Στις 16 Απριλίου 1896, γάλλοι αρχαιολογοί, που από το 1892 έχουν ξεκινήσει τη λεγόμενη «Μεγάλη Ανασκαφή» των Δελφών, βρίσκονται μπροστά σε ένα εύρημα που έμελλε να γίνει το διασημότερο από τα αφιερώματα που βρέθηκαν στον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο, και που θα έπαιρνε το όνομα, Ηνίοχος.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Oδυσσεύς του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Ηνίοχος ήταν «μέρος ενός μεγάλου αφιερώματος, που περιλάμβανε το τέθριππο άρμα και μια δεύτερη ανδρική μορφή. Προσφέρθηκε από τον τύραννο της Γέλας Πολύζαλο, ύστερα από νίκη του σε αρματοδρομία στα Πύθια.
»Είναι κατασκευασμένο με τη μέθοδο του “χαμένου κεριού” και αποτελεί τυπικό δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Θεωρείται έργο μεγάλου καλλιτέχνη, ίσως του Πυθαγόρα από το Ρήγιο».
Υπάρχουν αρκετές καταγεγραμμένες περιγραφές του Ηνιόχου από περιηγητές και αρχαιολόγους, όμως σίγουρα αυτή του Ζαχαρία Παπαντωνίου, δημοσιευμένη στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 1ης Ιανουαρίου 1930 είναι μία από τις πιο ξεχωριστές.
Ο Ηνίοχος
«Ο Πολύζαλος τύραννος της Γέλας, αδελφός του Ιέρωνος των Συρακουσών, νικητής στην αρματοδρομία, έστησε στους Δελφούς ανάθημα, ένα τέθριππον άρμα με επιβάτη τον ίδιο τον τύραννο, και δίπλα στον ηνίοχό του.
Πώς θάφτηκε
«Στα 373 π.Χ. βράχοι από της Φαιδριάδες πέτρες κύλισαν επάνω στο ιερό και μαζί με άλλα αναθήματα έκαμαν συντρίμματα το χάλκινο αναβάτη, το άλογο, το άρμα. Εσώθηκε ο ηνίοχος.
»Οι καταστροφές έχουν την καλλιτεχνική των λογική. Εχάσαμε βέβαια μεγάλο και ενδιαφέρον σύμπλεγμα, έργο των χαλκοπλαστικών εργαστηρίων, τα οποία έδιναν στην Ήλιδα και στους Δελφούς την υστεροφωνία των αθλητών.
»Ο νέος όμως που έμεινεν, ολομονάχος, χωρίς τ’ άλογά του, χωρίς το άρμα που τον έκρυβε ως τη ζώνη, χωρίς τον ηγεμόνα στο πλευρό του, κεντρίζοντας τη φαντασία των ανθρώπων για τους συντρόφους των που λείπουν και για το γλύπτη που είνε άγνωστος έγινεν η πλέον περίεργη και θελκτική μορφή της αρχαίας γλυπτικής – αυτής που μας είναι γνωστή.
»Δύο δημιουργούν το έργο. Ο τεχνίτης και ο καιρός. Ο δεύτερος και στην πράξι του αυτή δεν ήταν χωρίς αξία».
Στη συνέχεια του κειμένου του ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εκθειάζει τον γλύπτη του Ηνίοχου για ένα τμήμα, μάλιστα, του γλυπτού που δεν προοριζόταν να είναι ορατό.
Τα πόδια του Ηνίοχου
«Του Ηνιόχου το λαμπρό μέρος είνε τα κάτω άκρα που δεν επρόκειτο να φανούν. Τα γυμνά πόδια. Χωρίς να λογαριάση πώς θα ήταν κρυμμένα πίσω από το άρμα, ο τεχνίτης έκαμε το καθήκον του. (…)
»Εστήριξε την ολόρθη στήλη του νεανικού αυτού κορμιού στο ωραιότερο ζευγάρι γυμνών ποδιών που βγήκαν ποτέ από τη γλυπτική στην αρχαίαν Ελλάδα και κατόπιν.
»Τα γραμμένα δάχτυλα ξεχωρίζοντας ένα-ένα, απλώνονται (στο δεξί) με κάποιο ριτιδωτό άνοιγμα.
»Οι κόμποι των αστραγάλων καθαρά πεταγμένοι, το λεπτό ανέβασμα της κνήμης τα πέλματα που πατούν ολόκληρα και κρατούν το σώμα αναπαυμένο και βέβαιο, σχηματίζουν μιάν ενότητα ξεχωριστή, όσο κι αν το σύνολο ήταν ένα και αδιαχώριστο.
»Ο ελαφρά σχηματικός τρόπος των άκρων αυτών, η καθαρότητα και η τόλμη των επιφανειών είνε αρχαϊκή αρμονία που θα ηχή στην καλαισθησία του ανθρώπου για πάντα.
Ακινησία
»Στην ακινησία του Ηνιόχου βλέπου το φρενιτιδώη αγώνα που έχει προηγηθή. Πλούσια ηρεμία!
»Είνε η στιγμή που η τρικυμία των μυώνων ησύχασε. Το σώμα ηρεμεί. Χαϊδεύεται από το θρίαμβο. Ήρθε ο ρόλος του πλήθους. Είνε η αμοιβή του νικητού. Η παρέλασις.
»Ο νικητής μετά το αποτέλεσμα περνά σε αργή περιοφορά μπροστά στα πλήθη και δέχεται τη χαρμόσυνη βοή της επευφημίας, ακίνητος απάνω στο άρμα του, το οποίον ένα πεζός οδηγεί κρατώντας τα χαλινάρια των αλόγων.
»(Από το παιδί που παράστησε στη θέσι του πεζού ο γλύπτης, βρέθηκεν ένα χέρι). Ο Ηνίοχος, αυτός που έδωσε τη νίκη, υψώνεται χυτός μέσα στον ποδήρη χιτώνα του. Οι πτυχές πέφτουν ίσες και βαρειές. Πατεί και στα δύο πέλματα.
»Είνε αυστηρή στήλη στημένη στη δόξα. Οι φυσικές και ηθικές του δυνάμεις πειθαρχούν. Η στάσις του συγκρατεί το θρίαμβο. Δεν του επιτρέπει καμμία κίνησι έξω από τη γαλήνη και την ευπρέπεια. (…)
Ποιος ο γλύπτης
»Ποιος είναι ο εξαίσιος τεχνίτης; (…) Είνε, όπως νομίζεται, ο Πυθαγόρας εκ Ρηγίουπου έκαμε το έργο; Ήτο Αθηναίος; Ή χαλκοπλάστης της Αιγίνης; Ίσως αυτό θα μείνη άγνωστο. Αλλά θα ξεύρωμε πάντοτε πως και το έργο τούτο το έδωσε η αόριστη εποχή που είνε τέλος του αρχαϊσμού, η στιγμή που που προαισθάνεται το Φειδία.
»Όπως το δέντρο όταν νοιώθη την παρακμή του πετά ορμητική και άφθονη άνθησι, η αρχαϊκή τέχνη ετοίμασε τον αποχαιρετισμό της σε λίγα έργα στα οποία τα αρχαϊκά στοιχεία συγκεντρώθηκαν κι έδωκαν το απροχώρητο του θελγήτρου των, αφήνοντας στην ψυχή των φίλων της τέχνης συναίσθημα που αν δεν είνε θαυμασμός είνε χαρμόσυνη ταραχή κι ευδαιμονία».