Το 3% των δημοσκοπήσεων είναι το τίμημα της Νέας Αριστεράς στον Κασσελάκη και στον Μινώταυρο του διαδικτύου. Αναμενόμενο, αφού η Αριστερά επί Τσίπρα αποδέχτηκε την «πολιτική που κερδίζουν όλοι» (win-win politics) πιστεύοντας ότι θα ευνοηθεί. Εξ ου κι ο Καμμένος της.
Το 2019 όμως, η Αριστερά έχασε για μία ακόμη φορά. Όχι στην Βάρκιζα. Έχασε ωστόσο και τρίτη φορά, το καλοκαίρι του 2023 με τον Κασσελάκη και το TikTok. Αντιλήφθηκε την Παγκοσμιοποίηση ως αναγκαία εφαρμογή της τεχνολογικής επανάστασης στην οποία επιδίδεται πλέον και ο Μητσοτάκης. Δεν είχε διαβάσει τον Αντρέ Γκορζ. Δεν θέλησε να αυτοκτονήσει μαζί του. Επέζησε σαν βρυκόλακας. Υπό το πρόσχημα της «Δημοκρατικής Συμμαχίας», ο Τσίπρας βγήκε από το κομμουνιστικό του DNA χωρίς να λάβει υπόψη του τα ιδανικά που είχαν προκαλέσει την τότε κοσμογονία. Τα άφησε για τον Λαφαζάνη και τις αυταπάτες του με τον Πούτιν. Κράτησε όμως τα κατάλοιπα. Δηλαδή τη γραφειοκρατία, την ίντριγκα και τον αρχηγισμό.
Δεν κατάλαβε επίσης το ιστορικό κύμα από το οποίο αναδύεται ο Homo Deus μαζί με τις νέες δυνάμεις δημιουργίας και καταστροφής. Ο τέως πρόεδρος του Σύριζα δεν χρειάστηκε να εκτελέσει ούτε τον Μπουχάριν ούτε τον Κάμενεφ. Τους έβγαλε απλώς από το κάδρο και στη θέση του Σακελλαρίδη έβαλε τον Παππά. Το αποτέλεσμα; Η νεο-φιλελεύθερη ηγεμονία του Μητσοτάκη. Λανσάρισε πρώτος τη «συμπερίληψη» με τα πρωτοπαλίκαρα του ΠΑΣΟΚ, τον Χρυσοχοΐδη και τον Φλωρίδη. Εάν το ποσοστό του πέσει σε βαθμό που χρειαστεί να συγκυβερνήσει, θα επιλέξει ως εταίρο του τον Κασσελάκη γιατί ο Ανδρουλάκης έχει προφορά.
Η Νέα Αριστερά, εάν μπει στη νέα Βουλή, θα έρθει αντιμέτωπη με τα ελαττώματα της συναινετικής πολιτικής που πάει να λανσάρει με δικολαβίες ο Βορίδης. Εκτός κι αν στραβοκοιτάξει προς τον Ανδρουλάκη και si non è vero è ben trovato. Προηγουμένως όμως, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει το ζεύγμα «φίλος ή εχθρός», όχι με τον τρόπο του Καρλ Σμιτ (ή του Κουτσούμπα) αλλά του μαρξιστή Τσακαλώτου. Ο καπιταλιστής είναι ο αντίπαλος και εάν δεν είναι εχθρός, δεν εξυπακούεται ότι είναι φίλος. Είναι μήπως προτιμότερο η Νέα Αριστερά να αγωνιστεί για την εξωκοινοβουλευτική τουλάχιστον καταξίωσή της; Διότι το να γυρίσει σπίτι της αποκλείεται. Τα στελέχη της, ακόμα κι αν δεν είναι παιδιά του κομματικού σωλήνα, είναι εξαρτημένα από την πολιτική. Οπότε ποιο ΟΚΑΝΑ; Επιστροφή στα «Φαντάσματα του Μάρξ»; Ναί, για να ξέρουμε «ποιός είναι θαμμένος πού», και γιά να βεβαιωθούμε «ότι ο νεκρός παραμένει στα λείψανά του», οχι ακριβώς όπως ο Τσίπρας . Επιστροφή στην νοημοσύνη λοιπόν, όχι στην αδρεναλίνη.
Παρατηρούμε ότι «αντί τα διακυβεύματα που υπαινίσσονται η Αριστερά και η Δεξιά να έχουν χάσει τη σημασία τους, παραμένουν πιο επιτακτικά από ποτέ. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια πολιτική πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, αλλά μια νέα πολιτική της Αριστεράς που θα μας δίνει τη δυνατότητα να αντικρίσουμε τις νέες προκλήσεις».
Φοβούμαι ότι αυτή η προτροπή της Σαντάλ Μουφ σε κείμενό της, στον τόμο «Η πολιτική σήμερα – Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του», που συμπεριελάμβανε τις εργασίες ενός διεθνούς συνεδρίου για τα 20 χρόνια από την αυτοκτονία του Πουλαντζά στο Παρίσι, δεν έχει ακόμη εισακουστεί.
