Από την ψήφισή της στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου έως σήμερα, Δευτέρα, που έληξε η προθεσμία εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η επιστολική ψήφος συνοδεύτηκε από διάφορα γεγονότα.
Γεγονότα που άλλοτε κινήθηκαν στη σφαίρα του ευτράπελου και άλλοτε σε εκείνη του παράδοξου και που πάντως υπονόμευσαν ένα μέτρο που στις ώριμες δημοκρατίες δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από μια ψηφιακή διευκόλυνση στην εκλογική διαδικασία.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, αρνήθηκε κατά την ψηφοφορία την επέκταση του μέτρου στις εθνικές εκλογές για να δηλώσει όμως στη συνέχεια ο αρχηγός του υπέρμαχος κάνοντας λόγο για «μεγάλη αδικία».
Η κυβέρνηση και το υπουργείο Εσωτερικών, από την πλευρά τους, άφησαν εκτεθειμένο το μέτρο στην αρνητική προπαγάνδα με τη διαρροή των ηλεκτρονικών διευθύνσεων ψηφοφόρων από εκλογικούς καταλόγους που ουδεμία σχέση είχαν με την επιστολική ψήφο ούτε ως προς τον χρόνο ούτε ως προς τον τόπο.
Η κατά το υπουργείο «φερόμενη διάρρηξη» στο γραφείο στελέχους του υπουργείου, το αντικείμενο του οποίου σχετίζεται με τις εκλογές, ήρθε απλώς να εντείνει την καχυποψία.
Πέρα από τα ερωτήματα που προκαλεί η τελευταία αυτή υπόθεση, θα ανέμενε κανείς μια εντελώς διαφορετική στάση από τις πολιτικές δυνάμεις, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η πραγματικά σοβαρή δοκιμασία ή και απειλή για την κάλπη προέρχεται από την αποχή των ψηφοφόρων.
Καμία νοθεία δεν απειλεί τις εκλογές για να χρειάζεται ειδικό τάγμα «διεθνών παρατηρητών», όπως προτάθηκε από επίδοξο πρωθυπουργό. Ούτε κάποιος ψηφιακός «Βελζεβούλ» μπορεί να αφαιρεί ψήφους από τον έναν για να τις προσθέτει στον άλλον.
Τα κόμματα δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι αντλούν τη νομιμοποίησή τους από τη λαϊκή ψήφο. Και αυτή συναρτάται άμεσα με τη συμμετοχή.
Τα παιχνίδια με την επιστολική ψήφο – σε πείσμα των οποίων πολλοί πολίτες γράφτηκαν στους καταλόγους – έχουν μόνο χαμένους.