Με κοίταζαν τα μάτια τους. Αν ο Δημήτρης Βεριώνης έγραφε ένα τραγούδι αφιερωμένο στη μνήμη των θυμάτων της επταετούς δικτατορίας, αυτός θα ήταν ο τίτλος που θα επέλεγε. Τίτλος για μάτια υγρά και σιωπηλά. Μάτια ασάλευτα, αλλά επίμονα, βαθιά και διαπεραστικά μέσα από ασπρόμαυρα, μα ολοζώντανα φωτογραφικά καρέ που τον παρακίνησαν να διεισδύσει σ’ ένα ανεξερεύνητο και δυσπρόσιτο τμήμα της ιστορίας.
«Ίσως αυτό να είναι ό,τι σκεφτόμουν από την πρώτη στιγμή που στον μουσειακό χώρο του ΣΦΕΑ είδα τις φωτογραφίες προσώπων που δεν γνώριζα πως ήταν θύματα και το τι είχε συμβεί στις ζωές τους», ομολογεί στο Βήμα ο συγγραφέας του βιβλίου «Θάνατοι στη Χούντα». Ένα βιβλίο – προσωπικό πόνημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τόπος» μέσα στον Μάρτιο και στις περισσότερες από 800 σελίδες του αποπειράται να συνθέσει εξ αρχής μία προς μία όσες ιστορίες έχουν ταυτιστεί, επίσημα ή ανεπίσημα, με τη δράση του καθεστώτος και των κατασταλτικών μηχανισμών του.
Την 21η Απριλίου του 1967, ξημερώματα Παρασκευής τότε, το στρατιωτικό πραξικόπημα οργανωμένο εκ της τριανδρίας των Γ. Παπαδόπουλου, Στ. Παττακού και Νικ. Μακαρέζου ανέτρεπε την κυβέρνηση Κανελλόπουλου, κατέλυε τη δημοκρατία κι αναλάμβανε εν μια νυκτί την εξουσία.
Από το 1967 στα 57 χρόνια αργότερα. Όσα ακριβώς συμπληρώνονται σήμερα, Κυριακή (21/4), από την επιβολή της χούντας και του στρατιωτικού νόμου σε όλη τη χώρα. Μια ζοφερή, η αναμφίβολα πιο σκοτεινή, περίοδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είχε μόλις αρχίσει. Και θα άντεχε, με νέα μορφή υπό τον Δ. Ιωαννίδη, ως τον Ιούλιο του 1974.
Ο Δημήτρης Βεριώνης είναι απόφοιτος των τμημάτων Ελληνικός Πολιτισμός και Ευρωπαϊκός Πολιτισμός του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, όπως και της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Αυτοδιοίκησης. Αρθρογράφος, πρώην αρχισυντάκτης περιοδικού, πρόεδρος οργανισμού και εν ενεργεία τραγουδοποιός, επιχείρησε μέσα από την ολοκλήρωση μιας δεκαετούς έρευνάς του, φτάνοντας νοητά ή δια ζώσης «από τον Έβρο ως την Κρήτη», να προσδώσει υπόσταση κι οντότητα στα -γνωστά κι άγνωστα- πρόσωπα που τυραννήθηκαν κατά τη διάρκεια του καθεστώτος χάνοντας εν τέλει τη ζωή τους.
Ο πυρήνας της σκέψης του αποκρυσταλλωμένος, διαφανής, απόλυτος. «Να τιμηθούν τα θύματα, να δικαιωθούν οι οικογένειές τους, να γνωρίσουμε καλύτερα την ιστορία».
«Η πλειονότητα των θυμάτων ήταν κάτω των 40 ετών»
Βέβαια, όπως μάς εξηγεί ο συγγραφέας «είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ακριβώς ο αριθμός θανάτων. Οι επίσημα αναγνωρισμένοι δεν υπερβαίνουν τους σαράντα. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι και πώς έχει συμβεί». Είναι εκείνες οι εξακριβωμένες δολοφονίες που συντελέστηκαν στα χρόνια της δικτατορίας και δεν επιδέχονται, πλέον, αμφισβήτηση.
Από την άλλη δεν λείπουν ύποπτοι θάνατοι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την αντιδικτατορική δράση των θυμάτων, με τα βασανιστήρια στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας ή στα διαβόητα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, με τις ξαφνικές εξαφανίσεις.
