Τις ημέρες αυτές , ξεχωρίζουμε από το Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ» πασχαλινά διηγήματα που δημοσιεύθηκαν στις δύο εφημερίδες.

Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή του 2024 παρουσιάζουμε απόσπασμα του διηγήματος «Η ζωή του Ναζωραίου», που δημοσιεύθηκε στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» τον Απρίλιο του 1937.

Έρημος ο Γολγοθάς!

Ο ήλιος είχεν εξαφανισθή, όχι πίσω από τα βουνά της αμαρτωλής Ιερουσαλήμ, αλλά πίσω από κάποια πυκνά και μηστηριώδη σύννεφα. Τα σκοτάδια έτρεχαν παντού στην γην και τον ουρανόν, σαν κάποια γιγάντια μαύρα φτερά.

(…)

Έρημος ο Γολγοθάς από τους εχθρούς!

Όλος ο συρφετός του Ισραήλ κι όλος ο «εσμός» των  των θεοκτόνων αρχιερέων και Φαρισαίων είχε κορέσθη. Εσταύρωσαν τον Επικίνδυνον.

(…)

Είχε παταχθή ο Ποιμήν. Κ’ εσκορπίσθηκαν τα πρόβατα. Όταν έφυγαν τα πλήθη, κανείς μαθητής δεν ετόλμησε να μείνη.

Εξηφανίσθησαν άγνωστοι και φοβισμένοι ανάμεσα στην ανθρωποθάλασσα που κατέβαινε από το αιμόφυρτο ύψωμα.

Μόνον κάμποσες μαθήτριες, ο Ιωάννης και η τραγική Μητέρα του Ναζωραίου είχαν συντροφέψη αρκετή ώρα τον Μέγαν Μελλοθάνατον.

Αλλά κάποτε με σπαραγμό τον αφήκαν κι αυτοί. Μόνον ίσως εκεί – κάπου πεσμένη επάνω σ’ ένα βράχον εσπάραζε η Μαρία η Μυροφόρος και η δακρυστάλακτη ματιά της ήτο βυθισμένη μέσα στην ματωμένη ματιά του τραγικού Διδασκάλου.

(…)

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ BHMΑ», 30.4.1937, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Πόνος

Σκληρότερος, τραγικώτερος είνε ο πόνος, που του άνοιξαν οι φίλοι του, οι κατ’ εξοχήν «ίδιοι» – οι μαθηταί του.

Τους συνεκέντρωσε με τόση στοργική προσοχή! Τόσον καιρόν έζησε μαζί τους κ’ εστήριξε σ’ αυτούς τόσα όνειρα. Τους εμπιστεύθηκε το έργον του. (…) Τους εφωδίασε με δύναμην υπερφυσικήν.  Τους προανήγγειλε τα Πάθη του. Αλλά και τους εβεβαίωσε: «Θαρσείτε: Εγώ νενίκηκα τον Κόσμον!»

Κι όμως! Μόλις εσκοτείνιασαν οι ορίζοντες, μόλις συνελήφθη ο Ιησούς, όλοι σχεδόν τον εγκατέλειψαν.

(…)

Και τότε ακριβώς εθόλωσαν οι λογισμοί του Ιησού. Ενόμισε για μια στιγμή ότι τον εγκατέλιπε και ο Θεός! Και άφηκαν τότε τα χείλη του την σπαρακτική κραυγήν που συγκλονίζει τους αιώνας: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινά τι με εγκατέλειπες;».

(…)

Αποκαθήλωση

Δύο άνθρωποι βαδίζουν προς τον Γολγοθάν σκεπτικοί, περίλυποι. Ενόμιζες ότι ήθελαν να διώξουν κάποιο φάντασμα, κάποιο εφιάλτη, που τους εκυνηγούσε:

Είχαν παρακαθίση στο Μέγα Συνέδριον.  Εψήφισαν ίσως ή τουλάχιστον ηνέχθησαν την καταδίκην του Αθώου. Αλλ’ όταν αντίκρυσαν τον Ιούδαν μετανοημένον, όταν τον ήκουσαν να λέγη «ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον!». Έχασαν την ησυχίαν των. (…)

Μήπως πράγματι ήτο Υιός του Θεού και αυτοί έγιναν Θεοκτόνοι;

Εβγήκαν από τα μέγαρά των και οι δύο. Ο ένας – ο Ιωσήφ έσπευσε στον Πιλάτον και του εζήτησε την χάριν να του επιτρέψη την αποκαθήλωσιν και την ταφήν του Ναζωραίου! Δεν εδυσκολεύθη να την πάρη. Και την ώρα που κατηυθύνετο προς το ύψωμα του Γολγοθά, συναντά τον άλλον – τον Νικόδημον που ανέβαινε για να ζητήση ίσως συγγνώμην από το Θύμα του!

Συνεννοήθηκαν. Και την ώρα που κατέβαιναν τα νυκτερινά σκοτάδια, έφθασαν στον Γολγοθά.

Αποκαθήλωσαν τον Μέγαν Νεκρόν. Τον άλειψαν με τα μύρα της σμύρνας και της αλόης και τον εναπέθεσαν στον νεόκτιστον τάφον του Ιωσήφ μέσα σ’ ένα κήπο, όπου η χλόη και τα λουλούδια είχαν αποτελέση το νεκρώσιμο στεφάνι.