Εχουμε συνδέσει τα τρίγωνα με ευχάριστους ως επί το πλείστον συνειρμούς. Είτε πρόκειται για τα τρίγωνα Πανοράματος, είτε για τα τρίγωνα στην αστρολογία, που συνιστούν, όπως λένε φίλοι και φίλες που γνωρίζουν, θετικές όψεις. Ως σχήμα επίσης εμπνέει μια συμμετρία, την οποία έχουν αξιοποιήσει διάφορες μυθολογίες. Ακόμα και όταν μπαίνουμε σε πιο επικίνδυνα μονοπάτια, όπως τα ιψενικά τρίγωνα, κι εδώ έχουμε ένα ζωογόνο πάθος να σμιλεύει όμορφα τις γωνίες και να ομορφαίνει τους πρωταγωνιστές. Στο άκρον άωτον του σχήματος, το μυστήριο του τριγώνου των Βερμούδων, μαζί με τον τρόμο προκαλεί και ένα δέος, σαν το περιβόητο υψηλό στους ρομαντικούς και τον Καντ.
Παρόμοια συναισθήματα προκαλεί στους εκάστοτε κυβερνώντες (τόσο της κεντρικής σκηνής, όσο και της δημοτικής αρχής) το εμπορικό τρίγωνο Αθηνών. Με «κορυφές» του τις εμβληματικές πλατείες του Συντάγματος, της Ομόνοιας και του Μοναστηρακίου, το τρίγωνο εμπερικλείει κατ’ ουσίαν το κυρίως Κέντρο της πόλης, τη «μόστρα» της. Λογικό είναι λοιπόν το όραμα για την πόλη ως σύνολο να συνοδεύεται από συγκεκριμένους τρόπους διαμόρφωσης του τριγώνου. Σαν σήμερα, στις 10 Απριλίου του 1995 αρχίζει η πειραματική εφαρμογή των μέτρων για τον αποκλεισμό όλων των αυτοκινήτων και των δίκυκλων από το εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας. Η απόπειρα όπως ξέρουμε δεν ευδοκίμησε ει μη μερικώς, σηματοδότησε ωστόσο ορόσημο στη διαδικασία εξευγενισμού που ακολούθησε.
Μια περιοχή κατ’ εξοχήν εμπορική είδε την επιστροφή κατοίκων κατά τη διάρκεια της κρίσης, όταν ο οικονομικός μαρασμός συνοδεύτηκε από αλλαγή στη χρήση των κτιρίων, με σκοπό την αναζωογόνηση. Σήμερα, που το εκκρεμές βρίσκεται στην άλλη πλευρά, η τάση είναι αντίστροφη, και όχι μόνο για το τρίγωνο, αλλά για την πόλη: κτίρια αγοράζονται και μετατρέπονται σε υποδοχείς τουριστών, είτε ως καταλύματα είτε ως χώροι διασκέδασης και εστίασης. Το όραμα για ένα τρίγωνο-μόστρα επιτυγχάνεται αλλά εις βάρος των κατοίκων που βλέπουν την αποικιοποίηση του δημόσιου χώρου από βαλίτσες και τραπεζοκαθίσματα.
Στο πλαίσιο αυτό η είδηση της διαδήλωσης πολιτών για το δικαίωμα στη στέγη, που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο Σάββατο 6 Απριλίου, μου φαίνεται ότι δεν αναδείχθηκε όσο έπρεπε. Η ένωση συλλογικοτήτων «Γειτονιές για το δικαίωμα στη στέγη» διάλεξε το Θησείο ως σταθμό συγκέντρωσης και διέσχισε μέρος του εμπορικού τριγώνου σε μια πολύχρωμη διαμαρτυρία που συνδύασε τη διαμαρτυρία για τα ακριβά ενοίκια, τις εξώσεις και την αλλαγή του δημόσιου χώρου με το χιούμορ (οι συμμετέχοντες και οι συμμετέχουσες έφεραν μαζί τους κούτες – σύμβολα της διαδικασίας αναγκαστικής μετακόμισης στην οποία υποβάλλονται οι κάτοικοι). Με παράλληλες εκδηλώσεις που μιλάνε για τη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου και εξηγούν τη διαδικασία του εξευγενισμού φαίνεται να δημιουργείται ένα ρεύμα αντίστασης που διεκδικεί την πόλη με άλλους όρους – που πιέζει για περισσότερο πράσινο, λιγότερη ηχορρύπανση, περισσότερα πάρκα και παιδικές χαρές.
Εχοντας εντούτοις τη σταθερά απαισιόδοξη διάθεση που συνοδεύει κάθε μπούμερ, αναρωτιέμαι αν το ποτάμι γυρίζει πίσω. Οταν ο τουρισμός προμοτάρεται ως η βαριά (και ίσως και η μόνη) βιομηχανία της χώρας και όταν η πολιτεία δεν δείχνει διατεθειμένη να ρυθμίσει τίποτα, αφήνοντας το αόρατο χέρι της αγοράς να σου παίρνει το κλειδί του σπιτιού από την τσέπη, φοβάμαι ότι ακόμα και οι διαδηλώσεις ενάντια στο φαινόμενο θα τύχουν ενσωμάτωσης. Οταν οι τουρίστες κι οι τουρίστριες φωτογραφίζουν τους διαδηλωτές και τις διαδηλώτριες για να τους μετατρέψουν στο επόμενο στόρι τους στο Instagram, αισθάνονται την ικανοποίηση ότι όντως αγόρασαν το σωστό «προϊόν»: ένα ταξίδι σε μια χώρα που αντιστέκεται, με τους ιθαγενείς να σηκώνουν και τα πανό τους.