Σε τέτοιες μαύρες και πένθιμες λίστες ελάχιστη σημασία έχει η ταυτότητα των θυμάτων, αλλά πληροφοριακά «η συντριπτική πλειονότητα των θανάτων αφορούσε άνδρες». Ηλικιακά δε επρόκειτο κυρίως για άτομα «κάτω των 40 ετών», αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις όσων έχασαν τη ζωή τους από τις σφοδρές κακουχίες στην εξορία. Τα νησιά του μαρτυρίου, τα περιβόητα «διαβολονήσια», μυρίζουν ακόμη το ποτισμένο αίμα τους.
«Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιόδου. Είναι περιπτώσεις θανάτων που αμφισβητήθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης από το οικογενειακό, το οικείο περιβάλλον των νεκρών. Αμφισβητήθηκε δηλαδή η αιτία του θανάτου τους. Στο βιβλίο μου έχω συγκεντρώσει όλες τις περιπτώσεις θανάτων για τις οποίες είτε ευθυνόταν είτε κατηγορήθηκε το καθεστώς της χούντας».
«Ήθελα να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και τι τους συνέβη»
Στο σύνολό τους, μας πληροφορεί ο κ. Βεριώνης είναι «247 επώνυμες περιπτώσεις», οι οποίες συμπληρώνονται από «ανώνυμες που έχουν καταγραφεί ή άλλες φημολογούμενες χωρίς περαιτέρω στοιχεία». Ούτε μία εξ όσων καταπιάστηκε δεν έμεινε εν τέλει εκτός περιεχομένου. Αντιθέτως ό,τι κι αν «βρήκα είτε στην αρθρογραφία της Μεταπολίτευσης και στη βιβλιογραφία είτε στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων κατά τη Μεταπολίτευση, στον αντιστασιακό Τύπο του εξωτερικού και στον παράνομο της Ελλάδας κατά την περίοδο της δικτατορίας τα συμπεριέλαβα, προσπαθώντας κατά περίπτωση να έρθω σε επαφή με ζώντες συγγενείς».
Απλώς την ίδια στιγμή, προσθέτει πως, «υπήρξαν περιπτώσεις για τις οποίες δεν κατάφερα να διασταυρώσω τα ονόματα που έβρισκα. Για παράδειγμα, εκτός από τους 24 επίσημα επιβεβαιωμένους νεκρούς του Πολυτεχνείου και κάποιες ακόμα υποθέσεις που επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια, υπάρχουν και πολλά άλλα φημολογούμενα ονόματα που προσπάθησα να βρω αν αντιστοιχούν σε αληθινά πρόσωπα ή έστω σε κάποια πληροφορία χωρίς πάντα να βγάλω άκρη».
Τα εμπόδια που υψώθηκαν κατά την επίπονη και μακρά διαδικασία δεν έκαμψαν την επιθυμία του κ. Βεριώνη να κλείσει τον μεγάλο αυτόν κύκλο και να ολοκληρώσει το έργο του. «Δεν υπήρξε κάποια στιγμή που να σκεφτώ να διακόψω», αποκρίθηκε με ειλικρίνεια παραμένοντας επίμονος από την πρώτη ως την τελευταία μαρτυρία.
«Η Μεταπολίτευση ήταν απρόθυμη να συνεχίσει την έρευνα»
Εξήγησε άλλωστε πως «θέλησα ν’ ασχοληθώ ακριβώς επειδή δεν έβρισκα τις πληροφορίες που αναζητούσα. Περιπτώσεις που αναφέρω είτε υπήρχαν ως απλές ονομαστικές καταγραφές είτε καθόλου. Αντίστοιχα για άλλες, επιβεβαιωμένες, τα στοιχεία ήταν πολύ λίγα. Ήθελα να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι τους συνέβη, γιατί απλώς καταγράφονταν ονομαστικά ως πιθανά θύματα. Από την ώρα που μπήκα στη διαδικασία, ήθελα να ολοκληρωθεί η έρευνα ή τουλάχιστον να φτάσει στο σημείο έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ανοίγει πλέον η κουβέντα».
