Το «brain gain» ως φαντασίωση και η πραγματικότητα

Το όφελος του «brain gain», η φαντασίωση, η εξιδανίκευση και σκληρή πραγματικότητα - Υπάρχει βιώσιμη λύση επαναπατρισμού;

Με αφορμή την πρόσφατη, ηχηρή μεν αλλά αποσιωπημένη από τα ΜΜΕ δε, παραίτηση του αξιόλογου επιστήμονα Δρ. Νίκου Κυρπίδη από την ανάληψη της θέσης του Επιστημονικού Διευθυντή του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, έρχεται ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα του λεγόμενου ‘brain gain’ και η αντίθεση μεταξύ του υπαρκτού και του δυνατού της Ελληνικής πραγματικότητας και του τι θα μπορούσε να υπάρξει.

Έχοντας ζήσει και εργαστεί για 30 χρόνια στο εξωτερικό (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ολλανδία) σε ερευνητικές, ακαδημαϊκές και διευθυντικές θέσεις, όντας πολίτης Ελλάδας και ΗΠΑ, και παράλληλα διατηρήσει συνεργασίες με συναδέλφους που επέστρεψαν στην Ελλάδα, έχοντας συμμετάσχει σε αξιολογήσεις Ελληνικών Ιατρικών σχολών και ακαδημαϊκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σε εκλογές επιστημονικού προσωπικού στην Ελλάδα, θεωρώ ότι έχω επίγνωση των συνθηκών των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού αλλά και της Ελληνικής -λεγόμενης- πραγματικότητας. Οι δυσκολίες του ‘brain gain’ πηγάζουν από την αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού και αυτών που προσφέρουν, αν πραγματικά υπάρχουν, οι υποτιθέμενες πολιτικές επαναπατρισμού.

Θα εστιάσω στους ακαδημαϊκούς επιστήμονες και ερευνητές αλλά οι παρατηρήσεις μου αντιστοιχούν και σε άλλες κατηγορίες επιτυχημένων επαγγελματιών που μετανάστευσαν στο εξωτερικό από την Ελλάδα. Με τον όρο ακαδημαϊκούς επιστήμονες και ερευνητές, εννοώ συγκεκριμένα, επιστήμονες που έχουν αξιολογηθεί και διοριστεί σε ακαδημαϊκές θέσεις (σε όλες τις βαθμίδες ως καθηγητές και διευθυντές εργαστηρίων ή ιδρυμάτων), σε αναγνωρισμένα Πανεπιστημιακά ή ερευνητικά κέντρα. Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας οδήγησε σε μια μαζική έξοδο νέων, κυρίως, επιστημόνων. Η έξοδος όμως αυτή δεν είναι και η μόνη, μιας και πάντα υπήρχε μια Ελληνική επιστημονική διασπορά στην Ευρώπη, Β. Αμερική και Αυστραλία. Απλώς η επιστημονική διασπορά αυτή γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια.

Πιστεύω πως η έμφυτη ανησυχία των Ελλήνων και οι αντίξοες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες πάντα μας έσπρωχναν στο συναρπαστικό ταξίδι του αγνώστου, ως κατ’ εξοχήν λαό της διασποράς. Ο Έλληνας επιστήμονας δεν διαφέρει σε αυτό και ακολουθώντας το Ομηρικό «ὅς μάλα πολλά πλάγχθη» έχει δημιουργήσει κοινότητες εκτεταμένης επιστημονικής διασποράς στο εξωτερικό.

Το όφελος του «brain gain»

Ας όμως εξετάσουμε ποια είναι τα πλεονεκτήματα ενός ποθητού ‘brain gain’, του επαναπατρισμού δηλαδή καταξιωμένων Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού. Τί προσφέρει ένας Έλληνας η μία Ελληνίδα που έχει μια επιτυχημένη σταδιοδρομία εκτός Ελλάδας, και που «πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἲδεν ἂστεα καί νόον ἒγνω»; Η εργασία και εμπειρία σε ακαδημαϊκά ιδρύματα του εξωτερικού, πέραν της προηγμένης επιστημονικής γνώσης και τεχνογνωσίας που παρέχει, προσφέρει και λιγότερο μετρήσιμα, εξαιρετικά όμως οφέλη για την ευρύτερη επιστημονική δραστηριότητα.

