Όλα ξεκινούν με ένα χαστούκι ή με έναν δημόσιο προπηλακισμό στον οποίο δεν δίνουμε μεγάλη σημασία. Κατόπιν έρχεται η βία του λόγου, η προσπάθεια νοηματοδότησης της προσβολής του άλλου. Ο λόγος είναι ισχυρότατο όπλο, απελευθερώνει και νομιμοποιεί τα σκοτάδια της κοινωνίας, προτού βγουν στους δρόμους και στις πλατείες των αγανακτισμένων. Το επόμενο στάδιο είναι η ωμή βία.
Το έργο το ζήσαμε το 2010 και τότε το πολιτικό σύστημα ενοχικό από τα αποτελέσματα της χρεοκοπίας δεν αντέδρασε, αποδέχθηκε τη βία και την υπονόμευση της δημοκρατίας ως δίκαιη τιμωρία του.
Μετά τα τελευταία επεισόδια επιθέσεων σε πολιτικούς μέσα σε εκκλησίες, με αφορμή τον νόμο για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, βλέπουμε τα «προσεχώς» ενός ριμέικ. Ο λόγος υπάρχει, είναι η «προσβολή» της χριστιανικότητας και της οικογένειας -η πατρίδα δεν απουσιάζει διότι νοερά εγκιβωτίζεται σε κάθε διαταραγμένη κατάσταση, είναι η υπέρτατη δικαιολόγηση της- και κάπως έτσι ξαναφουντώνει ο φασισμός. Με μια ψευδεπίγραφη χριστιανικότητα, με έναν κίβδηλο πατριωτισμό, με το θράσος της διαστρέβλωσης των νοημάτων των λέξεων.
Τώρα, βρισκόμαστε σε μια άλλη φάση. Η οικονομική κρίση ωρίμασε την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Η Χρυσή Αυγή είναι στη φυλακή καταδικασμένη ως εγκληματική οργάνωση και οι «Σπαρτιάτες» ψυχορραγούν στον Άρειο Πάγο. Η Νίκη είναι κάτι διαφορετικό, έχει στο γονιδίωμά της τη μισαλλοδοξία που ονομάζει χριστιανική, αλλά καμία σχέση δεν έχει με τα χριστιανικά πιστεύω. Είναι, όμως, μια μισαλλοδοξία που την έβαλε στη Βουλή, έδωσε υπόσταση στα στρεβλά πιστεύω των οπαδών της και μετέτρεψε τη γλώσσα και το χέρι τους σε όπλο κατά των αντιπάλων.
Η επίσκεψη, την Τρίτη, του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου στον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Κυριάκο Πιερρακάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί εθιμοτυπική, καθώς πραγματοποιείται λίγο πριν το Πάσχα. Θα μπορούσε στη δεδομένη συγκυρία να γίνει και συμβολική, να σημάνει την καταλαγή ενόψει της μεγάλης γιορτής της Ορθοδοξίας. Η «νέκρωση του θανάτου», μέσω της θυσίας και της ανάστασης του Ιησού, δεν μπορεί να συμβαδίζει με τη «νέκρωση του ανθρώπου», έστω και τη φαντασιακή.
Η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου στα επεισόδια κατά πολιτικών ήταν αυτή που αρμόζει σε έναν ποιμενάρχη. «Η Εκκλησία είναι αγάπη», δήλωσε, «δεν εκδικείται» και απέδωσε τα περιστατικά στην παιδεία του καθενός και στη επίδραση μερικών ανθρώπων, οι οποίοι, όπως είπε, εκλαμβάνουν πολλά πράγματα της Εκκλησίας σαν εκδίκηση. Μένει στο πολιτικό σύστημα να διατηρήσει το δημοκρατικό κεκτημένο και για αυτό δεν αρκούν μόνο οι δηλώσεις καταδίκης, είναι και οι πολιτικοί υπό μία έννοια ποιμενάρχες. Έχουν ευθύνη να καθοδηγήσουν την κοινωνία.