Γι’ αυτό και ευχήθηκε εφεξής «ν’ ανοίξει και σε θεσμικό επίπεδο αυτή η συζήτηση, από τα ‘εργαλεία’ του κράτους» Θα ήθελε να είναι «κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης». Παραδόξως δεν συνέβη ποτέ και οι απορίες για τους λόγους δεν εκλείπουν μέχρι σήμερα, έξι δεκαετίες αργότερα.
«Όπως τουλάχιστον κρίνω εγώ, η Μεταπολίτευση ήταν σχετικά απρόθυμη – ή πολύ απρόθυμη να συνεχίσει την έρευνα για όλα αυτά. Ουδείς ασχολήθηκε με τις περιπτώσεις των ύποπτων θανάτων και πολλά πράγματα έμειναν στο σκοτάδι. Αγνοήθηκαν κι έπεσαν στο κενό οι προσπάθειες που έκαναν τόσο η Προοδευτική Ένωση Μητέρων Ελλάδος όσο ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών και η δικηγόρος Φιλάνθη Ψυρρή καταθέτοντας μηνύσεις ‘κατ’ αγνώστων αυτουργών και συμμετόχων’ στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι υποθέσεις να μπουν στο αρχείο» καταθέτει στην κουβέντα μας ο ερευνητής του βιβλίου.
«Στις περισσότερες περιπτώσεις οι συγγενείς είχαν ανάγκη να μιλήσουν»
«Ας μην ξεχνάμε» θυμίζει ο κ. Βεριώνης, ότι «η δίκη της χούντας, του Πολυτεχνείου κι όλα τα υπόλοιπα προκλήθηκαν από ιδιώτες, από δικηγόρους, από μονάδες εν πάσει περιπτώσει, και όχι από το επίσημο ελληνικό κράτος ή τα θεσμικά εργαλεία του. Περίπου αναγκάστηκε το κράτος να ασχοληθεί με αυτά».
Επικαλείται μάλιστα ως παράδειγμα «τη δίκη της Μαρίας Καλαβρού στην οποία ο εισαγγελέας, κι ενώ υπάρχει συγκεκριμένος κατηγορούμενος, συγκεκριμένος άνθρωπος που κρίνεται ένοχος, να λέει πως είναι καιρός ‘να αφήσουμε πια αυτές τις δίκες και να ασχοληθούμε με τα δεινά που άφησε πίσω της η δικτατορία. Δηλαδή ένα δικαστικός λειτουργός κάνει μια πολιτική τοποθέτηση, κάτι το οποίο είναι τουλάχιστον παράδοξο».
«Δεν ήταν εύκολη η μετάβαση στη δημοκρατία, ούτε έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη» υποστηρίζει με σθένος ο συνομιλητής της, καθώς «οι ίδιοι άνθρωποι παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό στα ίδια πόστα. Ενδεχομένως να υπήρχαν κάποιες σοβαρές δικαιολογίες, πολιτικές κυρίως, για τη στάση που κράτησε το κράτος, αλλά είναι κάτι που δεν μπορεί να είναι αρκετό ούτε σε επίπεδο ιστορίας και ιστορικής ανάλυσης, ούτε φυσικά σε επίπεδο οικογενειακής διαχείρισης του πόνου».
Οι ρωγμές από τις μνήμες
Ένας πόνος, βουβός πλην αβάσταχτος, που ενίοτε λειτούργησε αποτρεπτικά ενόσω γινόταν η συλλογής των απαιτούμενων στοιχείων από τον συγγραφέα. Αν και «στις περισσότερες περιπτώσεις οι συγγενείς είχαν την ανάγκη να μιλήσουν, όπως κι εγώ είχε ανάγκη να μάθω, και να πουν όσα πίστευαν ή είχαν ως αναμνήσεις από την περίοδο» επισημαίνει ο Δημήτρης Βεριώνης, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί «η διάσταση του τραύματος».
Ερμηνεύοντας το παραπάνω, προτρέπει «να μην αμελούμε ότι για τον υπόλοιπο κόσμο η ζωή συνεχίζεται, αλλά για τους συγγενείς ήταν ένας πολύ σημαντικός καταλύτης ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου. Ορισμένοι απέφυγαν να μιλήσουν ή ευγενικά αρνήθηκαν, κάτι που σε κάθε περίπτωση είναι απολύτως σεβαστό». Κατάλαβε κι ο ίδιος, ενόσω έψαχνε, διάβαζε κι άκουγε τις ως επί το πλείστον άγνωστες ιστορίες, πόσο επίπονες είναι οι θύμησες, πόσες βαθιές συναισθηματικές ρωγμές εξακολουθούν να προκαλούν οι μνήμες.
