Η τροπολογία του Υπουργείου Υγείας για τη συνεργασία ιδιωτών γιατρών με τα δημόσια νοσοκομεία έφερε την άμεση αντίδραση του ΠαΣοΚ, το οποίο καταθέτει ένσταση αντισυνταγματικότητας.
Η ειδική αγορήτρια του ΠαΣοΚ, Κατερίνα Καζάνη τόνισε μεταξύ άλλων ότι με αυτόν τον τρόπο η Κυβέρνηση κάνει ένα ακόμα βήμα πλήρους ιδιωτικοποίησής του ΕΣΥ αντί να το ενισχύει. Παράλληλα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, Δημήτρης Μάντζος κατηγόρησε την ΝΔ ότι με τις πρακτικές της έχει εκτραπεί στο «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
Αναλυτικά όσα αναφέρει η ένσταση που κατέθεσε το ΠαΣοΚ: «Οι υπογράφοντες βουλευτές του ΠαΣοΚ προβάλλουμε ένσταση λόγω αντισυνταγματικότητας κατά της τροπολογίας – προσθήκης υπ’αριθμ. 158/1 26.4.2024 και, συγκεκριμένα, κατά του άρθρου 1 της τροπολογίας με τίτλο: «Συνεργασία ιδιωτών ιατρών με νοσοκομεία του δημοσίου συστήματος υγείας – Προσθήκη άρθρου 11Α στο ν. 2889/2001».
Με την προτεινόμενη διάταξη, προβλέπεται η προσθήκη ενός νέου άρθρου (άρθρου 11Α) στον ν. 2889/2001 «Εθνικό Σύστημα Υγείας και άλλες διατάξεις» (Α’ 37), βάσει του οποίου θα παρέχεται εφεξής σε ιδιώτες ιατρούς όλων των ειδικοτήτων η δυνατότητα να συνεργάζονται με νοσοκομεία του δημόσιου συστήματος υγείας για την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων με τη συμμετοχή στη λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων, στη διενέργεια διαγνωστικών, θεραπευτικών και επεμβατικών πράξεων πέραν του τακτικού ωραρίου και τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων ή άλλων επεμβατικών πράξεων που απαιτούν παραμονή στο νοσοκομείο πέραν της ημερήσιας νοσηλείας. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, προβλέπεται πως οι ιδιώτες ιατροί θα δύνανται να χρησιμοποιούν, έναντι αποζημίωσης του νοσοκομείου, τις υποδομές και τον εξοπλισμό του, να συνεργάζονται με το ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό του νοσοκομείου, φέροντας την υποχρέωση να καλύπτουν τις κάθε είδους δαπάνες που προκύπτουν λόγω της συμμετοχής τους στο νοσοκομείο, ιδίως λειτουργικές δαπάνες, δαπάνες αποδοχών και κάθε είδους αποζημιώσεις του πάσης φύσεως προσωπικού. Για την έναρξη συνεργασίας ιδιώτη ιατρού και δημόσιου νοσοκομείου, το άρθρο 1 της τροπολογίας προβλέπει ότι απαιτείται άδεια από τον Διοικητή του οικείου νοσοκομείου, κατόπιν αίτησης του ιδιώτη ιατρού και εισήγησης του Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας. Τέλος, προβλέπεται η έκδοση Κοινής Απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Υγείας για την ρύθμιση κάθε περαιτέρω ζητήματος εφαρμογής της διάταξης αυτής, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης των όρων και προϋποθέσεων της συνεργασίας, της διαδικασίας χορήγησης της άδειας, καθώς και της διαδικασίας και των λόγων ανάκλησής της, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών και των κριτηρίων και προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν οι ιδιώτες ιατροί προκειμένου να υπαχθούν στη ρύθμιση αυτή. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, «η προτεινόμενη ρύθμιση στοχεύει στην ενίσχυση του Ε.Σ.Υ, με την αξιοποίηση των ιδιωτών ιατρών, όλων των ειδικοτήτων, οι οποίοι συμβάλλουν με την εμπειρία τους στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στους πολίτες και αποτελούν νέο επαρκές και ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό που θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση του δημόσιου συστήματος υγείας. Παράλληλα, η χρήση των ιδιωτών ιατρών από τα νοσοκομεία επιφέρει και οικονομική ωφέλεια, δεδομένου ότι οι ιδιώτες ιατροί δεν θα επιβαρύνουν οικονομικώς το σύστημα, καθώς αναλαμβάνουν, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με τα νοσοκομεία, την πλήρη αποζημίωση των νοσοκομείων για τη χρήση του εξοπλισμού και των υποδομών, αλλά και κάθε είδους και φύσεως αποζημίωση του προσωπικού με το οποίο θα συνεργασθούν».
