Για τις επόμενες ημέρες, ξεχωρίζουμε από το Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ» πασχαλινά διηγήματα που δημοσιεύθηκαν στις δύο εφημερίδες, γραμμένα από  έλληνες και ξένους συγγραφείς.

Σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη του 2024 παρουσιάζουμε απόσπασμα του διηγήματος της Μαίρης Μπόρντεν, «Ο δρόμος του μαρτυρίου», που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα «ΝΕΑ» της 22ας Απριλίου 1938.

H κατηγορία

(…) Ο μέγας αρχιερεύς, για να καθησυχάση δήθεν τη συνείδησί του, εδήλωσε ότι μετά τη σύλληψι του Ιησού θα εξητάζοντο τα κηρύγματά του.

Δηλαδή θα του επέτρεπαν να απολογηθή προτού τον στείλουν στον Πιλάτο, με την κατηγορία ότι ηθέλησε να προκαλέση επανάστασιν.

Έτσι απεφασίσθη ότι ένα εκηρύσσετο ένοχος επί προδοσία του Θεού ενώπιον του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, θα ωδηγείτο ενώπιον του Πιλάτου, επί προδοσία του Καίσαρος.

(…) Ο καταχθόνιος Άννας υπέβαλε την ιδέα ότι μπορούσαν να ευρεθούν μερικοί ψευδομάρτυρες, για να βεβαιώσουν στον Πιλάτο, με όρκο μάλιστα, ότι ήρνηθη τη ρωμαϊκή εξουσία.

(…)

Ενώπιον του Πιλάτου

Ήταν οι πρώτες πρωινές ώρες, όταν ο Πιλάτος, συνοδευόμενος από τη στρατιωτική ακολουθία του, εβγήκε από την αίθουσα των συνεδριάσεων του φρουρίου Αντωνία και ανέβη σ’ ένα βήμα στημένο στην αυλή που ήτο γεμάτη από Ιουδαίους.

Είχαν έρθη ν΄ ακούσουν το Ρωμαίο διοικητή να κρίνη τον Ισραήλ. (…)

[Ο Πιλάτος] εκύτταξε με περιέργεια τον κατηγορούμενο, που έβλεπε για πρώτη φορά. Μια ανέκφραστη γαλήνη είχε χυθή, σαν από μία μυστηριώδη ουράνια δύναμι επάνω στο μαρτυρικό πρόσωπό του.

Εστράφη έπειτα προς τον Καϊάφα και τον ερώτησε για ποιο έγκλημα τον κατηγορούν.  Ο Καϊάφας ανέπτυξε το κατηγορητήριο. Ο Πιλάτος εζήτησε αποδείξεις. Επακολουθεί η διαδικασία που περιγράφουν τα ευαγγέλια, με τη συνομιλία του Πιλάτου και του Ιησού εις το τέλος.

Ο Ρωμαίος διοικητής δεν ευρήκε τίποτε απολύτως που να δικαιολογήη την καταδίκη του. Το είπε στον Καϊάφα και έδωσε τη διαταγή να οδηγηθή ο Ιησούς στο πραιτώριο. Οι Ιουδαίοι, οι συγκεντρωμένοι στην αυλή, άρχισαν να μιλούν με μεγάλη έξαψι αναμεταξύ των. Η ζέστη, καθώς προχωρούσε η ημέρα εγινότανε τώρα καταθλιπτική.

Έξαφνα έγινε μια νεκρική ησυχία. Ένα θέμα τρομέρο ετράβηξε όλα τα μάτια. (…) Ο Ιησούς ενεφανίσθη δεμένος, μέσα σ’ ένα φόρεμα από πορφύρα βασιλική, με το πρόσωπο πελιδνό από την εξάντλησι.

Αλλά είχε μία τόσο απόκοσμη έκφρασι, που το πλήθος τον εκύτταξε παγωμένο. Τότε ο Πιλάτος ενεφανίσθη εκ νέου στο βήμα και είπε δείχνοντας τον Ιησού.

–       Ιδού ο άνθρωπος!

–       Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν, απάντησαν μαινόμενοι οι Ιουδαίοι.

–       Τον Βασιλέα υμών σταυρώσω;

–       Ουκ έχομεν βασιλέα ει μη τον Καίσαρα, εφώναξαν οι αρχιερείς.

Ο Πιλάτος κατάλαβε τον επικίνδυνο υπαινιγμό. Και απ’ αυτήν τη στιγμή, παρητήθη από κάθε προσπάθεια για να σώση τον Ναζωραίο. Απέλυσε το Βαραβά, όπως το ζήτησαν, και τους παρέδωσε τον Ιησού.

–       Υμείς οψέσθε. Το αίμα αυτού εφ’ υμάς και επί τα τέκνα υμών.

«ΤΑ ΝΕΑ», 22.4.1938, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Προς τον τόπο του μαρτυρίου

Αρχίζει το φρικαλέο ξεκίνημα προς τον τόπο του μαρτυρίου. Ο διά της σταυρώσεως θάνατος εθωρείτο η τρομερώτερη καταδίκη, ειδικώτερα για το ρωμαϊκό πολιτισμό, απόδειξις ότι δεν επεβάλετο ποτέ σε Ρωμαίους πολίτας.

Οι πόνοι παρετείνοντο. Οι σταυρωμένοι πέθαιναν πολύ αργά, κάποτε ζούσανε επί τρεις ημέρες, κρεμασμένοι στο σταυρό, εκτεθειμένοι στη ζέστη και στο κρύο, διατηρούντες τας αισθήσεις των ως τη στιγμή του θανάτου.

Οι τρεις κατάδικοι προχωρούν προς το Γολγοθά φορτωμένοι, όπως ήτο συνήθεια, τους σταυρούς των. Ο Ιησούς εκλονίσθη κάτω από το βάρος του ιδικού του. Ο Ρωμαίος κεντυρίων εκάλεσε τότε ένα διαβάτη, τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, και τον διέταξε να δώση βοήθεια.

Εν τω μεταξύ ο ουρανός άρχισε να γίνεται βαρύς επάνω στην άγια πολιτεία. Ένα παράξενο φως, αδύνατο, όπως του λυκόφωτος, έπεφτε επάνω στο ναό και στους πύργους.

Σταύρωση

Από παντού ο λαός έτρεχε γρήγορα, για να ιδή τον Ναζωραίο που θα εσταυρώνετο ανάμεσα από δύο κακοποιούς. Οι αρχιερείς και οι σοφοί του Σαχεντρίν, έσπευσαν επίσης να παρακολουθήσουν το αποτρόπαιο θέαμα.

Οι φίλοι του Ιησού εστεκόνταν σε κάποια απόστασι, ενώ επάνω στα τείχεη της πόλεως είχαν σκαρφαλώση πλήθος κόσμου και στο μεγάλο δρόμο που ωδηγούσε από τα χωριά, διεκρίνοντο οι άνθρωποι που ήρχοντο για να εορτάσουν το Πάσχα.

Οι στρατιώτες, αφού εσταύρωσαν τον Ιησούν και τους δύο ληστές εκατέρωθεν, διεμοιράσθησαν τα ιμάτιά των και κατόπιν καθισμένοι κατάχαμα εκύτταζαν προς τους σταυρούς.

Πιο πέρα είχαν σταθή εκείνοι που ελάτρευαν και επίστευαν εις το Ναζωραίο. Αλλα ο Ιωάννης ευρήκε τρόπο να πλησιάση πιο κοντά, όπου έμεινε όρθιος, παρακολουθώντας το μαρτύριο και στηρίζοντας τη μητέρα του Διδασκάλου.

Περί ώραν έκτην ακούστηκε η φωνή :

–       Τετέλεσται.

Και κλίνας ο Ιησούς την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα.