Προχτές, βρέθηκα στο δρόμο της Άνω Μεράς με τους Μυκονιάτες που “ανέβαζαν” με τα πόδια το εικόνισμα της Παναγίας Τουρλιανής. Το εικόνισμα το “κατεβάζουν” και το περιφέρουν στη Χώρα το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής και το “ανέβασμα” πίσω στο Μοναστήρι γίνεται το Σάββατο του Λαζάρου. Στην παλιά φωτογραφία του 1902*, τραβηγμένη από τη Δημαρχία, μπροστά από τον καφενέ του Φούσκη, διακρίνονται οι άρχοντες και ο λαουτζίκος, οι αρχές και το ιερατείο, καθώς περιμένουν το κλικ του φακού για να τους απαθανατίσει. Με έναν μεγεθυντικό φακό διακρίνω κι εγώ τη γιαγιά μου, τη Μαντώ Βέλτσου, κι άλλες φυσιογνωμίες κοριτσιών που τις γνώρισα, ηλικιωμένες πια, στα νιάτα μου, πριν φύγουν κι αυτές από τη ζωή. Λένε πως το όριο της μνήμης του ανθρώπου διαρκεί εκατό χρόνια, πράγμα ιδιαίτερα παρήγορο για όσους ευτύχησαν να γεράσουν με όλα τους τα μυαλά.
Την Κυριακή των Βαΐων τότε, παιδιά ακόμα, γυρίζαμε τα στενά και τον γιαλό κρατώντας δροσερά βάγια, πλεγμένα από τις λαλάδες μας σ’ ένα εύθραυστο καλαθάκι γεμάτο βιολέτες. Εχτές, Μεγάλη Δευτέρα, η Μύκονος έτοιμη πια για άλλη μια νέα σεζόν, υποδέχεται τα Range Rover που ξεμπαρκάρουν στον Τούρλο σαν σε απόβαση σε εμπόλεμη ζώνη. Τρία κρουαζιερόπλοια, που φράζουν τη μπούκα του λιμανιού και μολύνουν με τα φουγάρα τους τον Βοριά, από τα πέντε που αφικνούνται καθημερινώς, έχουν ήδη ξεβράσει το πεζικό: Ιάπωνες και Αμερικανούς, παρατεταγμένους στη σειρά πίσω από τον ξεναγό με το σημαιάκι στο κοντάρι.
Έπεται η Σταύρωση και η Ανάσταση. Αλλά προς το παρόν, το νησί παραμένει ακόμα σταυρωμένο. Οι λόγοι είναι πολλοί και ευελπιστώ ο νέος Δήμαρχος, Χρήστος Βερώνης, να μπορέσει να το βγάλει από την εμπόλεμη κατάσταση του “υπερτουρισμού” που εδώ και δύο χρόνια, «διέκρινε» ο Μητσοτάκης για τη Σαντορίνη και τη Μύκονο εκπονώντας μάλιστα “Ειδικό Σχέδιο Βιώσιμης Ανάπτυξης”. Και παρόλα αυτά, στην υπεραναπτυγμένη και αβίωτη Μύκονο επιτρέπονται κατ’ εξαίρεση οι λεγόμενες «στρατηγικές επενδύσεις» σε νέα ξενοδοχεία πολλών αστέρων. Έμαθα μάλιστα πως το ΣτΕ απέρριψε σχετική προσφυγή του Δήμου για τη ματαίωση της ανέγερσης ενός ξενοδοχειακού κολοσσού. Κι αναρωτήθηκα αν θα “γυρίσει” το νησί ή θα μπατάρει, γιατί να γυρίσει πίσω η Μύκονος αποκλείεται.
«Η Μύκονος ανταγωνίζεται το Ντουμπάι». Αυτή ήταν η φιλοσοφία έως τώρα των ιθυνόντων. Ωστόσο, η Μύκονος μόνο τη Μύκονο που υπήρξε, πρέπει να ανταγωνίζεται: το όραμα που είχε το ’60 ο Άρης Κωνσταντινίδης κτίζοντας τότε το “Ξενία” ή και πιο παλιά, το ’30, ο Δημήτριος Φωτιάδης σχεδιάζοντας ένα “μυκονιάτικο σπίτι” του μέλλοντος μετά από παραγγελία του Ηρακλή Γρυπάρη, μνημείο και αυτό της νεωτερικότητας όπως το “Φιξ” του Ζενέτου ή το “Χίλτον” του Βουρέκα και του Μόραλη. Οι καινοτόμοι τρόποι γι’ αυτόν τον ανταγωνισμό δεν είναι ούτε τα ξύλινα deck στις αμμουδιές της ούτε οι αυθαίρετες προσθήκες στις βίλες των πλουσίων για να νοικιάζονται πανάκριβα από τους ίδιους όταν οι ίδιοι αποδημούν στις μικρές Κυκλάδες, ούτε όμως και η ταυτόχρονη μαζική άφιξη τριάντα χιλιάδων επισκεπτών σε μια μέρα στη Χώρα των 1.500 κατοίκων.
Ο πατέρας της γιαγιάς μου Μαντώς, ο ιατρός Ιωάννης Πασαλιάδης, υπήρξε Δήμαρχος Μυκονίων την εποχή που ο Γεώργιος Α’ είχε επισκεφθεί το νησί και οι φτωχοί χωραΐτες έστρωναν κιλίμια και χαλιά από το μωλαράκι έως το σπίτι του για να περάσει ραίνοντάς τον με λουλούδια. Λένε μάλιστα, πως κάποια γιαγιά του ευχήθηκε “Βασιλιά μου και του χρόνου Δήμαρχος”.
Μια τέτοια υποτακτική νοοτροπία, φυσικά και δεν την περιμένω από τους Μυκονιάτες, αν και πολλοί υποτάσσονται στον βασιλέα της εποχής: το χρήμα. Οι Μυκονιάτες, από τότε που δανείζονταν από τους κομματάρχες και τους τοκογλύφους, έχουν εξελιχθεί παρά την Ταϋλάνδη. Φόρεσαν παπούτσια και όχι ψίδια. Μορφώνουν τα παιδιά τους σε ξενοδοχειακές Σχολές της Ελβετίας αλλά δεν νοιώθουν την ανάγκη να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Διότι αυτό που τους συμβαίνει είναι το θαύμα του τουρισμού, έργο της συγκυρίας και όχι της Παναγίας. Έτσι, με την άφιξη κάθε είδους κόβιντ, κινδυνεύουν. Το θαύμα θα ήταν αν υπήρχε τρόπος η πολυνομία, οι αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της Πολεοδομίας ή της Περιφέρειας να έμπαιναν σε μια τάξη. Αν το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν παρενέβαινε ευθέως σε ό,τι αποκαλεί “στρατηγικές επενδύσεις”.
Αν ο Δήμος είχε τα εργαλεία εποπτείας και ελέγχου των παρανομιών, αν αναλάμβανε ο ίδιος να διαχειρίζεται τα του Δήμου και όχι να τα αναθέτει σε ιδιωτικές εταιρείες, που τον υποκαθιστούν στις αρμοδιότητές του, όπως για παράδειγμα της αποκομιδής των αποριμμάτων ή και αυτής ακόμα της διαχείρισης των φορολογικών του βιβλίων. Και φυσικά, αν η ΕΛΑΣ ασχολιόταν επιτέλους σοβαρά με τις καταγγελίες για τις αυθαίρετες κατασκευές των «επιχειρηματιών» της αλλοδαπής και της Μυκόνου.
Αναλογίζομαι την περίπτωση της Βενετίας και την εφαρμογή εισιτηρίου για την είσοδο στην πόλη. Σκέφτομαι επίσης και την πρόταση του Δημάρχου Αθηναίων για την επιβολή πρόσθετου φόρου επισκεψιμότητας. Και όχι πως κάτι τέτοιο θα μείωνε τον λεγόμενο υπερτουρισμό. Αλλά τουλάχιστον θα υπήρχαν μερικά κονδύλια επιπλέον για να υπογειοποιηθούν επιτέλους τα γυμνά καλώδια της ΔΕΗ μπρος στις προσόψεις των σπιτιών και να μειωθούν τα καλοκαιρινά της black-out.
Έγραφα για την “Καταστροφή της Μυκόνου το ’22” υπονοώντας την καταστροφή της Σμύρνης από τη φωτιά. Φέτος, το 2024, πρόσφυγας στον τόπο μου, περιμένω μια νέα συνθήκη της Λωζάνης αλλά αυτή τη φορά μεταξύ της Ελλάδας και του εαυτού της, ώστε να μη χρειαστεί να “στρατιωτικοποιήσω” το σπίτι μου για να αποτρέψω τον εσωτερικό εχθρό.
Στο μεταξύ φαίνεται πως ο Μητσοτάκης θέλει ενισχυμένο τον Κασσελάκη, να παίζουν μαζί στο TikTok,να φοράνε εφαρμοστά, να τελειώνουν με τον Ανδρουλάκη (και τον Λαλιώτη), να αφήσουν και σε μας την ψευδαισθήση της Νέας Αριστεράς σε κανένα σεμινάριο για το » Κεφάλαιο» οργανωμένο από τον Τσακαλώτο προς τιμήν του Μπαλιμπάρ.
Διότι αυτή είναι πλέον η Αριστερά: ένα ζητούμενο για Συνέδρια ιδιότροπων ηλικιωμένων.
Αυτό που βράζει , κάτω, στην » βάση», δεν το «πιάνει».
Το «έπιασαν» ιδιοφυώς τα μίντια και δίνουν καθημερινά «γραμμή» .
Αλλά….Γιατί υπάρχει πάντα ένα «αλλά» στην Ιστορία.
Οχι ακριβώς ως θαύμα, μα ως σύνδεσμος εναντιωματικός.
*Βλ. Π. Κουσαθανάς, Ενθύμιον Μυκόνου. Σχόλια σε φωτογραφίες, τ. Α’, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998, σελ. 67.