Η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 1 της τροπολογίας υπ’ αριθμ. 158/1 26.4.2024 αντίκεται καταφανώς στο Σύνταγμα, και τούτο διότι:
Πρώτον, η παροχή σε ιδιώτες ιατρούς της δυνατότητας χρήσης των δημόσιων υποδομών υγείας για την εξυπηρέτηση της οικονομικής τους δραστηριότητας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για τη δημόσια υγεία και να εγγυάται το κοινωνικό κράτος δικαίου, σύμφωνα με τα άρθρα 21 παρ. 3 και 25 του Συντάγματος αντίστοιχα. Ειδικότερα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι τόσο οι υποδομές όσο και το ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου συστήματος υγείας είναι καταφανώς περιορισμένα σε σχέση με την σημερινή ζήτηση, γεγονός που προκαλεί τεράστιες καθυστερήσεις στον προγραμματισμό ιατρικών εξετάσεων, πράξεων και επεμβάσεων στα δημόσια νοσοκομεία, καθώς και εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες νοσηλείας, μεταξύ άλλων λόγω ελλείψεων κλινών και νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού. Η προτεινόμενη ρύθμιση όχι μόνο δεν πρόκειται να βελτιώσει την υφιστάμενη κατάσταση και να ενισχύσει το Ε.Σ.Υ., αλλά αντιθέτως πρόκειται να επιβαρύνει το σύστημα έτι περαιτέρω, δεδομένου του όγκου των νέων εργασιών που θα πρέπει εφεξής να παράσχονται παράλληλα. Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται από την πρόβλεψη ότι οι νέες υπηρεσίες θα παρέχονται εκτός του τακτικού ωραρίου και επί πληρωμή, δεδομένου ότι, ειδικά σε περιπτώσεις ιατρικών επεμβάσεων που απαιτούν νοσηλεία, οι ασθενείς θα παραμένουν εντός της δομής του νοσοκομείου, κάνοντας αναγκαστικά χρήση των υπηρεσιών του και εντός του τακτικού ωραρίου (εκτός αν η Κυβέρνηση προτείνει οι ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό να αφήνει αβοήθητους τους ασθενείς αυτούς σε περίπτωση που παρουσιαστεί ανάγκη εντός του τακτικού ωραρίου. Στην περίπτωση αυτή, θα θέλαμε να μας εξηγήσει ο αρμόδιος Υπουργός ποιος θα φέρει την ευθύνη αποζημίωσης των ασθενών αυτών λόγω πράξεων ή παραλείψεων του προσωπικού του νοσοκομείου). Με την προτεινόμενη ρύθμιση, το Κράτος ουσιαστικά απεμπολεί τον ρόλο του ως εγγυητή του κοινωνικού κράτους δικαίου, καθώς, αντί να στελεχώσει το δημόσιο σύστημα υγείας με μόνιμο προσωπικό ώστε να γίνεται πλήρης εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του ακόμα και εκτός του τακτικού ωραρίου, αρκείται απλώς στην «ενοικίαση» των δημόσιων υποδομών υγείας στον ιδιωτικό τομέα, με απώτερο στόχο, όπως όλα δείχνουν, να οδηγηθούμε σταδιακά στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας και στην κατάργηση του Ε.Σ.Υ. Όπως ουσιαστικά παραδέχεται και η Κυβέρνηση στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, δεν υπάρχει πλέον λόγος να προβεί σε νέες προσλήψεις ιατρικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, καθώς οι ιδιώτες ιατροί «αποτελούν νέο επαρκές και ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό που θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση του δημόσιου συστήματος υγείας». Δεν είναι, δε, καθόλου προφανές ότι οι ιδιώτες ιατροί που θα συνεργάζονται με δημόσια νοσοκομεία «θα συμβάλλουν με την εμπειρία τους στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στους πολίτες», καθώς η «συμβολή» αυτή θα γίνεται επί πληρωμή, αποκλειστικά με όρους ιδιωτικής οικονομίας.