«Μια φωτογραφία, ένα ονοματεπώνυμο, μια ημερομηνία θανάτου»
«Μπαίνοντας σε αυτή τη διαδικασία της έρευνας, υπάρχουν κάποιες υποθέσεις θανάτων με τις οποίες έρχεσαι πολύ κοντά και σίγουρα δεν μπορούσαν να με αφήσουν ασυγκίνητο» παραδέχεται ο Δημήτρης Βεριώνης, ξεχωρίζοντας πως «περιπτώσεις όπως του Γιάννη Καΐλη, του Λάμπρου Τζιάνου, του Γιώργου Κωνσταντίνου αλλά και πολλές άλλες κρύβουν μέσα τους μια φοβερή πραγματικότητα, η οποία παραδόξως αγνοήθηκε και γι’ αυτό παρέμειναν σχετικά άγνωστες». Τουλάχιστον «στην περίπτωση του Γιάννη Καΐλη γίνονται ήδη ενέργειες προκειμένου ν’ αναγνωριστεί και επίσημα ως θύμα της δικτατορίας».
Κατά τον συνομιλητή μας, «αυτό που είναι πραγματικά συγκλονιστικό, πέρα από όσα περιγράφονται στο βιβλίο με πολλές λεπτομέρειες, είναι αυτές οι περιπτώσεις για τις οποίες δεν βρήκα αρκετά στοιχεία ή ζώντες συγγενείς. Διότι τύχαινε πολλές φορές να υπάρχει μια φωτογραφία, ένα ονοματεπώνυμο, μια ημερομηνία θανάτου, αλλά ν’ αδυνατώ να ανακαλύψω κάτι παραπάνω. Αυτό, πραγματικά, με συγκλόνιζε κάθε φορά».
«Διότι», όπως αναλύει, «σε επίπεδο μακροϊστορίας τα 57 χρόνια από το πραξικόπημα είναι ελάχιστος χρόνος, αλλά σε επίπεδο προσωπικό, ατομικής ή οικογενειακής έρευνας, ο χρόνος αυτός είναι τεράστιος».
«Ένα τρομερά αυταρχικό καθεστώς, απολυταρχικό»
Η ενεργοποίηση των ερευνητικών ενστίκτων του Δημήτρη Βεριώνη δεν είχε ως πηγή «κάποια οικογενειακή ιστορία». Αρκούσε μονάχα το γεγονός πως «ανήκω κι εγώ στη γενιά όσων μεγάλωσαν με όλη αυτήν την ιστορία του Πολυτεχνείου να τους συγκλονίζει. Ως μικρό παιδί μάθαινα γι’ αυτά που είχαν συμβεί δέκα χρόνια πριν και αυτό ήταν πολύ σημαντική επιρροή».
«Όταν πλέον επιχείρησα να μάθω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι του Πολυτεχνείου, άρχισα σιγά σιγά να βρίσκω ότι οι περιπτώσεις θανάτων είναι πάρα πολλές. Όσο από την άλλη προχωρούσε το ερευνητικό έργο άνοιγαν και νέοι δρόμοι, όπως οι υποθέσεις που συνέβησαν στις εξορίες ή των εξαφανίσεων κατά την ίδια περίοδο» εξηγεί χαρακτηριστικά.
Η τακτική της χούντας και δη των μηχανισμών της στυγερής στρατιωτικής εξουσίας ήταν πάγια και αναλλοίωτη στο πέρασμα των ετών. Είχαμε να κάνουμε εξάλλου με «ένα τρομερά αυταρχικό καθεστώς» όπως επισημαίνει ο συγγραφέας.
Και μπορεί «οι δολοφονίες να μην ήταν πολλές συγκριτικά με καθεστώτα σε άλλες χώρες, όπως φερ’ ειπείν στη Λατινική Αμερική» παρόλα αυτά είναι αναπόφευκτο «ο θάνατος για κάθε οικογένεια προκαλεί πάντα το ίδιο συναίσθημα». Πώς, αλήθεια, να ζυγίσεις την οδύνη.
Επρόκειτο το δίχως άλλο, όπως καταθέτει ο κ. Βεριώνης, για ένα καθεστώς, αυτό που εγκαθιδρύθηκε δια της βίας την 21η Απριλίου, που «λειτούργησε παράνομα σε κάθε επίπεδο», καθώς «από την πρώτη στιγμή εξόρισε, χωρίς οποιαδήποτε δικαστική απόφαση περίπου οκτώ χιλιάδες Έλληνες. Η βία του διέλυσε κάθε δυνατότητα διαφορετικής άποψης, γνώμης, πολιτικής τοποθέτησης. Περιόρισε τις ελευθερίες των Ελλήνων, κατέλυσε το Σύνταγμα».
«Συνέχεια του μετεμφυλιακού κράτους και των ανοιχτών πληγών»
Όλο αυτό το σύστημα κατάργησης των ατομικών ελευθεριών και ασφυκτικής καταπίεσης εφαρμοζόταν κατά βάση από άτομα που «αν ήταν τόσο πατριώτες όπως υποστήριζαν, θα ήταν περήφανοι για όσα έκαναν. Δεν θα προσπαθούσαν να αποκρύψουν όλες τις περιπτώσεις δολοφονιών, βασανισμών κλπ. Άρα δεν ήταν καθόλου πατριώτες. Ήξεραν πολύ καλά ότι όσα έπρατταν ήταν παράνομα και δολοφονικά».
Άνευ δικαιολογιών ή άλλων παράπλευρων αιτιάσεων. Κι ας ήρθε, όπως σημειώνει ο ερευνητής, το πραξικόπημα ως «συνέχεια του μετεμφυλιακού κράτους και των ανοιχτών πληγών που υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία».
Σε κάθε περίπτωση άρχισε και παρέμεινε μέχρι ανατροπής «ένα καθεστώς απολυταρχικό», το οποίο a priori «για να διατηρηθεί στην εξουσία και να επιβάλλει την παρουσία του, μετέρχεται αναγκαστικά σαδιστικούς τρόπους. Χρησιμοποιεί δηλαδή τον τρόμο, τη βία, τη σιωπή, την απαγόρευση. Οι άνθρωποι που μπορούν να επιβάλλουν αυτές τις καταστάσεις προφανώς διαθέτουν και την ανάλογη ψυχική κατάσταση».
«Κάθε δημοκρατικό κράτος οφείλει να μην φοβάται την ιστορία»
Στον δρόμο πλέον για τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την πτώση της χούντας και την επανεγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, υπό όποιους όρους ή συνθήκες κι αν επιτεύχθηκε, ο Δημήτρης Βεριώνης συνοψίζει και αποσαφηνίζει ότι για τον ίδιο και για το βιβλίο ου «το μείζον ζήτημα είναι αυτό της μνήμης. Το σημαντικό σε όλα αυτά είναι να σκεφτούμε και να ζητάμε ακόμη απαντήσεις για πράγματα που ειπώθηκαν».
Διότι, στο τέλος της ημέρας είναι ανάγκη «να θυμόμαστε όχι μόνο για να τιμήσουμε τους ανθρώπους, αλλά και για να έχουμε μια πλήρη και ακριβέστερη εικόνα της ιστορίας. Να μάθουμε, να κατανοήσουμε καλύτερα και τελικά μέσα ν’ αγαπήσουμε λίγο περισσότερο τους εαυτούς μας, δηλαδή την πατρίδα μας με τα λάθη και τα καλά της. Κάθε κράτος που οφείλει να λειτουργεί δημοκρατικά, οφείλει να τιμά την ιστορία του και να μην τη φοβάται».
Το γεγονός τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη «αναδύονται εκ νέου αυτές οι δυνάμεις», η ρητορεία της alt right κουλτούρας, δεν εκλαμβάνεται πια ως συμπτωματικό ή απλώς συγκυριακό. Μάλλον «σημαίνει ότι πολλά πράγματα δεν έχουν γίνει σωστά και θα έπρεπε να κοιτάξουμε τι έχει πάει στραβά ώστε να βρίσκουν γόνιμο έδαφος τέτοιες αντιδραστικές φωνές», επιμένει ο συγγραφέας.
Η αναζήτηση μέσα από την αδιάκοπη έρευνα, «όχι για πιθανούς ενόχους ή να μάθουμε μόνο το χθες, αλλά για να προβλέψουμε το αύριο», συνεχίζεται…