Στο άδειο – λουσμένο από το ανοιξιάτικο φως – φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ένα απομεσήμερο καθημερινής, αντιλαλούν μόνο τα βήματα του Γιάννη Νταλιάνη, ο οποίος μας υποδέχεται με τα ρούχα της παράστασης που αρχίζει σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες. Ο καταξιωμένος ηθοποιός φέτος υποδύεται έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της μέχρι τώρα καριέρας του.
Σε ένα σπάνιο ανέβασμα του διαχρονικού θεατρικού έργου «Οι Τσέντσι» του Πέρσι Σέλλεϋ, αναλαμβάνει να φέρει στη σκηνή έναν αδίστακτο, ανήθικο και παντελώς διεφθαρμένο πατέρα αφέντη που, έχοντας ζήσει ολόκληρη τη ζωή του μέσα στη διαφθορά και το έγκλημα, αρχίζει να νιώθει ένα αδυσώπητο μίσος ακόμη και προς τα ίδια του τα παιδιά, το οποίο παίρνει την μορφή αιμομικτικού πάθους προς την κόρη του, Βεατρίκη. Το να μπει στα παπούτσια ενός τέτοιου ανθρώπου δεν ήταν απλά δύσκολο. Ήταν, όπως λέει μιλώντας στο Βήμα, «αδιανόητο».
«Αυτός όμως είναι πάντα και ένας από τους λόγους που κάνουμε θέατρο: για να καταθέτουμε όλη την υπαρξιακή μας απορία πάνω σε αυτά που στην προσωπική μας ζωή μάς φαίνονται αδιανόητα. Αυτό που επιδιώκει και ο Σέλλεϊ – και που σαν μεγάλος ποιητής και διανοητής το καταφέρνει – είναι η έρευνα πάνω στα πάθη και στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Θέτει καίρια ερωτήματα που ελπίζω ότι γεννιούνται και στους θεατές. Άλλωστε, αυτό είναι πάντα και το ζητούμενο στη δουλειά μας», εξηγεί.
Γραμμένο το 1819, το έργο βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία κακοποίησης και πατροκτονίας με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας από τις πιο αρχοντικές και πλούσιες οικογένειες της Ρώμης του 1600, η οποία συντάραξε την τότε κοινωνία και ενέπνευσε κι άλλους συγγραφείς πέρα από τον Σέλλεϋ, όπως τους Σταντάλ και Μοράβια. Η ιστορία των Τσέντσι είναι φρικιαστική, περιλαμβάνει κάθε λογής σκληρότητα και βία. Οποιαδήποτε τυπική ή στεγνή μεταφορά της στη θεατρική σκηνή θα ήταν απλά αφόρητη. Και δη σε μια εποχή που καθημερινά μας κατακλύζουν ιστορίες βίας και κακοποίησης.
«Όπως γράφει και ο ίδιος, ο Σέλλεϋ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να παρουσιάσει στη σκηνή απλώς μια κραυγαλέα και πάρα πολύ άγρια ιστορία – κάτι που σίγουρα είναι. Ούτε ήθελε να επιδείξει διδακτισμό» λέει ο Γιάννης Νταλιάνης. «Σίγουρα παίρνει θέση απέναντι στα πολλά κοινωνικά θέματα που θίγει, όπως και απέναντι στην κοσμική εξουσία του Πάπα αλλά και κάθε άλλη γήινη εξουσία. Αλλά το κάνει με τρόπο λεπτό. Προσεγγίζει την τερατώδη αυτή ιστορία μέσα από την ποιητική δύναμη του λόγου του και κατορθώνει να την ανάγει σε σφαίρες υπαρξιακής αγωνίας».
Αυτή ακριβώς η «ποιητική δύναμη του λόγου» ήταν ένα από τα στοιχεία του έργου που ο ίδιος βρήκε πολύ συναρπαστικά όταν του το σύστησε η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, η οποία σκηνοθετεί την παράσταση. «Είναι ένα εξαιρετικό ποιητικό κείμενο με φοβερές αποχρώσεις και δαιδάλους συντακτικούς. Όταν το διάβασα, πραγματικά συναρπάστηκα!» λέει ο ίδιος.
Πέρα από τον ρόλο του Φραντσέσκο Τσέντσι, ο Γιάννης Νταλιάνης ανέλαβε επίσης να μεταφράσει εκ νέου το έργο του Σέλλεϋ στα ελληνικά, καθώς η υπάρχουσα έγκριτη μετάφραση, αν και «προϊόν επίπονης δουλειάς», είναι αρκετά παλιά. «Δοκιμάσαμε να δουλέψουμε με την υπάρχουσα μετάφραση δραματουργικά, όμως είδαμε ότι έπρεπε να γίνει κάτι διαφορετικό. Έτσι, πέρσι το καλοκαίρι , παρότι έπαιζα και τον Κρέοντα, δεν έκανα βραδινές εξόδους μετά τις παραστάσεις, αλλά μετέφραζα. Και βγήκε σιγά σιγά το υλικό» ανακαλεί.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που μεταφράζει ένα κλασικό έμμετρο κείμενο ο Γιάννης Νταλιάνης, ο οποίος έχει αποδείξει πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν πως έχει έφεση και σε αυτό. Με τους «Τσέντσι», ανέλαβε για άλλη μια φορά το μνημειώδες έργο της απόδοσης του ποιητικού λόγου ενός πολύ σημαντικού ποιητή, κρατώντας το ύφος του αλλά δίνοντάς του και κάτι σύγχρονο ώστε να μπορέσει να συνομιλήσει ακόμα πιο ανοιχτά με το σήμερα.
Μαζί με τα θέματα της αιμομικτικής σχέσης, της παραβίασης και της ενδοοικογενειακής βίας, θίγεται και εκείνο της αντίστασης. Η Βεατρίκη Τσέντσι, που στην σύντομη ζωή της υπόκειται στις κακοποιήσεις και την βία του πατέρα της, βρίσκει τη δύναμη να αντισταθεί.
«Ο Σέλλεϋ ως άνθρωπος ριζοσπάστης ανέδειξε τη Βεατρίκη σε ένα σύμβολο γυναικείας αντίστασης απέναντι στην πατριαρχική κοινωνία. Η νεαρή κοπέλα απευθύνει κραυγή αγωνίας σε μια κοινωνία που αδιαφορεί, μια άρχουσα τάξη που στρέφει το βλέμμα μακριά από την ασυδοσία ενός δυνάστη» σημειώνει ο Γιάννης Νταλιάνης.
«Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα αυτά τα μοτίβα επαναλαμβάνονται και θα επαναλαμβάνονται όσο δεν παίρνουμε ξεκάθαρη θέση απέναντι σε αυτά. Και δεν εννοώ να παίρνουμε μια εύκολη στάση, να μπούμε δηλαδή σε μια λογική όχλου. Γιατί βλέπουμε και το φαινόμενο τελευταία, μέσα σε μια νύχτα, άνθρωποι να κατακρεουργούνται ή να θεοποιούνται», προσθέτει.
Όπως τονίζει ωστόσο, η αφήγηση του ρομαντικού Βρετανού ποιητή δεν μένει μόνο στην καταγγελία – που σίγουρα δεν είναι πράγμα αμελητέο – αλλά φτάνει και άλλες περιοχές. Ο Σέλλεϋ βουτά σε βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα γύρω από την ηθική και τη δικαιοσύνη. Τι είναι καλό, τι είναι κακό, τι άδικο, τι δίκαιο;
«Το αν υπάρχει μια ισορροπία δικαίου στη φύση ή μια θεϊκή δικαιοσύνη είναι ένα από τα μεγάλα αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα και δεν νομίζω ότι είναι κανείς σε θέση να δώσει απάντηση μονολεκτικά ή με απόλυτη βεβαιότητα. Όσον αφορά όμως τον ανθρώπινο νόμο, γι’ αυτόν είμαι αρκετά σίγουρος ότι πολλές φορές κάνει και λάθη και αβλεψίες και αδικίες. Όπου εμπλέκεται ο ανθρώπινος παράγοντας, πάντα θα υπάρχει και η υστεροβουλία και το λάθος ακόμα και η ανοησία».
Το θεατρικό έργο «Οι Τσέντσι» του Πέρσι Σέλλεϋ ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε μετάφραση Γιάννη Νταλιάνη και σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου, για 12 ακόμα παραστάσεις, ως τις 28 Απριλίου. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.