Δεύτερον, η διάταξη του άρθρου 1 της τροπολογίας αντίκειται στην αρχή της ισότητας και τον σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος αντίστοιχα. Η παροχή της δυνατότητας χρήσης των υποδομών και του προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων σε ιδιώτες ιατρούς, ακόμη και εκτός του τακτικού ωραρίου, πρόκειται να δημιουργήσει ένα αδιανόητο σύστημα δύο ταχυτήτων εντός του ίδιου νοσοκομείου, το οποίο πλέον μόνο εν μέρει θα λειτουργεί ως δημόσιο νοσοκομείο. Παρόλο που θα γίνεται χρήση κρατικών δομών υγείας, στην κάλυψη του κόστους των οποίων συνέδραμαν και συνδράμουν όλοι οι πολίτες ως φορολογούμενοι και ασφαλισμένοι, μέσω της προτεινόμενης ρύθμισης προτεραιότητα θα δίνεται, πλέον, κατ’ουσίαν σε ασθενείς που μπορούν να καλύψουν το επιπλέον κόστος που θα συνεπάγεται η ταχεία και «ποιοτική» παροχή υπηρεσιών υγείας εντός του δημόσιου νοσοκομείου από ιδιώτες ιατρούς. Καθώς, δε, οι ιδιώτες ιατροί θα αποζημιώνουν το προσωπικό για τις υπηρεσίες που θα παρέχουν στους «πελάτες» τους, δεν είναι καθόλου απίθανο και το ίδιο το προσωπικό, κατά παράβαση των καθηκόντων του, να «προτεραιοποιήσει» τους ασθενείς αυτούς εις βάρος των ασθενών του «συστεγαζόμενου» δωρεάν δημόσιου νοσοκομείου. Αυτή η de facto προτεραιοποίηση ασθενών σε κρατικές δομές υγείας αποκλειστικά βάσει των οικονομικών τους δυνατοτήτων, πέραν των ηθικών ζητημάτων που θέτει, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας και τον συνταγματικά επιβεβλημένο σεβασμό στην αξία του ανθρώπου.
Τρίτον, η διάταξη του άρθρου 1 της τροπολογίας καταστρατηγεί το άρθρο 103 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η απασχόληση στον δημόσιο τομέα οφείλει να γίνεται κατ’ αρχήν από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν τον Λαό. Εν προκειμένω, μέσω της διάταξης αυτής, η Κυβέρνηση αποπειράται να καλύψει τις ανάγκες των δημόσιων νοσοκομείων σε μόνιμο ιατρικό προσωπικό μέσω της παροχής δυνατότητας σε ιδιώτες ιατρούς να παρέχουν υπηρεσίες επί πληρωμή κάνοντας χρήση δημόσιων υποδομών και προσωπικού. Όπως αναλύθηκε ήδη ανωτέρω και παραδέχεται και η ίδια η Κυβέρνηση στην αιτιολογική έκθεση της διάταξης, δεν πρόκειται παρά για απόπειρα κάλυψης των τεράστιων αναγκών των δημόσιων νοσοκομείων σε ιατρικό προσωπικό μέσω ιδιωτών. Ωστόσο, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι κρατικές υπηρεσίες στελεχώνονται, κατ’ αρχήν, με μόνιμο προσωπικό που υπηρετεί με δημοσιοϋπαλληλική σχέση, φέροντας, έτσι, και όλες τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα αλλά και τα ασυμβίβαστα που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος, και μόνο κατ’ εξαίρεση δύναται να καλύπτονται οι ανάγκες αυτές από προσωπικό που υπηρετεί με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Ακόμα, δε, και στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι υπάλληλοι αυτοί συνδέονται άμεσα με το Δημόσιο, φέροντας και (σχεδόν) όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα και υπαγόμενοι σε όλα τα ασυμβίβαστα ενός μόνιμου δημοσίου υπαλλήλου. Αντιθέτως, με την υπό εξέταση ρύθμιση ελλείπει πλέον κάθε κίνητρο να προσλάβει το Δημόσιο – προσωρινό ή μόνιμο – ιατρικό προσωπικό για τη στελέχωση των δημόσιων νοσοκομείων, Επιπλέον, η πρόβλεψη περί απασχόλησης του υφιστάμενου προσωπικού εκτός του ωραρίου του, με τη λήψη επιπρόσθετης αμοιβής για τις υπηρεσίες του έρχεται σε αντίθεση με την υποχρέωση αποκλειστικής απασχόλησης των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, δύναται να γεννήσει συγκρούσεις συμφερόντων, αλλά και να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου για πράξεις ή παραλείψεις του προσωπικού αυτού που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των νεών τους δραστηριοτήτων εντός του δημόσιου νοσοκομείου, είτε εκτός είτε και εντός ωραρίου.
