Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.

Στις γραμμές που ακολουθούν, το μόνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι τα ονόματα των θυτών και των θυμάτων. Αυτά τα έχουμε αντικαταστήσει με ψευδώνυμα.

Τα γεγονότα, όμως, οι πράξεις, οι αντιδράσεις, το μίσος, ο φόβος, το πάθος και όσα συνέθεσαν τα δράματα, που άφησαν κάποτε την Ελλάδα με το στόμα ανοικτό, είναι πέρα για πέρα αληθινά.

Συζυγικόν δράμα

Μεγάλος έρωτας, σχόλια συγγενών και φίλων, αόριστες φήμες για κατασκοπεία, ακόμα περισσότερες και πιο συγκεκριμένες φήμες για εξωσυζυγικές σχέσεις, πρώην γάμοι, καυγάδες, κλάματα και στο τέλος ένας πυροβολισμός και ένας θάνατος.

Έτσι συντίθεται το δράμα της συζυγοκτόνου που απασχόλησε το πανελλήνιο για δύο καλοκαίρια, από το 1937 ως το 1938.

Το φονικό έγινε τα ξημερώματα της 9 Ιουνίου 1937 στην Αθήνα. Θύμα ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Κοτοπούλης. Κατηγορούμενη, η 32χρονη πολωνικής καταγωγής σύζυγός του, Εύα.

Στο τέλος ακόμα ενός μεταξύ τους καυγά, ο Κοτοπούλης όπως είχε κάνει και άλλες φορές, πρότεινε στην Εύα να δώσουν ταυτόχρονα τέλος στη ζωή τους.

Τελικά, στο πάτωμα νεκρός βρέθηκε μόνον αυτός. Ένας μόνο πυροβολισμός είχε ακουστεί και στον ματωμένο κρόταφό του βρέθηκε μία σφαίρα.

Η Εύα δήλωνε αθώα κάνοντας λόγο για ένα τραγικό δυστύχημα κατά την απόπειρά της να αυτοκτονήσει.

Τι είχε συμβεί;

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 10.6.1937, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γάμος εν μέσω σχολίων και καυγάδων

Το περιβάλλον του θύματος και της κατηγορούμενης μίλησε στις ανακριτικές αρχές για μια μακρά περίοδο καυγάδων και ταραχών στη ζωή του ζευγαριού. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι; Σύμφωνα με τους συγγενείς και φίλους του θύματος, βασική αιτία ήταν το ένοχο παρελθόν και το ακόμα πιο ένοχο παρόν της Εύας, την οποία κατηγορούσαν για εξωσυζυγικές σχέσεις και ακόμα και για κατασκοπεία.

Επιβαρρυντικό ήταν για εκείνη και το γεγονός ότι πριν το γάμο της με τον Κοτοπούλη είχε ήδη έναν γάμο, και δύο παιδιά, ο οποίος, όπως έλεγαν διαλύθηκε λόγω απιστίας της.

Σύμφωνα με το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», της 10ης Ιουνίου 1937, «Το ζεύγος (σ.σ. ο πρώτος γάμος της Εύας) δεν διήγεν εν αρμονία. Η Εύα δεν ήτο πιστή και προ τριετίας επήλθε διάστασις. Έκτοτε η Εύα συνεδέθη με διαφόρους κυρίους, εις των οποίων ήτο και το χθεσινόν θύμα. (…)

»Με την Εύα, [το θύμα] εγνωρίσθη εις την Νάουσαν, προ ενός δε έτους, μετά την έκδοσιν του διαζυγίου της, την εμνηστεύθη και προ εξαμήνου ετέλεσαν τους γάμους των.

»Κατ’ αρχάς εγκατεστάθησαν εις την Θεσσαλονίκην, προ διμήνου όμως ήλθον ενταύθα (σ.σ. Αθήνα) τη αξιώσει του Κοτοπούλη, όστις εφοβείτο ότι θα εξηκολούθει η ζωηρού χαρακτήρος σύζυγός του να έχη σχέσεις με τους πρώην φίλους της.

(…)

Νευρικοί κλονισμοί

 »Ο Κοτοπούλης εζήλευε πάντοτε και επέβαλλε διαφόρους περιορισμούς εις την σύζυγόν του, η οποία πάλιν δεν ηνείχετο την συμπεριφοράν του συζύγου της, ήθελε να επανακτήση την παλαιάν ελευθερίαν της. (…)

»Αμφότεροι υπέστησαν, ως λέγουν οι φίλοι των, νευρικόν κλονισμόν από τα αλλεπάλληλα ζωηρώτατα επεισόδια και ήρχισαν να μελετούν την αυτοκτονίαν»

Η ίδια η Εύα «απέδωκε την κάπως ανώμαλον ψυχολογικήν κατάστασιν του Κοτοπούλη εις τας μεγάλας υποχρεώσεις, τας οποίας είχεν αναλάβη ούτος απέναντι της εκ πατρός οικογενείας του».

Ιατροδικαστική έκθεση

Και ενώ το ελληνικό κοινό διάβαζε ανελλιπώς κάθε πρωί κάθε γραμμή που θα αφορούσε «τη συζυγική τραγωδία της οδού Γκυϊλφόρδου», όπως αναφερόταν η υπόθεση, ο καθηγητής Ιατροδικαστής, Γεωργιάδης, που εξέτασε το θύμα και το σημείο του φόνου, οδηγήθηκε σε συμπεράσματα που δικαίωναν την κατηγορούμενη.

«Αι ιατροδικαστικαί αρχαί απεφάνθησαν  εν τω μεταξύ ότι πρόκειται πράγματι περί δυστυχήματος, ουδεμία δε πλέον υπόνοια εγκλήματος εκφράζεται οποθενδήποτε. (…)

»Η ενσφηνωθείσα εις τον κρόταφον του Κοτοπούλη σφαίρα πρέπει να είχε διέλθη εκ της υπαρχούσης εις την θύραν του δωματίου οπής.

»Ας σημειωθεί ότι αν η θύρα ήτο ανοικτή, η σφαίρα δεν θα έπληττε τον Κοτοπούλην, αλλά θα διήρχετο άνωθεν της κεφαλής του, διότι δεν θα υφίστατο την παρέκκλησιν την οποίαν υπέστη κατά την δίοδον της εκ της θύρας.

(…)

»Ο κ. Γεωργιάδης (…) παρέσχε την πληροφορίαν ότι το βλήμα ενεσφηνώθη εις το κρανίον του θύματος όχι με το πρόσθιον μέρος αυτού, αλλά με το οπίσθιον, τούτο δε αποδεικνύει ότι εμεσολάβησεν αποστράκισίς του.

»Αφού διέτρησε την θύραν, επροχώρησεν ανεστραμμένον πλέον και έπληξε συμπτωματικώς εις καίριον σημείον τον εξηπλωμένον επί του ντιβανίου Κοτοπούλην».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 12.6.1937, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η πολιτική αγωγή

Η πολιτική αγωγή αντέκρουσε τόσο τους ισχυρισμούς της Εύας Κοτοπούλη όσο και τα συμπεράσματα του ιατροδικαστή, υποστηρίζοντας ότι η κατηγορούμενη είχε πρόθεση να σκοτώσει τον σύζυγό της.

«Η Κοτοπούλη, εξηγριωμένη καθώς ήτο κατά του συζύγου της, έπειτα από την γνωστήν ζωηράν σκηνήν και κινούμενη ίσως από πρόθεσιν να απαλλαγή τούτου, έλαβε το περίστροφον, εγονάτισε προ της κλειστής θύρας της τραπεζαρίας και αφού εσκόπευσε με προσοχήν επυροβόλησε προς την κατεύθυνσιν, εις την οποίαν υπελόγιζεν ότι ευρίσκετο η κεφαλή του εξηπλωμένου εις το ντιβάνι δικηγόρου».

Τελικά η Εύα Κοτοπούλη προφυλακίσθηκε. Η δίκη της θα ξεκινούσε έναν, περίπου, χρόνο αργότερα.

Η δίκη

 Η δίκη της Εύας Κοτοπούλη ξεκινά την Παρασκευή 24 Ιουνίου 1938, στις 9 το πρωί στο κακουργιοδικείο Αθηνών. Η αίθουσα είναι κατάμεστη από κόσμο. Κοσμοπλημμύρα επικρατεί και στους διαδρόμους από ανθρώπους που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να μπουν μέσα.

Ο ιατροδικαστής Παπαγεωργίου επανέλαβε όσα είχε καταγράψει και στην έκθεσή του, εξηγώντας παράλληλα πώς μπορεί να αστοχήσει κάποιος προσπαθώντας να αυτοκτονήσει.

«Πολλάκις είδεν εις άτομα, τα οποία απεπειράθησαν ν’ αυτοκτονήσουν, αλλ’ ηστόχησαν, να μη έχουν μείνη ίχνη του πυροβολισμού και προσθέτει ότι κατασχεθέν φονικόν όπλον είνε μεγάλης βλητικότητος και λειτουργεί κατ’ ιδιάζοντα τρόπον.

»Εις το σημείον τούτο ο κ. καθηγητής λαμβάνει το περίστροφον ανά χείρας και επιδεικνύων εις τους ενόρκους τον τρόπον της λειτουργίας του εξηγεί ότι ήτο δυνατόν ν’ αστοχήση άτομον σκοπεύον με το όπλον αυτό κατά του στήθους του, εάν δεν διετήρει πλήρη την ψυχραιμίαν του.

Η κατάθεση του σοφέρ

Εναντίον της ηθικής της κατηγορούμενης κατέθεσαν αρκετά πρόσωπα του περιβάλλοντος του θύματος. Ιδιαίτερη πάντως αίσθηση προκάλεσε η κατάθεση ενός σοφέρ που γνώριζε την κατηγορούμενη όσο εκείνη ζούσε στη Νάουσα.

«Ήρχετο συχνά με διαφόρους κυρίους και τους επήγαινα με το αυτοκίνητόν μου περίπατον σε απομακρυσμένα μέρη, όπου έμεναν δύο και τρεις ώρες.

»Προ πάντων με δύο Ναουσσαίους ερχότανε συχνά, φυσικά πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον.

»Εγώ περίμενα μέσα στο αυτοκίνητο και εκείνοι προχωρούσαν μέσα στα δένδρα, όπου και έμεναν κρυμμένοι επί ώρας».

Άλλος μάρτυρας κατέθεσε: «Έλεγα ότι δεν ήτο δυνατόν ο Κώστας ο Κοτοπούλης να πάρη μια τέτοια ανήθικη γυναίκα, διά την οποίαν τόσα ελέγοντο και ηκούοντο, μεταξύ των άλλων δε και ότι ήτο κατάσκοπος».

Η απολογία

Στις 5 Ιουλίου, το δικαστικό δράμα κορυφώθηκε με την απολογία της κατηγορούμενης. Αφού προσπάθησε να αντικρούσει τις καταθέσεις που έπλητταν την ηθική της μίλησε για όσα συνέβησαν τα τελευταία δραματικά λεπτά πριν τον θάνατο του θύματος.

«Ο Κώστας ήταν πολύ καλός, αλλά και πολύ νευρικός. Πολύ εύκολα θύμωνε και πολλές φορές μου είχε πει να πεθάνωμε μαζί (…)

»Το βράδυ εκείνο πάλι μου ξαναείπε: “Θάπρεπε να πεθάνουμε” και σε λίγο: “Θα σκοτωθούμε μαζί! Που έχει βάλει το πιστόλι;” (…)

– Tις σφαίρες πού τις έχεις;

– Στο κομοδίνο.

– Τότε πάρε δύο, μια για σένα και μια για μένα.

(…)

»Με βοήθησε (σ.σ. η Εύα είχε πρόβλημα στα πόδια εκείνη την περίοδο) και πήγαμε στη βιβλιοθήκη.

(…)

»Με κρατούσε σφικτά, σαν νάτανε σιδερένιο το χέρι του. (…) Με ετράβηξε και μου είπε να πάμε μέσα. Ήταν εκείνη τη στιγμή άλλος άνθρωπος. Εγώ χωρίς να το θέλω, έπεσα κάτω.

»Με τράβηξε πάλι, αλλά δεν ήθελα να σκοτωθώ με κανένα τρόπο. Με άφησε τότε λέγοντας: “Είσαι δειλή!”  κι έφυγε θυμωμένος.

»Πήγα στην τραπεζαρία κι έκλεισα την πόρτα με δύναμι. Από μέσα μού φώναξε μια γαλλική φράσι: “Δεν μ’ αγαπάς”  ή “μ’ αγαπάς λίγο”,  κάτι τέτοιο.

»Εγώ ήμουν ακόμα καθισμένη. Αυτή τη στιγμή δεν θυμούμαι ακριβώς τι πέρασε από το μυαλό μου. Δεν θυμούμαι. (…)

»Ανακάθησα στη θέσι μου, κρατώντας πάντα το περίστροφο στο χέρι μου. Εσκέφθηκα τότε ότι όλα αυτά που συνέβαιναν ήσαν τραγικά πράγματα, αφού τον άνθρωπον αυτόν τον ελάτρευα και τον αγαπούσα.

»Είχα απελπισθή πάρα πολύ. Σήκωσα τότε το πιστόλι, το έβαλα εδώ [δεικνύει το στήθος της] και ετράβηξα.

»Μόλις έφυγε η σφαίρα ένοιωσα ένα δυνατό πόνο στο χέρι μου και ένα δυνατό φως. Φώναξα σε λιγάκι τον άνδρα μου, αλλά δεν μου απήντησε. Εσηκώθηκα τότε κι επήγα μέσα.

«Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα τόσο τρομερό δράμα. Είχε τα μάτια του μισάνοιχτα. “Kώστα”, του είπα και πήρα στα δύο χέρια μου το κεφάλι του. “Έλα, μην κάνης ότι κοιμάσαι”.

»Εκείνος δεν απαντούσε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Ξαφνικά είδα στο μαξιλάρι ένα μεγάλο λεκέ αίματος. (…) Το κεφάλι μου βούϊζε, ήταν σαν ν’ ανέβαινα με χίλια ασανσέρ.

»Είχα αντιληφθή ότι από τη σφαίρα τη δική μου είχε γίνη. Ήταν τρομερό! Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η σφαίρα η δική μου θα έκανε τέτοιο πράγμα. Εβγήκα και εφώναξα τας υπηρετρίας».

Η απόφαση

 Ο εισαγγελέας, με μία αγόρευση που ξεχείλιζε από ηθικολογία, απόλυτα σύμφωνη με τη νοοτροπία της εποχής, ζήτησε την ενοχή της κατηγορούμενης για δολοφονία.

Οι ένορκοι όμως είχαν άλλη άποψη. Αποφάσισαν ότι η κατηγορούμενη θα έπρεπε μεν να καταδικαστεί για ανθρωποκτονία όχι όμως με δόλο, αλλά εξ’ αμελείας.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 12.7.1938, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι στην Εύα Κοτοπούλη επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 19 συνολικά μηνών, και καθώς είχε ήδη προφυλακισθεί για 13 μήνες, απέμενε να εκτίσει 6 μήνες ακόμη.

Η υπόθεση της οδού Γκυιλφόρδου συνέχισε για καιρό να αποτελεί θέμα συζήτησης καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που συνέχιζαν να αναρωτιούνται για το κατά πόσο οι ένορκοι και ο ιατροδικαστής είχαν κρίνει σωστά αλλά και που συνέχιζαν να κρίνουν την αθωότητα ή την ενοχή της με βάση τις φήμες και τις μαρτυρίες για την ερωτική της ζωή.