Ως τέτοια άδηλα οφέλη συγκαταλέγονται η αλλαγή νοοτροπίας, η καλώς νοούμενη αξιοκρατία (όχι στα χαρτιά αλλά βάση πραγματικού έργου), η πολύτιμη εμπειρία στη βέλτιστη διαχείριση και εκτέλεση ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων, η διοικητική εμπειρία σε πετυχημένα μοντέλα ακαδημαϊκής διοίκησης και τέλος το σημαντικότατο στοιχείο της επιστημονικής δικτύωσης με την τεχνολογική και διανοητική πρωτοπορία.

Τα παραπάνω δεν τα αποκτά κανείς με σεμινάρια ενός μηνός ή σύντομες επισκέψεις ένος έτους στο εξωτερικό, αλλά μετά απο πολλά χρόνια υπηρεσίας σε θέσεις ευθύνης όπως στην επίβλεψη προσωπικού εργαστηρίου ή μετά απο ακαδημαϊκό διορισμό σε πορεία καριέρας. Αυτές οι θέσεις ευθύνης απαιτούν έργο και καταξίωση. Ο ανταγωνισμός στο εξωτερικό είναι σκληρός και οι αξιολογήσεις του έργου και της απόδοσης συνεχείς, αυτο όμως ωθεί συνέχεια την βέλτιστη απόδοση και παραγωγή έργου, και καταλήγει στην αναγνώριση της επιστημονικής προσφοράς. Με βάση τα παραπάνω, νομίζω ότι κανείς δεν θα διαφωνούσε ότι επιστήμονες του εξωτερικού θα εμπλούτιζαν οποιοδήποτε πανεπιστημιακό ή ερευνητικό ίδρυμα, διαταράσσοντας την ενδογαμία, οικογενειοκρατία και τον γενικότερο εφησυχασμό πολλών τμημάτων.

Οι επαναπατρισθέντες θα είναι κομιστές νέων ιδεών και ερευνητικών ευκαιριών που θα διέγειραν και θα ωφελούσαν και το γηγενές επιστημονικό προσωπικό από καθηγητές μέχρι φοιτητές. Η ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών τμημάτων σε Ευρωπαϊκές και άλλες ερευνητικές χρηματοδοτήσεις θα αυξάνονταν κατακόρυφα και θα αναβαθμίζονταν η διασύνδεση της έρευνας με την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Τέλος, κάτι που δεν είναι κατανοητό από την ευρύτερη κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών, είναι η απόκτηση τεχνογνωσίας σε τομείς αιχμής με στρατηγική αξία, για την εγχώρια άμυνα, ασφάλεια, υγεία, περιβάλλον, οικονομία και σύγχρονη ανάπτυξη.

Φαντασίωση, εξιδανίκευση και σκληρή πραγματικότητα

Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού θα αναζητούσαν σενάρια επιστροφής, αν μπορούσε κανείς να τους εγγυηθεί αξιοπρεπείς εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες ακόμα και με μειωμένες (όχι όμως και εκμηδενισμένες) οικονομικές απολαβές. Συχνά όταν ρωτά κανείς Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού γιατί θέλουν να γυρίσουν, ανακαλύπτει την νοσταλγία, έναν καλώς νοούμενο πατριωτισμό να προσφέρουν στον τόπο τους και υπέρτερη φαντασίωση και εξιδανίκευση.

Η φαντασίωση, στην οποία αναφέρομαι, έχει να κάνει με την παράβλεψη ή υποτίμηση των οικογενειακών και οικονομικών εμποδίων του επαναπατρισμού. Η εξιδανίκευση έχει να κάνει με την παράβλεψη των κακώς κειμένων στο επαγγελματικό επίπεδο. Ας φανταστούμε μιά νέα οικογένεια με μικρά παιδιά που πρέπει να αποφασίσει τον εκούσιο επαναπατρισμό. Πέραν του ότι η μετακίνησή της δεν είναι εύκολη υπόθεση κοινωνικά, τα έξοδα μιάς μετεγκατάστασης είναι δυσβάσταχτα, με την απουσία του στοιχειώδους πλαισίου που να ενθάρρυνε ή έστω να επέτρεπε μία τέτοια κίνηση.

Η ανάγκη για ιδιωτικά σχολεία για παιδιά που τα Ελληνικά δεν είναι η πρώτη γλώσσα τους, τα έξοδα διαβίωσης και κατοικίας που πια δεν είναι πολύ φτηνότερα από το εξωτερικό και τα έξοδα μετεγκατάστασης, πρέπει να καλυφθούν από έναν μισθό που θα είναι τουλάχιστον τρείς-τέσσερις φορές χαμηλότερος απ’ αυτόν του εξωτερικού.

Στην περίπτωσή μου, όταν με ενημέρωναν για θέσεις στην Ελλάδα, πάντα ρωτούσα τους καλοπροαίρετους συνομιλητές μου αν τα παιδιά τους είναι σε ιδιωτικό σχολείο και αν ο μισθός κάλυπτε τα έξοδα. Αυτό συνήθως τελείωνε και τη συζήτηση. Αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω ακούγονται ίσως πεζά, αλλά ο ρομαντισμός (όπως και ο έρωτας) πεθαίνει γρήγορα άμα ενσκήψουν ανυπέρβλητες κακουχίες.

Για την εξιδανίκευση του εργασιακού περιβάλλοντος δεν χρειάζεται να αναφερθούν πολλά. Η πίτα της χρηματοδότησης είναι μικρή στην Ελλάδα και πολλοί βλέπουν τους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού ως «ξένους» και απειλή, και όχι ως ευκαιρία. Η απειλή βέβαια του «ξένου» είναι πραγματική για τους αδρανείς, «βολεμένους» και ανεπαρκείς. Η νοοτροπία του «θα μας χαλάσουν την πιάτσα» ή «οι ξένοι δεν κατανοούν την Ελληνική πραγματικότητα», αν και σε φθίνουσα πορεία λόγω επιβολής διεθνών προτύπων και διαδικασιών αξιολόγησης, υπάρχει ακόμα σε πολλά τμήματα.

Τέλος η διοικητική αρτηριοσκλήρυνση και τυπολατρία αναιρεί οποιαδήποτε προσαρμοστικότητα στις ειδικές ανάγκες κάποιου που επιστρέφει επαγγελματικά. Κάτω απο τις καλύτερες συνθήκες, η επιστημονική και ερευνητική μετεγκατάσταση, παίρνει 2-3 έτη ώσπου η πρότερη παραγωγικότητα να ανακτηθεί. Στην Ελλάδα των περιορισμένων επιστημονικών πόρων τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, έως και αδύνατα. Αυτές οι πραγματικότητες συχνά παραβλέπονται αρχικά απο επίδοξους επιστρέφοντες μέχρι την τελική και συχνά ανώμαλη επαγγελματική προσγείωση. Σε ατομικό επίπεδο, και χωρίς θεσμικό πλαίσιο που να προκαλεί την διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών και γιατί όχι την αλλαγή νομοθεσίας, το παιχνίδι είναι χαμένο.

Υπάρχει βιώσιμη λύση επαναπατρισμού;

Οι Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού αποτελούν έναν εθνικό θησαυρό που μένει αναξιοποίητος. Νομίζω θα συμφωνήσουμε ότι πάρα πολλοί θα επέστρεφαν πλήρως ή μερικώς αν αντί για ευχολόγια υπήρχε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που θα ήταν ευκαιρία για όλους. Για να πετύχει όμως, το πρόγραμμα θα πρέπει να μην είναι ανταγωνιστικό με τους υπάρχοντες συναδέλφους αλλά να δημιουργεί προϋποθέσεις συνέργειας και κοινής ωφέλειας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πλήρης μετεγκατάσταση είναι όντως πολύ δύσκολη υπόθεση. Και πράγματι, θαυμάζω μερικούς ήρωες συναδέλφους που το έχουν κάνει με μεγάλο προσωπικό, οικονομικό και επιστημονικό κόστος.

Η μόνη όμως ρεαλιστική και ευρέως εφαρμόσιμη λύση για να ωφεληθεί η Ελληνική κοινωνία και επιστήμη είναι η μερική απασχόληση των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού. Τα ωφέλη απο την μερική αλλά ουσιαστική απασχόληση σε Ελληνικά ιδρύματα δεν πρέπει να υποτιμηθούν και θα τολμήσω να πώ ότι δεν υστερούν καθόλου της πλήρους απασχόλησης. Η πανδημία COVID-19 άλλαξε άρδην τα δεδομένα προς αυτή την κατεύθυνση. Στο τμήμα που διευθύνω στην Ολλανδία οι μισοί από τους 18 καθηγητές (όλων των βαθμίδων), εργάζονται 2-3 μέρες την εβδομάδα από απόσταση ενώ συγχρόνως διευθύνουν επιτυχημένα εργαστήρια και διδάσκουν φοιτητές σύμφωνα με το πρόγραμμα.

Η παρουσία καταξιωμένων Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού με λειτουργικό εργαστήριο ή εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο στην Ελλάδα και που θα απαιτούσε φυσική παρουσία τουλάχιστον 2 μήνες το χρόνο, θα ήταν εξίσου ωφέλιμη με την πλήρη απασχόληση, μιάς και η καθοδήγηση του προσωπικού συνεχίζεται ψηφιακά τον υπόλοιπο χρόνο. Και ας μην αγνοούμε ότι το να έρχεται κάποιος να λειτουργεί δεύτερη ομάδα στη πατρίδα του είναι όντως μία θυσία και κοινωνική προσφορά, που όμως είμαι σίγουρος πολλοί Έλληνες επιστήμονες θα αναλάμβαναν χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Brain gain»: Nομικό πλαίσιο και χρηματοδότηση

Μιλώντας για μερική απασχόληση των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, κάποιοι θα αναφωνήσουν, «μα στα Ελληνικά Πανεπιστήμια οι καθηγητές είναι πλήρους απασχόλησης». Και όμως, το παρόν νομικό πλαίσιο ήδη προβλέπει για καταξιωμένους Έλληνες επιστήμονες, θέσεις συνεργαζόμενων καθηγητών (Joint Chairs) (άρθρο 169 Νόμος 4957/2022) αλλά και θέσεις επισκεπτών καθηγητών ή επισκεπτών ερευνητών (άρθρο 171 Νόμος 4957/2022). Σε αμφότερες περιπτώσεις οι θέσεις χρηματοδοτούνται μέσω των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) των Α.Ε.Ι.. Άρα το ζητούμενο είναι η χρηματοδότηση, και πιστεύω οτι δεν υπάρχει Πανεπιστημιακό τμήμα ή ερευνητικό κέντρο που θα αρνιόταν έναν επιτυχημένο συνάδελφο που έρχεται με τα δικά του χρήματα και σε συνεργασία με το αντίστοιχο τμήμα του εξωτερικού, να εγκαταστήσει μία νέα ερευνητική ομάδα.

Ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα ‘brain gain’, για παράδειγμα, θα μπορουσε να χρηματοδοτεί με €1 εκατομμύριο για 5 έτη εργαστηριακά ερευνητικά προγράμματα. Η απαίτηση παρουσίας θα μπορούσε να είναι 2 μήνες το έτος με το πρόγραμμα να καλύπτει τον αντίστοιχο μισθό του εξωτερικού, κάλυψη εξόδων διαμονής και εισιτηρίων και η πρόσληψη 4-5 επιστημόνων στην Ελλάδα. Φυσικά θα πρέπει να υπάρχει επικυρωμένο προσύμφωνο με το υποδεχόμενο τμήμα. Και φυσικά πρέπει να έχει και προβλέψεις για τους επιστήμονες που θέλουν και επιδιώκουν την πλήρη απασχόληση.

Συνήθως, ως βέλτιστες πρακτικές διεθνώς, πολλές από αυτές τις κινήσεις οδηγούν και σε πλήρη μετεγκατάσταση, όταν η έκβαση είναι θετική και οι συνθήκες το επιτρέψουν. Τέτοια χρηματοδότηση θα λειτουργούσε τουλάχιστον καταλυτικά στην Ελληνική έρευνα, θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας για γηγενείς ταλαντούχους νέους επιστήμονες (brain retain), θα είχε πολλαπλασιαστική επίδραση στην ερευνητική χρηματοδότηση του τμήματος και θα μεταλαμπάδευε γνώσεις, τεχνικές και νοοτροπίες με ανυπολόγιστα οφέλη, όπως προαναφέρθηκε. Ένα τέτοιο τολμηρό και συναρπαστικό ‘brain gain’ πρόγραμμα, θα κόστιζε για 1000 επιστήμονες €200 εκατομμύρια το έτος και συνολικά €1 δισεκατομμύριο για 5 έτη. Θα δημιουργούσε θέσεις εργασίες για 4000-5000 νέους επιστήμονες και θα άλλαζε το ερευνητικό, τεχνολογικό και ακαδημαϊκό τοπίο της χώρας χωρίς προηγούμενο. Μερικοί θα ισχυρίζονταν ότι τέτοια χρήματα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Και όμως. Το αναθεωρημένο ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης ανέρχεται σε €36 δισεκατομμύρια, με €18 δισεκατομμύρια σε επιχορηγήσεις για το Recovery and Resilience Facility (RRF) και €18 δισεκατομμύρια σε δάνεια RRF.

Το ένα δισεκατομμύριο του ‘brain gain’ προγράμματος θα ήταν μιά μεταμορφωτική επένδυση που θα είχε μακροχρόνια επίδραση στην έρευνα, καιντοτομία και επιχειρηματικότητα. Άς πάρουμε για παράδειγμα την Ιταλία, που μόνο για την Παιδεία και Έρευνα αφιερώνει €30,9 δισεκατομμύρια απο το RRF (https://www.mef.gov.it/en/focus/The-National-Recovery-and-Resilience-Plan-NRRP/). Άρα χρήματα υπάρχουν, για το εάν υπάρχει όραμα πέραν των εξαγγελιών, με ρεαλιστικά σενάρια και κατανόηση των διεθνών πρακτικών, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

Επίλογος

Πολλοί θαυμάζουν την ερευνητική και τεχνολογική ανάπτυξη του Ισραήλ τα τελευταία 20 χρόνια, πάντα μία χρήσιμη σύγκριση με την Ελλάδα. Αυτή η ανάπτυξη όμως έχει στηριχθεί με επενδύσεις πάνω από το 5% του ΑΕΠ (στην Ελλάδα είναι 1,46%). Αντιλαμβάνομαι το αντεπιχείρημα ότι η Ελληνική κοινωνία έχει άλλες πιο επείγουσες ανάγκες και όντως, π.χ., υποχρηματοδοτούμενη Παιδεία και Υγεία. Όμως εδώ μιλάμε για μια ευκαιρία επιστημονικού και τεχνολογικού μετασχηματισμού της χώρας με ποσά που είναι ελάχιστα σε σχέση με αυτά που ξοδεύονται, π.χ., σε υπερτιμημένα δημόσια έργα ή ανώφελες δραστηριότητες που δεν κοστολογούνται με βάση το τελικό αποτέλεσμα.

Μπορεί να ακούγεται δραματικό, αλλά η Ελλάδα θα αργοπεθαίνει επιστημονικά, κοινωνικά και οικονομικά αν δεν υπάρξει ανάσχεση της επιστημονικής φυγής, του ‘brain drain’, σε μία εποχή που η πολυπλοκότητα και ταχύτητα του τεχνολογικού μετασχηματισμού προς το μέλλον υπαγορεύουν επιτακτικά το αντίθετο. Όταν περπατώ στο Ρόττερνταμ ακούω παντού νέα παιδιά που μιλούν Ελληνικά. Οι καλύτεροι φεύγουν και αν τους ρωτήσεις απαντούν ότι δεν βλέπουν προοπτικές επιστροφής.

Με τους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού, έχουμε σαν χώρα ένα τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό που όμως συνεχίζει να παραμένει θεαματικά ανεκμετάλλευτο. Αυτό που λείπει είναι ένα τολμηρό και ρηξικέλευθο πρόγραμμα προσέλκυσης, ένα πραγματικό πλαίσιο υποστήριξης προς το πολυπόθητο «brain gain».  Έχουμε να κερδίσουμε τα μέγιστα από τους καταξιωμένους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού. Λύσεις πάντα υπάρχουν. Ποιοι δεν τις θέλουν ή ίσως δεν μπορούν να τις φανταστούν; Το μέλλον είναι εδώ και ο 21ος αιώνας απαιτεί στρατηγικές επιβίωσης σε αυτό.

*Παναγιώτης Κατσίκης MD, PhD, Καθηγητής και Διευθυντής του Τμήματος Ανοσολογίας, Erasmus University Medical Center,Rotterdam, The Netherlands

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.