Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καρατερίστες κωμικούς ηθοποιούς της γενιάς του. Είχε πηγαίο ταλέντο, αυθορμητισμό, μοναδική δεξιότητα στους χειρισμούς των κωδίκων της κωμωδίας και αν δεν ερμήνευσε ποτέ μεγάλους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου τους οποίους θα μπορούσε με άνεση να υπηρετήσει στο θέατρο, η δημοφιλία του και η θερμή αναγνώριση που είχε από τους συναδέλφους του ηθοποιούς εξισορροπούσε την έλλειψη πρωτοκλασάτης καταξίωσης.
Οι ατάκες του έγραψαν ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο – η ακατέργαστη ζωτικότητα του και το καθοριστικό ηχόχρωμα της φωνής του δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθούν από βροντερές ατάκες όπως «Γκόρτσος, Γκόρτσος!» («Τζένη, Τζένη», 1966) ή άλλες πιο τρυφερές σαν το «Ρε παιδιά, τι συμβαίνει; Γιατί πιανόσαστε;» («Δεσποινίς διευθυντής», 1964), καθιστώντας τον αντιπροσωπευτικό πρότυπο Έλληνα πατριάρχη, επιχειρηματία, αγρότη, καθηγητή, όλοι τους ρόλοι με τους οποίους ταυτίστηκε στη μεγάλη οθόνη.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννημένος στις 12 Ιουλίου του 1912, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Διακοφτό της Αχαϊας, στην αγκαλιά της δεκαμελούς οικογένειας του Σπύρου και της Μαρίας Παπαγιαννοπούλου. Σε μια εποχή που το επάγγελμα του ηθοποιού δεν ήταν ηθικά αποδεκτό, κατάφερε να επαναστατήσει και να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα έχοντας μαγευτεί ως γυμνασιόπαιδο από μία παράσταση (τον «Βαρκάρη του Βόλγα» που παρακολούθησε στο Αίγιο) και βυθιστεί στον κόσμο του θεάτρου, χάρη στον ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης ενός νέου γυμνασιάρχη.
Μια κομβική στη ζωή του συνάντηση, που ο ίδιος είχε περιγράψει ως εξής: «Στην τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο άλλαξαν, ομολογουμένως, πολλά πράγματα. Είχε έρθει ως γυμνασιάρχης ένας νεωτεριστής, που κατάργησε την καθαρεύουσα και μας υποχρέωνε να γράφουμε στη δημοτική. Άρχισε να μας δίνει να διαβάζουμε θεατρικά βιβλία για να ανεβάζουμε παραστάσεις. Ήταν ιδιαίτερα θεατρόφιλος».
Θέατρο και σινεμά
Ο Παπαγιαννόπουλος έγινε δεκτός στο Εθνικό Θέατρο με τη δεύτερη φορά που έδωσε εξετάσεις. Το 1938 ανέλαβε το ρόλο του ιππότη στον Βασιλιά Ληρ του Εθνικού δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη για να ακολουθήσει μια πορεία που χαρακτηρίζεται από το άσβεστο πάθος του για την ηθοποιία. Ο ίδιος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής του σε μια σταδιοδρομία που διήρκεσε κοντά 50 χρόνια και είχε το σθένος να παίξει σε 133 κινηματογραφικές ταινίες από το 1947, που συμμετείχε στα «Παιδιά της Αθήνας» μέχρι το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το οποίο δεν πρόλαβε να δει καθώς έφυγε από τη ζωή λίγο πριν η ταινία βγει στις αίθουσες το 1984. Είχε επίσης την ευτυχή εμπειρία να σκηνοθετηθεί από μεγάλους σκηνοθέτες – Δημήτρη Ροντήρη, Κώστα Μουσούρη, Κωστή Μιχαηλίδη, Θόδωρο Αγγελόπουλο, Νίκο Χατζίσκο.
Ιδεολογία και σχέσεις
Στη ζωή του διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ο πόλεμος καθώς πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο μαζί με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ποτέ δεν ανήκε όμως στον Εθνικό Στρατό και δεν πολέμησε στον εμφύλιο. Την εποχή εκείνη εξάλλου βιοποριζόταν ως ηθοποιός. Ιδεολογικά, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ανήκε στη δεξιά παράταξη και ήταν φίλος με τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά και πολύ κοντά με τον Δημήτρη Χορν. Σύμφωνα με τον ανιψιό του, τον ηθοποιό Τάκη Βλαστό, ο Παπαγιαννόπουλος ήταν δεξιός και φιλοβασιλικός, αλλά ουδέποτε σχετίστηκε με τη χούντα των συνταγματαρχών και ήταν πάντοτε διακριτικός άνθρωπος, χωρίς να επιδεικνύει τις φιλίες του.
Αφιερωμένος στο θέατρο, ο Παπαγιαννόπουλος ζούσε μόνος, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και είχε έρωτες και ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες. Θεωρείτο μάλιστα και μέγας γυναικοκατακτητής, αλλά ούτε και αυτό του άρεσε να το επιδεικνύει. Τις σχέσεις του τις κράταγε κρυφές, ιδιαίτερα μία με μια παντρεμένη γυναίκα. Η ερωτική του απογοήτευση από την Άννα Καλουτά; Παραμένει ένας αστικός μύθος…
Ρόλοι ζωής
Στην θεατρική του πορεία διακρίθηκε στον «Παπαφλέσσα» του Μελά, στην «Πινακοθήκη των Ηλιθίων» του Τσιφόρου, στο έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν, στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Καμπανέλλη στο θέατρο Καρέζη-Καζάκου, στην «Κλεοπάτρα» του Μπέρναρ Σο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Υπήρξε θιασάρχης και έκανε περιοδείες ανά την Ελλάδα, ωστόσο είδε τη δημοφιλία του να εκτοξεύεται με το τηλεοπτικό Λούνα Παρκ (1974-1981) όπου ταυτίστηκε με τον γκρινιάρη κυρ Γιώργη σε σημείο που το τηλεοπτικό του όνομα να έχει αντικαταστήσει το πραγματικό.
Πατριαρχική φιγούρα για δύο μεγάλες σταρ του ελληνικού σινεμά, της Αλίκης Βουγιουκλάκη και της Τζένης Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος συνδέθηκε, ακόμη, με τα καταιγιστικά χαστούκια στην κωμωδία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» και τις επιπλήξεις στον κινηματογραφικό του «γιο» ή «υπάλληλο» Αλέκο Τζανετάκο. Ρόλοι ενδεικτικοί της κουλτούρας μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και της ορμητικότητας που ενσωμάτωνε ο Παπαγιαννόπουλος στους ρόλους του. Μια ορμητικότητα που σχηματοποιήθηκε και εν τέλει αγαπήθηκε πολύ ώστε να παραμείνει σημείο αναφοράς ως τις μέρες μας.
«Αν με ρωτήσετε από τόσους εκαντάδες ρόλους, ποιος μου κάνει εντύπωση και σε ποιον μένω θα σας πω σε κανέναν».
Ο πραγματικός χώρος ύπαρξης του όμως ήταν η σκηνή και εκεί εξωτερίκευε όλη την ενέργεια του. Όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του έχουν πει ότι έζησε τη ζωή του όπως εκείνος ήθελε λατρεύοντας και υπηρετώντας το θέατρο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η τύχη δεν ήταν μαζί του. Στις 12 Ιανουαρίου 1978 το αυτοκίνητο με το οποίο ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος μετέβαινε μαζί με άλλους ηθοποιούς από τα Φάρσαλα προς τη Χαλκίδα κατά τη διάρκεια περιοδείας, συγκρούστηκε με στύλο του ΟΤΕ. Η νεαρή ηθοποιός Χάρις Λουκέα, μητέρα ενός μικρού αγοριού, σκοτώθηκε ενώ ο ίδιος και η η Πόπη Λάζου τραυματίστηκαν σοβαρά. Το περιστατικό τον στιγμάτισε βαθιά.
Στις 13 Απριλίου 1984 ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος πέθανε πρόωρα σε ηλικία 72 ετών, λίγο πριν το Πάσχα εκείνης της χρονιάς. Ήταν ταλαιπωρημένος από την καρδιά του, η οποία τον έστειλε για επέμβαση στο Λονδίνο, αλλά τον πρόδωσε ένα βράδυ στη Αθήνα, πριν προλάβει να λάβει την απαιτούμενη ιατρική βοήθεια.
Ο Παπαγιαννόπουλος δεν πρόλαβε να παίξει Αριστοφάνη, όνειρο που έμεινε απραγματοποίητο, αλλά και να αποσυρθεί στο νέο σπίτι που είχε ετοιμάσει στο Διακοφτό. Τουλάχιστον είχε ευχαριστηθεί πάμπολλους ρόλους. Αφήνουμε για το τέλος τα λόγια του: «Εκείνο που με ευχαριστεί είναι να ασχολούμαι με ήρωες Έλληνες. Είτε η αυλαία ανοίγει να αντικρίσουμε τον κόσμο να αρχίσει η παράσταση είτε ανοίγει η κάμερα, το ίδιο πράγμα είναι. Δηλαδή εκείνο που ποθεί ο ηθοποιός δεν είναι αυτό που υπάρχει ή αυτό που πέρασε. Αν με ρωτήσετε από τόσους εκατοντάδες ρόλους, ποιος μου κάνει εντύπωση και σε ποιον μένω θα σας πω σε κανέναν. Θα μείνω σε αυτόν που θα έρθει ώσπου να υπάρχει, μετά στον άλλον που θα έρθει…»