«Είχα μία λεκτική διαμάχη με τον Γκόλντμαν, όμως από εκεί και μετά είχα ένα μπλακ-άουτ. Θυμάμαι να παίρνω ένα μαχαίρι από τον Τσάρλι και, μετά από αυτό, για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι κάτι, εκτός από το να στέκομαι εκεί και να υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα και το αίμα τριγύρω». Τα λόγια ανήκουν στον Ο. Τζ. Σίμπσον, πρόκειται όμως για μια δική του υποθετική μαρτυρία σε μια προσπάθεια προώθησης του βιβλίου με τίτλο «If I did it» («Αν το έκανα»).
Η συνέντευξή του στο δίκτυο FOX μαγνητοσκοπήθηκε το 2006 και προβλήθηκε 12 χρόνια αργότερα. Τον αρχικό τίτλο του βιβλίου συμπλήρωνε η φράση «Εξομολογήσεις του δολοφόνου», όπως απαίτησε η οικογένεια του Γκόλντμαν η οποία νωρίτερα είχε κερδίσει μέρος των δικαιωμάτων του.
Ήταν αυτή η ομολογία του Ο. Τζ. Σίμπσον; Ποτέ κανείς δεν θα μάθει την αλήθεια. Ποτέ κανείς δεν θα δει ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία του αμερικανικού φούτμπολ να στέκεται σε μια αίθουσα δικαστηρίου και να ομολογεί τη δολοφονία της πρώην συζύγου του, Νικόλ Μπράουν, και του συντρόφου της, Ρον Γκόλντμαν.
Η πρώην σύζυγος του Ο. Τζ. Σίμπσον και ο σύντροφός της, άγρια δολοφονημένοι
Το πεζοδρόμιο της πυκνοκατοικημένης γειτονιάς Μπρέντγουντ, στο Λος Άντζελες, έχει γεμίσει από ματωμένες πατημασιές. Ένα λευκό σκυλάκι τριγυρνά αμέριμνο αφήνοντας πίσω του ματωμένα ίχνη.
Το ημερολόγιο γράφει 13 Ιουνίου του 1994. Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν ένας από τους κατοίκους της περιοχής βγαίνει από το σπίτι του και βλέπει το σκυλάκι χωρίς συνοδεία. Το πλησιάζει και το σηκώνει στα χέρια του.
Δεν είναι τραυματισμένο κι όμως οι πατούσες του είναι γεμάτες αίμα. Ξέρει σε ποιο σπίτι πρέπει να το επιστρέψει. Έτσι και κάνει. Ανοίγει το βήμα του και φτάνει στη μισάνοιχτη πόρτα της αυλής του συγκροτήματος.
Πριν προλάβει να μπει, αντικρίζει δύο πνιγμένα στο αίμα πτώματα, μιας γυναίκας κι ενός άντρα. Δύο κατακρεουργημένα πτώματα. Το ένα ανήκει στην 35χρονη Νικόλ Μπράουν Σίμπσον και το άλλο στον 25χρονο ηθοποιό Ρον Γκόλντμαν που εργαζόταν ως σερβιτόρος. Οι δυο τους ήταν ζευγάρι.
Χρειάστηκαν ελάχιστα λεπτά για να τυλίξουν οι αστυνομικοί του ανθρωποκτονιών με κίτρινη κορδέλα τον τόπο του εγκλήματος. Αποτυπώματα παπουτσιών, σταγόνες αίματος προς την είσοδο, μια μπλε τραγιάσκα κι ένα ματωμένο δερμάτινο γάντι θα είναι τα πρώτα σημαντικά στοιχεία που θα συλλέξουν.
Σχεδόν μία ώρα αργότερα τα περιπολικά διανύουν μια απόσταση δύο μιλίων και στέκονται στο κατώφλι του Ο. Τζ. Σίμπσον. Μάταια για μισή ώρα θα χτυπούν το κουδούνι.
Το ματωμένο αποτύπωμα στο λευκό Ford του
Το αυτοκίνητό του είναι παρκαρισμένο στην είσοδο όμως κανείς δεν ανταποκρίνεται. Ένας από τους αστυνομικούς εξετάζει προσεκτικά το λευκό Ford Bronco του Ο. Τζ. Σίμπσον. Στην πόρτα του οδηγού, λίγο πάνω από το παράθυρο, ένα ματωμένο ίχνος πυροδοτεί τις εξελίξεις.
