Με τον άρτι ψηφισθέντα νόμο 5104/2024 θεσπίστηκε ο αναμορφωμένος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), ο οποίος παρ’ όλα αυτά δεν επιφέρει ριζικές μεταβολές, αλλά υιοθετεί εν πολλοίς και επαναλαμβάνει τις ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4987/2022 και στον οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις των άρθρων 1-72 του ν. 4174/2013.
Ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας καίτοι περιορίζεται σε σημειακές αλλαγές (π.χ. οίκοθεν προσδιορισμός φόρου, τήρηση ψηφιακού αρχείου, δυνατότητα αποδοχής πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, με σκοπό τη μείωση των σχετικών προστίμων κτλ.) και στην παρούσα τουλάχιστον φάση δεν επεκτείνεται σε τροποποιήσεις ως προς το είδος των παραβάσεων και το ύψος των προστίμων, εν τούτοις διατηρεί ακέραια τη δεσπόζουσα θέση στο πλέγμα επίλυσης των εν ευρεία και εν στενή εννοία φορολογικών διαφορών.
Άλλωστε, οι τελευταίες αποτελούν τον πολυπληθέστερο όγκο των διοικητικών διαφορών και συγκεντρώνουν αυτονοήτως το υψηλότερο ενδιαφέρον φυσικών και νομικών προσώπων, που επηρεάζονται άμεσα και καθημερινά, ειδικότερα δε εξαιτίας της ταχείας διείσδυσης και εμπέδωσης του ψηφιακού μετασχηματισμού, των νέων τεχνολογιών και της επί θύραις τεχνητής νοημοσύνης στην φορολογική καθημερινότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταβολής, προϊόντος του χρόνου, του τρόπου επίλυσης των φορολογικών διαφορών αποτελεί και το αναριθμημένο άρθρο 75 του νέου ΚΦΔ, του οποίου η ισχύς άρχεται από 01/10/2024, και εν ολίγοις προβλέπει τη δυνατότητα μείωσης του φορολογικού καταλογισμού κατά ποσοστά, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποδεχτεί «εθελοντικά» την κύρια οφειλή του. Το ποσοστιαίο ύψος της μείωσης του προστίμου θα καθορίζεται αναλόγως του χρονικού σταδίου της αποδοχής του από τον φορολογούμενο.
Το κανονιστικό πλέγμα, ωστόσο, ακόμα και μετά την θέσπιση του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας σε συνδυασμό με ειδικότερες διατάξεις, για την αμφισβήτηση των φορολογικών καταλογισμών καθώς και για την εξώδικη και δικαστική επίλυση των φορολογικών διαφορών, συναντά τις δικές του ιδιαιτερότητες και παραμένει πεδίο διαρκούς και έντονης διαπάλης μεταξύ φορολογικής διοίκησης και φορολογουμένων.
Ο λυσιτελής και αποτελεσματικός χειρισμός μιας φορολογικής υπόθεσης αντιμετωπίζει πολυεπίπεδες προκλήσεις. Άλλωστε, χιλιάδες φυσικά και νομικά πρόσωπα έχουν κληθεί να εναρμονιστούν με το θεσπισθέν πλαίσιο εισαγωγής νεότευκτων λογιστικών και φορολογικών θεσμών και εργαλείων, το οποίο σε συνδυασμό με την μετ’ επιτάσεως εξαγγελθείσα πρόθεση αύξησης των ποσοστών εισπραξιμότητας και εν τέλει των εισπραττόμενων εσόδων από τη διενέργεια των ελέγχων, καθιστούν εκ προοιμίου την άμεση αντιμετώπιση φορολογικών υποθέσεων μία αναπόδραστη πραγματικότητα.
Ήδη από το κρίσιμο στάδιο της υποβολής των απόψεων του φορολογουμένου επί του Σημειώματος Διαπιστώσεων Ελέγχου, αλλά και από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, την αίτηση ακύρωσης πράξης προσδιορισμού φόρου, όσο, φυσικά, και από την προσφυγή, την ανακοπή και τα λοιπά ένδικα μέσα ενώπιον
του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου μέχρι και την αναίρεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας ως και εν τέλει την ενεργοποίηση επιλογών εξωδικαστικής επίλυσης.
Ο πλήρης διοικητικός και δικονομικός χειρισμός των φορολογικών υποθέσεων έχει αποκτήσει πλέον κεφαλαιώδους σημασία χαρακτήρα και αποτελεί την εγγύηση και το θεσμικό αντίβαρο των φορολογούμενων για τη νομική τους προστασία και εξασφάλιση απέναντι σε συνέπειες που επηρεάζουν με τρόπο, σφοδρό πολλές φορές, τον οικονομικό και κοινωνικό τους βίο.
Ο Γεώργιος Λ. Κωνσταντόπουλος είναι Δικηγόρος Αθηνών και LL.M Φορολογικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών (Σόλωνος 43-Κολωνάκι, gkonstantop.law@gmail.com)