Ξεφυλλίζοντας σήμερα αυτόν τον τόμο, που εκδόθηκε το 2001, βλέπω και τη δική μου συμβολή στη μνήμη του Νίκου με τίτλο «Η Αριστερά διορίζεται». Και μοιάζει σαν να προεξοφλούσα -επειδή κάθε διορισμός συνεπάγεται και απόλυση- τι θα γινόταν το 2015 με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία έως και τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα προοδευτική συρρίκνωσή του.
Αναρωτιόμουν και τότε, πού βρίσκεται η Αριστερά από απόψεως διορισμού και ορισμού. Ποια ήταν πριν διοριστεί και πριν αναπροσδιοριστεί επί Τσίπρα; Διότι τότε όλοι περιμέναμε την Αριστερά να μας προσδιορίσει και τώρα που τα παιχνίδια έγιναν με μια επιπλέον πρόθεση («ανά»), αναπροσδιοριζόμαστε. Αλλά από τα καζίνα και τους γκρουπιέρηδες. Και επειδή η επαγγελία της Αριστεράς (η επανάσταση) δεν έχει ακόμα συμβεί και διότι μιλούσαμε μεσσιανικά γι’ αυτήν σαν να είχε ήδη συμβεί, δεν είχαμε διανοηθεί το limit down της.
Να διανοηθούμε τι; Όχι φυσικά το τέλος της ιστορίας αλλά ότι οι αριστεροί πολιτικοί και η αριστερή πολιτική αποδέχτηκαν την οικονομία της αγοράς που έχει ως ιδανικό της έναν γκρουπιέρη. Ποιος θεωρητικός της Αριστεράς θα αναλάβει να επισήσει τον κίνδυνο της αυτογνωσίας της; «Έχουμε διατρέξει σχεδόν τα πάντα. Αυτό που είναι ακόμα να ‘ρθει δεν μας ξαφνιάζει, επειδή έχουμε σκεφτεί όλα τα ενδεχόμενα. Όποιος έκανε τόσα πολλά λάθη και ενόχλησε και κατέστρεψε και εκμηδένισε και τυραννήθηκε και μελέτησε και συχνά διαλύθηκε, ο ίδιος θα απατηθεί στο μέλλον και θα κάνει πολλά λάθη και θα εκνευριστεί και θα ενοχληθεί και θα καταστραφεί».
Αυτά τα λόγια του Μπέρνχαρντ ισχύουν και σήμερα. Σαραντατρία χρόνια μετά την αυτοκτονία του Πουλαντζά δεν νομίζω ότι σφάλλω εάν ισχυριστώ πως θα έπρεπε εμείς οι επιζώντες φίλοι του να έχουμε αλλάξει επάγγελμα, μια που δεν αυτοκτονούμε. Όχι επειδή τα έχουμε πει όλα, αλλά διότι προσδιορισμένοι οι περισσότεροι από την Αριστερά -επαγγελματίες καθηγητές ή διανοούμενοι- μόνον ως ανεπάγγελτοι, δηλαδή αδέσμευτοι από διορισμούς και προσδιορισμούς μπορούμε να σκεφτούμε ότι η Αριστερά υπάρχει μόνον εφόσον έχει λόγους να υπάρχει.
Μακάρι η Νέα Αριστερά να τους βρει. Διότι ενώ αναγνωρίζω ως αυτονόητη την αποχώρηση των στελεχών της από το κόμμα του Κασσελάκη -που αναδείχθηκε ωστόσο από το κόμμα τους- είμαι επιφυλακτικός ως προς την ικανότητά της να παράγει νέες ιδέες.
Το να ορίζεται το Κράτος ως “ολική συμπύκνωση συσχετισμού δυνάμεων” δεν αρκεί με τα νέα εξωγενή δεδομένα ούτε “οι κομμουνιστές με την ιδιότητα του πολίτη βρίσκονται πάντοτε εδώ” όπως έλεγε τότε ο Μπαλιμπάρ. Άλλα είναι τα διακυβεύματα. Πώς θα εξουδετερωθεί ένα διάγραμμα εξουσίας που ρυθμίζεται με βάση παραγγέλματα και αλγορίθμους όχι με τον παλαιό τρόπο της “αντίστασης” και της “αντεπίθεσης” αλλά με νέους τρόπους σκέψης (τεχνητής νοημοσύνης και νοημοσύνης) που σκάβει λαγούμια διαφυγής στο καφκικό “κτίσμα”. Έχουμε εγκλωβιστεί γιατί γουστάρουμε;
Υ.Γ. Ναι. Διότι γουστάρουμε τα εφαρμοστά του Κασσελάκη επειδή δεν μπορούμε να τα φοράμε εμείς. Ναι. Διότι οι ψηφοσυλλέκτες που μας προτείνουν τα κόμματα για τις Ευρωεκλογές, είναι οι ρακοσυλλέκτες που καταντήσαμε.
Ναι. Διότι τα 57 χρόνια από την 21η Απριλίου μας φαίνονται πιο πολλά από την εν Σαλαμίνι ναυμαχία της δοτικής του Άδωνη στο πάνελ που την πουλάει όσο όσο. Ναι. Γιατί το «όχι» μας, ισχύει μόνον ως ένα «όχι, παίζουμε».
Ε’, και; Παίζουμε για πλάκα. Όμως τα πράγματα είναι όσο ποτέ άλλοτε σοβαρά γιατί έπαψαν να είναι πράγματα. Διότι, στα σοβαρά μας παίζουν οι άλλοι.