Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η ησυχία. Αν και βρίσκεσαι στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας, δηλαδή σε αυτό το κομμάτι γης όπου κάθε δρόμος αποκτά και ένα νέο ξενοδοχείο και κάθε στενάκι οργώνεται από τα ροδάκια των αποσκευών που σέρνουν οι τουρίστες, τα ιεροραφεία του κέντρου μοιάζουν να ζουν σε ένα δικό τους χρόνο, ο οποίος ακολουθεί έναν σταθερό και αδιατάρακτο κύκλο ζωής και θανάτου, χιλιάδες χρόνια τώρα: είναι ο κύκλος των έργων και την  ημερών του Ιησού. Ακόμα και τα ωράρια λειτουργίας τους συντονίζονται με μια διαφορετική καθημερινότητα: ανοίγουν πολύ νωρίς το πρωί, συνήθως κλείνουν το μεσημέρι. Όσο για την πελατεία τους, είναι εξασφαλισμένη και δεν εξαρτάται από τα πλάνα των tour operators, τις καμπάνιες Υπουργείων ή τα κέφια των μηχανών αναζήτησης: όσο υπάρχουν ναοί, θα υπάρχουν ιερείς και όσο υπάρχουν ιερείς θα υπάρχουν ράσα και άμφια για να τους ντύσουν.

Το ιεροραφείο Καστανιάς ξεκίνησε τη λειτουργία του στου Γκύζη, λίγο μετά τον πόλεμο. Σήμερα βρίσκεται στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας. Φωτό: Νίκος Κόκκας

Οι ράφτες που απλώνουν τα τόπια από ύφασμα πάνω στον πάγκο, παίρνουν σχολαστικά τα μέτρα για να ράψουν ένα ράσο και γαζώνουν πάνω στη ραπτομηχανή προσφέρουν μια υπηρεσία απαράλλακτη εδώ και χιλιάδες χρόνια: την ένδυση των ανθρώπων που είναι επιφορτισμένοι (επίσης εδώ και χιλιάδες χρόνια) με τη διακονία του λόγου του θεού. Τέτοιοι συνδυασμοί είναι θαυματουργοί.

Τα ιεροραφεία είναι οργανικό κομμάτι του εκκλησιαστικού οικοσύστηματος που αναπτύσσεται κάτω από τη σκιά της Μητρόπολης Αθηνών, με επίκεντρο την οδό Απόλλωνος, και το οποίο περιλαμβάνει ακόμα καταστήματα εκκλησιαστικής τέχνης, εργαστήρια αγιογραφίας και αποθήκες ιερατικών υφασμάτων.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

«Δραστηριοποιούμαστε εδώ από το 1907», θα πει ο κύριος Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος, που βρίσκεται στο τιμόνι του ιεροραφείου Θεοδωρόπουλος, μια από τις παλιότερες και πιο ιστορικές επιχειρήσεις του κλάδου. Ο παππούς του έμαθε την τέχνη στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα και άνοιξε το κατάστημα του στην περιοχή για να εξυπηρετεί τους ιερείς της Μητρόπολης και των γύρω ναών. «Τα βιβλία αναφέρουν ότι από εδώ έπαιρναν οι μοναχές ράσα για τον Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης».

Το ιεροραφείο Θεοδωρόπουλος ιδρύθηκε το 1907. Στο χώρο του φυλάσσονται ιερατικά ενδύματα με πλούσια ιστορία. Φωτό: Νίκος Κόκκας

Πιθανόν και σήμερα να διαβαίνει τις πόρτες κάποιου ιεροραφείου του κέντρου κάποιος μελλοντικός άγιος, το βέβαιο είναι ότι τα επισκέπτονται ιερείς από όλες τις βαθμίδες και από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Στη δουλειά αυτή είναι σημαντική η φήμη που θα αποκτήσει μια επιχείρηση μέσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους, φήμη που διαδίδεται από στόμα σε στόμα.

Ο παππούς του Παναγιώτη Θεοδώρου έμαθε την τέχνη του ράφτη ιερών ενδυμάτων στην Κωνσταντινούπολη. Φωτό: Νίκος Κόκκας

«Πέρα από την ποιότητα της δουλειάς, σημαντικό κριτήριο επιλογής αποτελεί και η παλαιότητα ενός ραφείου», εξηγεί η κυρία Κατερίνα Καστανιά, η οποία μαζί με τον αδελφό είναι η τρίτη γενιά ραφτάδων στο ιεροραφείο Καστανιάς. Η επιχείρηση ξεκίνησε λίγο μετά τον πόλεμο από τους θείους τους στην περιοχή του Γκύζη, οι οποίοι μοίραζαν κάρτες στους κοντινούς ναούς για να βρουν πελατεία. «Εμείς με τον αδελφό μου μεγαλώσαμε μέσα στα υφάσματα και τις ραπτομηχανές. Δεν  μας έδειξε κάποιος τη δουλειά, τη μάθαμε παρατηρώντας τα πάντα».

«Είμαστε το shopping therapy των ιερέων», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Κατερίνα Καστανιά. Φωτό: Νίκος Κόκκας

Τα ράσα δεν είναι μόνο αναγκαία για τους ιερείς, αλλά και ακριβά. Οι πιο οικονομικές λύσεις ξεκινούν από τα 400-500 ευρώ. «Πολλοί πιστεύουν ότι τα έξοδα αυτά τα καλύπτει ο ναός ή ότι δίνεται κάποιο επίδομα» σημειώνει η κυρία Αλεξάνδρα Τάνη από το ιεροραφείο και βιοτεχνία ιερατικών ενδυμάτων Χιτών, το πρώτο που έφερε στην αγορά έτοιμα ράσα και ιερατικά άμφια. «Τα πληρώνουμε από την τσέπη μας» θα εξηγήσει ο πατήρ Στέφανος Καραμούζης, ιερέας στη Μητρόπολη Χαλκίδας, ο οποίος κατέβηκε στην Αθήνα  για μια ιδιαίτερη περίσταση: να βοηθήσει τον πατέρα Άνθιμο Παπακωνσταντίνου, διάκο στην ίδια Μητρόπολη, να αγοράσει το δικό του πρώτο ράσο.

Ο διάκος πατήρ Άνθιμος δοκιμάζει το πρώτο του ράσο μετά τη χειροτόνησή του. Φωτό: Νίκος Κόκκας

Κατά μέσο όρο, ένας ιερέας από τη στιγμή που χειροτονείται και ανάλογα με τη βαθμίδα του φτιάχνει δύο στολές το χρόνο, ενώ πρέπει να έχει στην ντουλάπα του περίπου 10 καθώς θα χρειαστεί να φορέσει συγκεκριμένα άμφια σε συγκεκριμένες γιορτές και μυστήρια. «Ένας ιεράς χρειάζεται να αποταμιεύει χρήματα για να αγοράσει μια στολή», παραδέχεται ο πατήρ Στέφανος.

«Είμαστε το shopping therapy των ιερέων» θα σχολιάσει χαρακτηριστικά η κυρία Καστανιά. «Δεν μπορούν να πάνε σε κάποιο mall για να ψωνίσουν, στα ιεροραφεία έρχονται». Ως πελάτες δεν διαφέρουν από τους λαϊκούς. «Θα συναντήσεις εκείνους που είναι συνεργάσιμοι, αλλά και όσους είναι πιο στριφνοί, απότομοι κτλ.», λέει η κυρία Τάνη. Ωστόσο, κατά την ίδια, οι ιερείς προσέχουν περισσότερο την εμφάνισή τους συγκριτικά με τους λαϊκούς. «Ένας νέος ιερέας θα χρειαστεί περίπου δύο μήνες για να το συνηθίσει, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην προσέξει κάποιες λεπτομέρειες, όπως το μήκος του, το στρώσιμό του ή το πώς κάθεται στον λαιμό».

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Για τον κύριο Παναγόπουλο είναι λογικό οι ιερείς να θέλουν να δείξουν στους πιστούς καθαροί και περιποιημένοι. «Νομίζω», συμπληρώνει «ότι και οι πιστοί θέλουν να βλέπουν στην Ωραία Πύλη έναν ιερέα με ένα όμορφο άμφιο». Είναι πολύ λεπτή η γραμμή που χωρίζει τη λειτουργικότητα ενός ενδύματος από το αίσθημα ματαιοδοξίας που προκαλεί σε εκείνον που το φορά.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

«Νομίζω ότι έχει περάσει η εποχή όπου οι ιερείς αγόραζαν ακριβά ράσα προκειμένου να ξεχωρίσουν», σημειώνει ο πατήρ Στέφανο και προσθέτει: Ίσως οι νέοι ιερείς να είναι πιο επιρρεπείς, αλλά και αυτοί προσγειώνονται στην πραγματικότητα σύντομα». Ποια είναι αυτή; Ότι ένα ακριβό ράσο όχι μόνο δίνει λαβή για σχόλια, αλλά και δημιουργεί μια εικόνα ανακολουθίας: «Πώς θα μιλήσει ένας ιερέας για την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια όταν φοράει μια τέτοια στολή;» αναρωτιέται ο πατήρ Στέφανος, ο οποίος πιστεύει ότι οι απλές στολές είναι κατάλληλες διότι δεν σκανδαλίζουν και τον πιστό.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Από την πλευρά της, η κυρία Τάνη, προσθέτει ότι πέρα από την ποιότητα και την εμπειρία, σημαντικό ρόλο παίζει και η εχεμύθεια προκειμένου να τους εμπιστευτεί ένας ιερέας. «Αν αναφέρω απαιτήσεις ή πράγματα που έχουν ζητήσει, εύλογα κάποιος θα αναρωτηθεί τι σχέση έχουν όλα αυτά με την πνευματικότητα» και η κυρία Καστανιά θα προσθέσει ότι όπως σε όλες τις εμπορικές συναλλαγές, έτσι κι σε αυτή, «ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο».  Από την άλλη, «ας μην ξεχνάμε ότι και οι ιερείς είναι άνθρωποι με αδυναμίες και αμαρτίες», θα σχολιάσει ο κύριος Θεοδώρου.

Η διαδικασία ραψίματος ενός ράσου είναι ένα τετριμμένο, παραγνωρισμένο και ταπεινό κομμάτι της ιεροσύνης, που περνά από τα άγνωστα χέρια γυναικών κυρίως αλλά και ανδρών, και καταλήγει στην κοινή στιγμή για όλες τις εξουσίες κατά την οποία αποκαλύπτεται το αληθινό τους πρόσωπο· όταν στέκονται για πρώτη φορά μπροστά στον καθρέφτη φορώντας τα καινούργια τους ρούχα. Οι ράφτες ξέρουν πριν από τον καθένα ότι τελικά τα ράσα κάνουν τον παπά.