Η αστυνομία επισήμως θα είναι φειδωλή για το έγκλημα, αρνούμενη να αναγνωρίσει πιθανούς υπόπτους, να δώσει πιθανό κίνητρο ή πότε ακριβώς έγινε η επίθεση. Το μόνο που ανακοίνωσε ήταν ότι υπήρχαν σημάδια πάλης και καμία απόδειξη ότι η επίθεση έγινε στη διάρκεια ληστείας ή διάρρηξης.
Οι ντετέκτιβ έξω από το σπίτι του Ο. Τζ. Σίμπσον φοβούνται για μια πιθανή «τριπλή επίθεση». Ο Μαρκ Φέρμαν πηδάει στον κήπο και ανοίγει την πόρτα από μέσα.
Σταγόνες αίματος κι ένα γάντι όμοιο με αυτό που είχε βρεθεί λίγο νωρίτερα στο σπίτι της Μπράουν κι ένας άφαντος Ο. Τζ. Σίμπσον σημαίνουν συναγερμό. Την ίδια στιγμή γειτόνισσα της Μπράουν καταθέτει πως είδε τον Ο. Τζ. Σίμπσον να φεύγει από το σπίτι της Μπράουν με ένα τζιπ.
Ο Πιτ Φίλιπς, γενικός διευθυντής του O’ Hare Plaza Hotel κοντά στο αεροδρόμιο O’ Hare, ανέφερε ότι ο Ο. Τζ. Σίμπσον έκανε τσεκ ιν στις 6:15 π.μ, ώρα Σικάγο, τη Δευτέρα, υποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να έχει πάρει οποιαδήποτε πτήση από το μετά τις 11:30 μ.μ. την Κυριακή.
Η 25χρονη κόρη του, από τον πρώτο γάμο του, ανοίγει, επιβεβαιώνοντας ότι ο πατέρας της έφυγε το βράδυ με τη νυχτερινή πτήση για το Σικάγο.
Του τηλεφωνούν στο ξενοδοχείο και τον ενημερώνουν για τον θάνατο της Νικόλ. Τους ακούει και στο τέλος της κλήσης ενημερώνει ότι θα επιστρέψει στο Λος Άντζελες. Καμία ερώτηση για τον θάνατο της Νικόλ.
Η καταδίωξη των δύο ωρών που έμεινε στην ιστορία
Προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα ατάραχος. Για την πληγή στο αριστερό χέρι του παρουσίασε τρεις διαφορετικές εκδοχές τραυματισμού, καμία εκ των οποίων δεν σχετιζόταν με τις δολοφονίες. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φόνο στις 17 Ιουνίου του 1994.
Ο στενός φίλος και δικηγόρος του, Ρόμπερτ Καρντάσιαν, παρουσίασε ένα γράμμα του Ο. Τζ. Σίμπσον με το οποίο ευχαριστούσε τον κόσμο. Αυτοκτονία ή διαφυγή. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος και το σενάριο νούμερο δύο επιβεβαιωνόταν.
Ο Ο. Τζ. Σίμπσον με τη βοήθεια του συναθλητή του, Αλ Κάουλινγκς, μπήκε στο Ford Bronco, με τον Σίμπσον να απειλεί πως, αν δεν τον αφήσουν ελεύθερο, θα βάλει τέλος στη ζωή του. Η καταδίωξη του Σίμπσον έπαιζε σε ζωντανή μετάδοση για δύο ολόκληρες ώρες.
«Πέτα το όπλο από το παράθυρο. Σε παρακαλώ. Τους τρομάζεις όλους», ακούγεται να λέει ο αστυνόμος Λανγκ. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Σίμπσον αρνείται και δηλώνει αποφασισμένος να συνεχίσει.
Ο Λάρι Κινγκ στον αέρα του CNN περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την καταδίωξη του λευκού Ford από μια μεγάλη αμαξοστοιχία περιπολικών του Λος Άντζελες. 95 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούσαν την πορεία του Σίμπσον, με το NBC να μεταδίδει ταυτόχρονα τον τελικό για τον τίτλο του πρωταθλητή του ΝΒΑ ανάμεσα στους Νιου Γιορκ Νικς και τους Χιούστον Ρόκετς.
Η καταδίωξη κράτησε δύο ώρες. Τελικά, ο Ο. Τζ. Σίμπσον επέστρεψε στο σπίτι του, όπου και συνελήφθη, με εκατοντάδες τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφους να περιμένουν για το πολυπόθητο πλάνο.
Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν 45 λεπτά διαπραγμάτευσης για να τον πείσουν να βγει από το αυτοκίνητο και να παραδοθεί. Στο κάθισμα του συνοδηγού βρέθηκε ένα πλαστό διαβατήριο, ένα ψεύτικο μούσι κι ένα όπλο.
