Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολεί τα ελληνικά νοικοκυριά είναι το αυξανόμενο κόστος ζωής, το οποίο διαδέχτηκε, ως κυρίαρχο πρόβλημα πλέον, τη μισθολογική και αναπτυξιακή καθήλωση της προηγούμενης δεκαετίας.
Το ζήτημα της ακρίβειας και του υψηλού πληθωρισμού αποτελεί ένα μείζον θέμα για την πραγματική οικονομία, τις εγχώριες επιχειρήσεις, τις επενδύσεις και τα νοικοκυριά με τους περιορισμένους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Ο συνδυασμός υψηλού κόστους διαβίωσης και σχετικά χαμηλών μισθών συντείνει στην περαιτέρω αποθάρρυνση των νέων ατόμων να παραμείνουν στην Ελλάδα για να εργαστούν, να επιχειρήσουν, ενώ παρόμοια επίδραση έχει στους οικονομικούς μετανάστες της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης που δε βρίσκουν μέσα σε αυτό το περιβάλλον κάτι δελεαστικό ώστε να επιστρέψουν στη χώρα.
Επιπρόσθετα, ένα τμήμα των αλλοδαπών εργαζόμενων, και ιδιαίτερα τα άτομα 2ης γενιάς φαίνεται να επιλέγουν να μετοικήσουν σε άλλες χώρες, με καλύτερες προοπτικές διαβίωσης και απολαβών, με αποτέλεσμα την ερήμωση ορισμένων περιοχών της υπαίθρου και την έλλειψη εργατικών χεριών.
Από την άλλη, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι έχουν υπάρξει ορισμένες σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες κατέτειναν να αμβλύνουν τις επιπτώσεις από το υψηλό κόστος ζωής, όπως είναι οι διαδοχικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, η αύξηση στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων μετά από χρόνια, τα κίνητρα για προσέλκυση στελεχών επιχειρήσεων από το εξωτερικό, η επιδότηση δανείων για αγορά κατοικίας και άλλα. Παράλληλα, η σταδιακή μείωση της ανεργίας σε επίπεδα προ κρίσης σηματοδοτεί την πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Παρά τα θετικά σήματα από την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών, είναι αναμφισβήτητο ότι τα εισοδήματα των φτωχότερων νοικοκυριών πλήττονται σημαντικά από το αυξημένο κόστος που βαρύνει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Ουσιαστικά, οι αυξήσεις αυτές έχουν μόνο μερικώς αποκαταστήσει τα πραγματικά εισοδήματα, ενώ οι οριακές παροχές με τη μορφή κουπονιών συντελούν στην πρόσκαιρη ανακούφιση ορισμένων ευπαθών ομάδων.
Στις τελευταίες ποσοτικές έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά και εγχώριων και διεθνών φορέων, παρουσιάζονται τάσεις παγίωσης σε υψηλά ποσοστά των δεικτών φτώχειας και ανισότητας. Ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 26,1% του πληθυσμού της χώρας (αφορά 2,65 εκατομμύρια πολίτες).
Η εισοδηματική κατάσταση των πιο ευάλωτων και χαμηλά αμειβόμενων στρωμάτων παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητική, ενώ ο μέσος μισθός παρά τις διαδοχικές αυξήσεις που νομοθετήθηκαν για το κατώτατο μισθό απέχει πολύ μεσοσταθμικά από το στόχο της σύγκλιση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών.
Πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι ο 2ος χαμηλότερος, μετά τη Βουλγαρία, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί φαίνεται να επηρεάζονται ιδιαίτερα από το αυξανόμενο κόστος στέγασης και διαβίωσης και τις αυξήσεις σε ένα εύρος βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Επιγραμματικά, αναφέρουμε τα εξής:
- Αυξήσεις στο κόστος ενέργειας. Η πανδημική κρίση, η απότομη αύξηση της ζήτησης, η διαχείριση της πράσινης μετάβασης και ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησαν ένα κοκτέιλ πληθωριστικών πιέσεων που επηρεάζουν τις τιμές ενέργειας και οδηγούν σε σπιράλ ανατιμήσεων. Τα φτωχότερα νοικοκυριά συνήθως αδυνατούν να ακολουθήσουν.
- Αυξήσεις στο κόστος στέγασης. Οι τιμές και τα ενοίκια των ακινήτων, ειδικά στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές και στα κέντρα των πόλεων είναι πολύ υψηλές, και τα νέα νοικοκυριά καταβάλλουν πάνω από το 30% του εισοδήματος για στέγαση.
- Αυξήσεις στις χρεώσεις και τα επιτόκια των τραπεζών. Το μέσο επιτοκιακό περιθώριο στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στις χώρες της Ευρωζώνης, διαμορφώνοντας ένα αρνητικό περιβάλλον, τόσο για τις επενδύσεις, όσο και για την αποταμίευση.
- Αυξήσεις στα βασικά αγαθά, κυρίως στα είδη διατροφής και υπηρεσίες, ως αποτέλεσμα της μετακύλισης του κόστους παραγωγής και μεταφορών, αλλά και ως συνέπεια της ολιγοπώλησης ορισμένων αγορών. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό, οι κύριες κατηγορίες αγαθών που κατέγραψαν σημαντική αύξηση τιμών εντός του 2024 ήταν τα είδη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (6,9%), η εστίαση (6,5%), η υγεία και η εκπαίδευση (3,5%). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών έχουν ανελαστική δαπάνη και επομένως, οι αυξήσεις τιμών επηρεάζουν πολλαπλάσια το διαθέσιμο εισόδημα και την αποταμίευση (με αρνητικό τρόπο).
Στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) επεξεργαζόμαστε την εκπόνηση μιας Γνώμης Πρωτοβουλίας για να αναδείξουμε τις διαστάσεις αυτού του φαινομένου που πλήττει την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αναμφίβολα, οι λύσεις δεν είναι εύκολες, ούτε όλες οι προτάσεις υλοποιήσιμες.
Ωστόσο, οι προτεινόμενες παρεμβάσεις μπορούν να αποτελέσουν μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής σταθερότητας. Συγκεκριμένα, έμφαση πρέπει να δοθεί στα παρακάτω:
- Φορολογικές Παρεμβάσεις: Μέτρα ελάφρυνσης ορισμένων φόρων και ειδικών τελών μπορούν να ληφθούν για να αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα, να ελέγξουν την καταναλωτική δαπάνη και να αμβλύνουν την αύξηση στις τιμές.
- Αποτελεσματικότερη ρύθμιση της Αγοράς και του Ανταγωνισμού: Ο έλεγχος και η ρύθμιση των αγορών μπορεί να εμποδίσει τον καταχρηστικό πληθωρισμό από μονοπωλιακές εταιρείες ή από πρακτικές που οδηγούν σε κερδοσκοπία και απότομες διακυμάνσεις των τιμών. Ειδικότερα, στην αγορά ενέργειας, το πλαίσιο θα πρέπει να είναι διαφανέστερο και πιο ανταγωνιστικό.
- Επένδυση στην Παραγωγή στην ύπαιθρο: Η αύξηση της παραγωγής αποτελεί κλειδί για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, διότι μπορεί να αυξήσει την προσφορά και να μειώσει τις τιμές. Για τούτο χρειάζονται κίνητρα εγκατάστασης αλλά και ενίσχυσης των τοπικών επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αποτελέσει στρατηγική προτεραιότητα η πλήρης αποκατάσταση της παραγωγικής δυναμικότητας στην περιοχή της Θεσσαλίας που επλήγη πρόσφατα από τις φυσικές καταστροφές του φαινομένου Ντάνιελ, μέσα από ένα πλέγμα εργαλείων χρηματοδότησης και υποστήριξης της παραγωγικής επανεκκίνησης μέσα από επενδύσεις σε υποδομές, μηχανολογικό εξοπλισμό και σε ζωικό και φυτικό κεφάλαιο.
- Πολιτική Εργατικού Δυναμικού: Είναι αναγκαία μια πολύπλευρη πολιτική ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού που θα στοχεύει στην προσέλκυση επιστημόνων αλλά και στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων τεχνικών επαγγελμάτων. Ειδική μέριμνα πρέπει να δοθεί για το δημογραφικό, σε συνδυασμό με την υποστήριξη νέων ζευγαριών για αγορά ή μίσθωση κατοικίας.
*Ο κ. Γιάννης Πάιδας είναι Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος.