Όταν πηγαίνω σε ένα ορισμένο σημείο του δωματίου βλέπω τη μάνα μου. Σε άλλο βλέπω τον πατέρα μου να τη βλέπει. Σε άλλο βλέπω τον Ηλία και την Ελένη ‒ κόσμο πολύ και αγνώστους.
Ο ένας βλέπει τον άλλον ‒ κύκνοι που γλιστράνε στα νερά. Η Αχερουσία, η Κάρλα, η Κωπαΐδα που αποξηράνθηκαν. Η Λογοτεχνία, τα δάκρυα των νεκρών στις στοές της Γάζας. Εσένα δεν βλέπω στο δωμάτιο. Κρατάς τα κλειδιά. Κλειδώνεις το νοσοκομείο από πάνω και φεύγεις. Πριν αχρηστευθείς παραδέξου το: μίλησες στους τοίχους, σε κατάλαβαν καλύτερα. Μίλησα με τον τρόπο που άρχισα να παίζω.
Έγραψα για να γίνω σοβαρός. Βγαίνω από τον αυτόματο πιλότο. Θα το προσγειώσω ο ίδιος. Σβήνω και τον αλγόριθμο που μετράει την απόσταση από το έδαφος σε πόδια. Έχω πάρει τα μέτρα μόνος μου. Και θα καταλάβω το άγγιγμα στο χώμα από τη ρόδα. Δεν διέγραψα τον εικονικό μου εαυτό. Τον κερδίζω από αυτόν που έχασα.
Η ανακαίνιση δεν θα κοστίσει. Ο,τι ξοδέψω θα είναι για τα υλικά.
Εκτός κι αν πάει για αντιπαροχή να τελειώνουμε.