Τα παιδικά χρόνια του «Juice»
Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα προσόντα, αρκούσε η επιβλητική όψη του για να γίνει σε ηλικία 13 ετών μέλος της συμμορίας «The Persian Warriorrs».
Ο Ορένθαλ Τζέιμς Σίμπσον μεγάλωνε σε ένα σπίτι με τα τρία αδέρφια και τη μητέρα του, νοσηλεύτρια σε ψυχιατρική κλινική. Δούλευε διπλοβάρδιες για να ζήσει την οικογένειά της κι έτσι οι ώρες που έλειπε από το σπίτι ήταν το καταλληλότερο πεδίο για τον Ο. Τζέι να κινείται ελεύθερα στις εργατικές κατοικίες του Ποτρέρο Χιλ.
Το παρατσούκλι του ήταν «Mama’s Boy». Σε μία συνέντευξή του το 1975, είχε αναφέρει: «Εκτός από τις διακοπές, καθώς μεγάλωνα σπάνια έβλεπα τον πατέρα μου. Αγανακτούσα με την απουσία του, ειδικά όταν έγινα έφηβος, και προσπαθούσα να μάθω ποιος ήμουν.
Χρειαζόμουν πραγματικά έναν άντρα για καθοδήγηση. Τα πάω καλά με τον πατέρα μου τώρα, αλλά πέρασαν χρόνια για να συμφιλιωθώ με τα συναισθήματά μου».
Οι μπελάδες και οι καυγάδες δεν άργησαν να έρθουν, με τον Σίμπσον όμως να βγαίνει σχεδόν πάντα νικητής λόγω της σωματικής του διάπλασης.
Για πρώτη φορά έπαιξε φούτμπολ στο γυμνάσιο Γκαλιλέο, με το USC κατέκτησε τον κολεγιακό τίτλο το 1967 και έναν χρόνο αργότερα αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης του NCAA.
Το 1969 επιλέχθηκε στο Νο1 του ντραφτ από τους Μπάφαλο Μπιλς. Οι τραυματισμοί αλλά η ραχίτιδα που τον ταλαιπωρούσε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του επιβάρυναν την κατάστασή του και του έδειξαν την πόρτα της εξόδου από τη δράση στα γήπεδα αρκετά νωρίς.
Δύο ήταν οι μεγάλες σχέσεις της ζωής τους. Με την Μαργκερίτ Ουίτλι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν όσο ήταν συμμαθητές. Στα 20 τους παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Μάρτιο του 1979 πήραν κι επίσημα διαζύγιο.
Ήταν δύο χρόνια πριν όταν ο Σίμπσον είχε γνωρίσει σε μια κοντινή καφετέρια τη σερβιτόρα Νικόλ Μπράουν. Το 1985 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά κι απέκτησε άλλα δύο παιδιά.
«Παιχνιδιάρικα πειράγματα», θα απαντήσει όταν ένας φίλος τον ρωτήσει για τη συμπεριφορά του απέναντι στη νεαρή Νικόλ, η οποία ήδη από τις πρώτες ημέρες του γάμου είχε δει έναν διαφορετικό Ο. Τζέι.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που χειροδίκησε εναντίον της. Τη ζήλευε και ο μοναδικός τρόπος να διαχειριστεί το συναίσθημα αυτό ήταν η χειραγώγηση και οι βιαιοπραγίες.
«Θα σε σκοτώσω. Το ορκίζομαι, θα σε σκοτώσω», άκουσαν οι γείτονες ένα πρωινό να ουρλιάζει προς το μέρος της. Τον Φεβρουάριο του 1992 η Μπράουν κατέθεσε αίτηση διαζυγίου.
Η δίκη του αιώνα
«Απολύτως, εκατό τοις εκατό όχι ένοχος», θα δηλώσει ο Σίμπσον ενώπιον του δικαστηρίου. Τον Οκτώβριο του 1994 ο δικαστής Ίτο ξεκίνησε την ακρόαση 304 υποψήφιων ενόρκων. Καθένας έπρεπε να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο 75 σελίδων.
Στις 3 Νοεμβρίου 12 ένορκοι πήραν θέση με αντίστοιχους αναπληρωτές, με τη σύνθεση να είναι η εξής: εννέα Αφροαμερικανοί, ένας ισπανόφωνος και δύο λευκοί. Οι δέκα εκ των δώδεκα ήταν γυναίκες.
Η Μάρσια Κλαρκ, αναπληρωτής εισαγγελέας, ορίσθηκε επικεφαλής της κατηγορούσας αρχής με βοηθό της τον Αφροαμερικανό Κρίστοφερ Ντάρντεν. Η υπερασπιστική γραμμή θα πόνταρε τα πάντα στα ζητήματα φυλετικών διακρίσεων. Μην ξεχνάμε ότι η χρονική συγκυρία ήταν με το μέρος τους.
