαίωσης για τους συναδέρφους του.