Τις ημέρες αυτές , ξεχωρίζουμε από το Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ» πασχαλινά διηγήματα που δημοσιεύθηκαν στις δύο εφημερίδες.
Σήμερα, Μεγάλο Σάββατο του 2024 παρουσιάζουμε απόσπασμα του διηγήματος «Ουκ έστιν ώδε, Η γυναικεία στοργή», που δημοσιεύθηκε στα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» στις 23 Απριλίου 1938.
Πρωί – πρωί του Σαββάτου αι τρεις γυναίκες ανέβαιναν προς τον Κρανίου τόπον. Είχαν αγρυπνήση και τα πρόσωπά των χλωμά, τα μάτια των κατακόκκινα, εκρύβονταν κάτω από τις μαύρες καλύπτρες της κεφαλής.
Δεν μιλούσαν μεταξύ των. Είχαν ειπή όλην την νύχτα διά τους φίλους του που τον εγκατέλειψαν, δια τους μαθητάς του που εξηφανίσθησαν, διά την άρνησιν του ενός και τον τρόμον των άλλων.
Tρεις γυναίκες ανέβαιναν
Είχαν μιλήση για την προδοσία, για την σκληρότητα, για την επιπολαιότητα για τον φοβερό εξευτελισμό.
Αλλά γυναίκες αυτές, δεν μπορούσαν να ανεχθούν το βαρύ συναίσθημα του φόβου που κατείχε τόσας ανδρικάς ψυχάς.
Μα τι είχαν λοιπόν εις τα στήθη των εκείνοι οι άνθρωποι; Να μη φωνάξη ένας απ’ αυτούς δυνατώτερα, να μη αντισταθή ένας εις τον όχλον, να υπερασπίση τον αθώον, να συμπονέση τον νεκρόν;
Δεν ανέβαιναν οι τρεις γυναίκες προς τον λόφον με το συναίσθημα του ηρωισμού. Η στοργή των δεν ημπορούσε να ενοχλήση κανέναν από τους Ρωμαίους.
(…)
Η συμπόνοια δεν γίνεται δόγμα
Η στοργή δεν έχει ρίζες βαθειές όπως η πίστις και η συμπόνοια δεν γίνεται δόγμα.
Ημπορούν και κλαίουν οι γυναίκες και να ραίνουν με άνθη και να αλείφουν με αρώματα, και να αγρυπνούν τον νεκρό και να τον επισκέπτωνται εις τον τάφον.
Ο θρήνος των δεν γίνεται συγκλόνισμα του κόσμου και η καρδιά των δεν παρασύρει εις παλμόν πίστεως τα πλήθη.
Αι γυναίκες κλαίουν διότι συμπονούν ένα τέκνον, και θυμούνται ότι είνε μητέρες. Κανείς δεν τις ενοχλεί καθώς ξεκινούν διά τον τάφον και κανείς δεν τις εμποδίζει.
Ας κλαίουν και ας πενθούν, ας χλωμιάζουν και ας μαραίνονται, ας κτυπιούνται και ας σπαράσσουν.
Οι φαρισαίοι και ο όχλος, οι λεγεωνάριοι και οι Ιουδαίοι αναζητούν οπαδούς. Αυτοί είνε οι εχθροί.
Αν ρωτούσε κανείς τις γυναίκες θα εμάθαινε ότι προτιμούσαν χίλιες φορές να έχουν τα παιδιά κοντά των, απλούς και ασήμαντους δουλευτάδες, παρά μακρυά και φημισμένους και τρανούς, τριγυρισμένους από τα μίση και τους φθόνους, την κακία και την ζήλεια.
(…)
Να γιατί κανείς δεν πρόσεχε τα γυναικεία αισθήματα και άφηναν τις μυροφόρες να κλαίουν και να συμπονούν. Δεν βγαίνουν μεγάλες ιδέες από το γυναικείο κλάμμα.
Έφθασαν εις τον τάφον
Και έφθασαν εις τον τάφον αι μυροφόροι. Ούτε οι φρουροί του Πιλάτου ήσαν εκεί ούτε Ιουδαίοι.
Ένα διάχυτον φως ως ομίχλη και μία φωνή ως αγγέλου τας υπεδέχθη:
– Τίνα ζητείτε;
– Ιησούν τον Ναζαρινόν
– Ουκ έστιν ώδε αλλ’ εγήγερται.
Αυτή η φήμη εσπάρη ανά τον κόσμον από τα χείλη των τριών γυναικών, αυτών των γυναικών που δεν επρόσεχε κανείς, αυτών που περιφέροντο ελεύθερα μεταξύ Γολγοθά και τάφου, που έκλαιαν και μοιρολογούσαν, έρραιναν και εμύρωναν, ένα κατατρεγμένον άνθρωπον τον οποίον κανείς δεν ωμολογούσε ότι εγνώριζε.
(…)
Η Ιερουσαλήμ αρχίζει να τρέμη διά το γενόμενον. Οι Ιουδαίοι σπεύδουν να διαπιστώσουν ότι ο τάφος είναι κενός.
Ο Πιλάτος ανακρίνει τους φρουρούς του. Οι φαρισαίοι αρχίζουν να επιρρίπτουν το έγκλημα εις τους άλλους.
Ο Πιλάτος χαίρει διότι έπλυνε τας χείρας του προ της σταυρώσεως.
«Εγήγερται»
Το ίδιο βράδυ παρευρίσκεται με τους μαθητάς του.
Τον είδε η Μαγδαληνή και έπεσε εις τα γόνατά της να φιλήση τους πόδας του.
Μη μου άπτου…της είπε. Και ο λόγος των γυναικών μεταδίδεται από άνθρωπον εις άνθρωπον, από τους φοβισμένους εις τους αναθαρρούντας, από τους στρατιώτας εις τους άρχοντας και εις τα πέρατα του κόσμου.
Τα γυναικεία χείλη έγιναν σάλπιγγες υπερκόσμιοι και αντήχησαν εις την γην και εις τον ουρανόν, έδωσαν το σύνθημα της μεγάλης χαράς, της δικαιώσεως, της μετανοίας, της πίστεως.
Ανέστη
Ο Ιησούς ανέστη.
Το είπαν αι γυναίκες. Το είπεν η στοργή και η συμπόνοια των μυροφόρων, που ξεκίνησαν πρωί-πρωί του Σαββάτου να μυρώσουν τον τάφον.
Αν δεν υπήρχεν αυτή η στοργή, αν δεν ήσαν πονετικές οι καρδιές των γυναικών, εις ποίον θα έλεγεν ο άγγελος την είδησιν;
Οι φρουροί είχαν εξαφανισθή από τον τρόμον και είχαν ήδη κρυφτή από τον φόβον της ευθύνης.
Τους έθεσεν εκεί εις τον τάφον το μίσος και ο υπολογισμός, να φυλάξουν ένα πτώμα και ευρέθη να φυλάττον έναν Θεόν.
Χωρίς την γυναικείαν αφοσίωσιν, η φήμη δεν θα ημπορούσε να σπαρή τόσον πειστικά και τόσον γρήγορα.
Η μαρτυρία των είνε η πρώτη φλόγα που έδωσεν εις τον κόσμον τον χαρμόσυνον φως της αναστάσεως.
Γυναίκες μυροφόροι, άγγελοι της αναστάσεως του Κυρίου, ας είνε ευλογημένα τα χείλη σας που έκαμαν τον κόσμον να ευφραίνεται σήμερον.