Όσο ο Ο. Τζ. Σίμπσον βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου, το Λος Άντζελες «φλεγόταν» ακόμα από τις αντιδράσεις για τον άγριο ξυλοδαρμό του μαύρου Ρόντνεϊ Κινγκ από λευκούς αστυνομικούς. Η ακριβοπληρωμένη υπέρασπιση του Σίμπσον βασιζόταν στη δύναμη της κοινής γνώμης για αυτό και με μεθοδικές κινήσεις μετέτρεψε τη δίκη σε συλλαλητήριο κατά της αστυνομικής βίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε και το γεγονός ότι ο αστυνομικός που εντόπισε πρώτος το γάντι στην αυλή του σπιτιού του Σίμπσον, Μαρκ Φέρμαν, είχε ρατσιστικά «προηγούμενα».
Οι δικηγόροι Ρόμπερτ Καρντάσιαν, Τζόνι Κόχραν, Ρόμπερτ Σαπίρο και Άλαν Ντέρσοουιτς φέρεται να κόστισαν στον Ο. Τζ. Σίμπσον κάτι παραπάνω από πέντε εκατομμύρια δολάρια. Η πολύκροτη δίκη ξεκίνησε στις 24 Ιανουαρίου 1995 και περισσότεροι από 150 μάρτυρες κάθισαν στο εδώλιο ώστε να καταθέσουν.
«Αν δεν του κάνουν, πρέπει να τον απαλλάξετε»
Σύμφωνα με μαρτυρίες που προβάλλονται στη σειρά «American Crime Story: The People v. O.J.Simpson» από το δίκτυο FX, βασισμένη στο πολύκροτο βιβλίο «The Run of his Life: The People v. O.J. Simpson» του Jeffrey Toobin, ο Κόχραν έκρυβε άσσο στο μανίκι του.
Ζήτησε από τον Σίμπσον να σταματήσει για λίγες ημέρες να παίρνει τα χάπια για την αρθρίτιδα προκειμένου να πρηστούν τα χέρια του. Ενώπιον δικαστών και ενόρκων ο Ο. Τζ. Σίμπσον δοκίμασε τα γάντια που είχαν βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος αλλά και στο σπίτι του (στα οποία είχε εντοπιστεί μίγμα αίματος των θυμάτων και δικό του).
Ο Σίμπσον πάλεψε να τα φορέσει και τραβώντας τις άκρες έδειξε τα χέρια του στους ενόρκους. «If it doesn’t fit, you must acquit». «Αν δεν του κάνουν, πρέπει να τον απαλλάξετε», είπε ο Κόχραν.
Η δίκη κράτησε 133 μέρες. Οι ένορκοι αποφάνθηκαν. Οι δικαστές στις 3 Οκτωβρίου του 1995 κι έπειτα από 3 ώρες συνεδρίασης, αποφάσισαν την αθώωσή του.
Εκτιμάται ότι 150 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως σταμάτησαν εκείνη την ώρα ό,τι έκαναν για να δουν ή να ακούσουν την απόφαση. Χάθηκαν εργατοώρες 480 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το στοιχείο της αμφιβολίας που τόσο έξυπνα «φώλιασε» στο μυαλό της κοινής γνώμης ήταν καταλυτικό για την απόφαση. Ο Ο. Τζ. Σίμπσον μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2016, η απόφαση ήταν λανθασμένη κατά το 83% των λευκών Αμερικανών αλλά και για το 57% των Αφροαμερικανών που συμμετείχαν.
Ο Σίμπσον δεν γλίτωσε τη φυλάκιση. Λίγα χρόνια μετά συνελήφθη για ληστείες και απαγωγές, με συνέπεια να καταδικαστεί σε 33 χρόνια.
Αφού εξέτισε εννέα χρόνια, αποφυλακίστηκε με αναστολή το 2017. «Στις 10 Απριλίου, ο πατέρας μας, Ορένθαλ Τζέιμς Σίμπσον, υπέκυψε στη μάχη του με τον καρκίνο.
Ήταν περιτριγυρισμένος από τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η οικογένειά του ζητά να σεβαστείτε την ιδιωτικότητά της αυτές τις δύσκολες στιγμές» ανέφερε σε ανακοίνωσή της μέσω Twitter η οικογένειά του στις 11 Απριλίου 2014.
Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει καταδικαστεί για τους φόνους της Νικόλ Μπράουν και του Ρον Γκόλντμαν.