Τέταρτον, ακόμη κι αν η παροχή σε ιδιώτες ιατρούς της δυνατότητας χρήσης των υποδομών των δημόσιων νοσοκομείων ήταν καθαυτή σύμφωνη με το Σύνταγμα, η πρόβλεψη, εν προκειμένω, της έναρξης συνεργασίας με μόνη την άδεια του Διοικητή του οικείου νοσοκομείου, δίχως την προηγούμενη διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας, αντίκεται στην αρχή της ισότητας και στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος αντίστοιχα. Η μη πρόβλεψη απευθείας από τη νομοθετική διάταξη διαφανών και εκ των προτέρων σαφώς καθορισμένων κριτηρίων ανάθεσης και η πρόβλεψη, αντιθέτως, περί απευθείας ανάθεσης των αδειών σε ιδιώτες ιατρούς με μόνη την απόφαση του Διοικητή του νοσοκομείου δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα ασφάλειας δικαίου, μη πληροφορώντας εκ των προτέρων τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες ιατρούς με ποιον τρόπο θα λάβει χώρα η σχετική επιλογή και ποια θα είναι τα αποφασιστικά κριτήρια λήψης της σχετικής άδειας, ώστε αφενός να έχουν ισότιμη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία και αφετέρου να μπορούν να ελέγξουν, σε επόμενη φάση, αν ορθώς απορρίφθηκε το σχετικό τους αίτημα. Αν ληφθεί, δε, υπόψη και η πεπερασμένη διαθεσιμότητα υποδομών και προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων, οι άδειες αυτές θα πρέπει να είναι περιορισμένες, γεγονός που, ως εκ τούτου, θα τις καταστούσε περιζήτητες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και με το ότι οι ιδιώτες ιατροί θα καταβάλλουν αποζημίωση για την χρήση των υποδομών και την απασχόληση του προσωπικού, θα επέβαλε τη θέσπιση μιας επαρκώς ανταγωνιστικής διαδικασίας για την ανάθεσή των σχετικών αδειών, η οποία θα διασφάλιζε την ισότιμη συμμετοχή των ενδιαφερομένων σε αυτήν και θα απέφερε το μέγιστο δυνατό όφελος στο δημόσιο νοσοκομείο.
Για τους ανωτέρω λόγους, θεωρούμε πως η προτεινόμενη τροπολογία – προσθήκη είναι προδήλως αντισυνταγματική. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής αποτέλεσε τον εμπνευστή και τον διαχρονικό μεταρρυθμιστή του Ε.Σ.Υ. και θα σταθούμε εμπόδιο σε οποιαδήποτε απόπειρα υποβάθμισής του, καθώς και σε ρυθμίσεις που, όπως εν προκειμένω, καθιστούν το δημόσιο σύστημα υγείας επιχείρηση εκμίσθωσης ιατρικών υποδομών, πλήττοντας έτι περαιτέρω το κοινωνικό κράτος και στοχεύοντας, εν τέλει, στην πλήρη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας».