Είναι ο πιο διάσημος κοινωνιοπαθής απατεώνας στον κόσμο της μυθοπλασίας. «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ακόμα κι αν δεν έχει διαβάσει κανείς τις περιπέτειες του, ακόμα κι αν δεν έχει δει μία από τις συνολικά πέντε κινηματογραφικές μεταφορές του στην μεγάλη οθόνη, το γενετικό υλικό του είναι διάσπαρτο τόσο στο σύγχρονο κινηματογραφικό όσο και τηλεοπτικό τοπίο.
Ίχνη από δαύτο ανιχνεύει κανείς εύκολα στο «Saltburn», την ταινία που δίχασε κοινό και κριτικούς όσο καμία άλλη την περασμένη χρονιά, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της σειράς «You», τον δεξιοτεχνικά ανισόρροπο και επιτήδειο Τζο Γκόλντμπεργκ. Αν έχει ένα αδιαμφισβήτητο ταλέντο ο χαρακτήρας της Χάισμιθ, αυτό είναι σίγουρα το να διατηρεί τη μυστηριώδη γοητεία του όσες δεκαετίες κι αν περάσουν· να μαγνητίζει διαρκώς εκ νέου κορυφαίους δημιουργούς να ασχοληθούν με τον γρίφο που ακούει στο όνομα Τόμας Ρίπλεϊ.
Κάπως έτσι, δυόμιση δεκαετίες ακριβώς μετά τη λουσμένη στο μεσογειακό φως διασκευή του Άντονι Μινγκέλα, ο βραβευμένος με Όσκαρ Στηβ Ζέιλιαν αναλαμβάνει να φέρει – αυτή τη φορά σε μορφή τηλεοπτικής σειράς οκτώ επεισοδίων για λογαριασμό του Netflix – τις περιπέτειες του απόλυτου αντιήρωα, τα παπούτσια του οποίου φορά πολύ επιδέξια ο «hot priest» της καρδιάς μας, ο ολοένα και πιο δημοφιλής κι αγαπητός Ιρλανδός ηθοποιός Άντριου Σκοτ.
Παιδιά ο Τομ, Τομ τα παιδιά
Ακολουθώντας όσο πιο πιστά γίνεται την ιστορία της Χάισμιθ, η νέα σειρά αφηγείται την ιστορία του Τομ, ενός άεργου μικροαπατεώνα που ζει σε ένα θλιβερό διαμέρισμα της Νέας Υόρκης του ’60 και βγάζει τα προς το ζην εκτρέποντας την αλληλογραφία και τις τραπεζικές επιταγές τυχαία επιλεγμένων θυμάτων και “διευθύνοντας” μια τάχα μου εταιρία είσπραξης οφειλών.
Όλα αλλάζουν για τον ανάλγητο οπορτουνίστα όταν – τρόπο τινά – προσλαμβάνεται από τον ζάμπλουτο ιδιοκτήτη μιας ναυπηγικής εταιρείας. Ο κ. Γκρίνλιφ αναθέτει στον Τομ μια αποστολή: να φέρει πίσω τον αργόσχολο γιο και μοναδικό κληρονόμο του, Ντίκι, ο οποίος κάνει ντόλτσε βίτα στην Ιταλία. Και φυσικά εκείνος αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά.
Σύντομα, ο Τομ κερδίζει την εμπιστοσύνη του Ντίκι και παρεισφρέει στη ζωή του. Γοητευμένος από αυτόν τον μάστορα του dolce far niente και τον ζηλευτό νωχελικό του βίο, ο Τομ αποκτά εμμονή μαζί του. Δεν αρκείται πια στο να βρίσκεται απλά γύρω από τον Ντίκι. Θέλει να γίνει ο Ντίκι. Και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία και η μεγάλη κατρακύλα.
Γεννημένος για τον ρόλο
Στα 47 του, ο Σκοτ έχει σχεδόν τα διπλάσια χρόνια του Ρίπλεϊ της Χάισμιθ κι όμως βάζει τα γυαλιά στους – κάποτε – νέους και ωραίους που διαδέχεται στον ρόλο. Με πρόσωπο συχνά ανέκφραστο, ο Σκοτ υποδύεται ουσιαστικά έναν άνθρωπο σκέτο αίνιγμα. Το ψυχογράφημα επί της οθόνης δεν είναι του ήρωα. Είναι της εποχής.
Τα πάντα – ακόμα και οι πιο ανατριχιαστικές στιγμές – είναι κομψά. Μετρημένα. Ρίγος προκαλεί μονάχα η ομορφιά – όχι του Τομ – της Νέας Υόρκης των ’60s, του ειδυλλιακού Ατράνι, της αιώνιας Ρώμης, του πανάρχαιου Παλέρμο. Ο Ρίπλεϊ του Άντριου Σκοτ αφήνει εξαρχής στην άκρη το «κύριος». Και το «ταλαντούχος». Ρίπλεϊ σκέτο. Αλλά κι αυτό όχι για πολύ, αφού θα έκανε – και κάνει – τα πάντα για να το τινάξει από πάνω του. Δεν έχει σημασία ποιος είναι αλλά ποιος δεν θέλει να είναι.
Ο Σκοτ βρίσκει φλέβα γιατί δεν επιδιώκει να μας πείσει για τίποτα. Το εάν ο Τομ Ρίπλεϊ είναι τελικά ένας αδίστακτος κοινωνικός αναρριχητής, ένας κοινός απατεώνας, ένας κοινωνιοπαθής υψηλής λειτουργικότητας, τίποτα από αυτά ή και όλα τα παραπάνω μαζί, παραμένει ένα μυστήριο. Ακριβώς όπως και στο πρωτότυπο έργο της Χάισμιθ.
Εκείνα που εδώ δεν λένε ποτέ ψέματα είναι τα μάτια, chico. Ο Σκοτ κάνει αξιοθαύμαστη δουλειά με το βλέμμα – το μόνο εργαλείο που χρησιμοποιεί εδώ για να αποτυπώσει τη μετάβαση του χαρακτήρα του από την επιφυλακτικότητα στην αυθάδη αυτοπεποίθηση. Όσο τα σχέδια του στέφονται με επιτυχία τόσο το βλέμμα του αδειάζει ολοένα και περισσότερο, κάτι που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την καθηλωτική ασπρόμαυρη φωτογραφία του βραβευμένου με Όσκαρ Ρόμπερτ Έλσουιτ.
Φόρος τιμής στους μάστορες του σελιλόιντ και του κιαροσκούρο
Αν «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ριπλέι» του 1999 θύμιζε τα Technicolor αριστουργήματα του Χίτσκοκ, το «Ripley» των Ζέιλιαν και Έλσουιτ έχει κάτι από τα ασπρόμαυρα φιλμ του. Απαλλαγμένη από το χρώμα, η σειρά επ’ ουδενί δεν χάνει από την αίγλη του πρωτογενούς υλικού της.
Αντιθέτως, αυτή η επιλογή δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μοναδική που το χρώμα δεν θα μπορούσε. Το αποτέλεσμα είναι γεμάτο εντυπωσιακές, άκρως κινηματογραφικές εικόνες που υμνούν τις γραμμές και τα σχήματα· το φως και τη σκιά με τρόπο που θυμίζει πίνακα του Καραβάτζιο.
Δεν υπάρχει ούτε ένα καρέ του «Ripley» που να μην είναι διεξοδικά μελετημένο. Κάθε πλάνο κι έργο τέχνης. Αν ο Άντριου Σκοτ είναι ο πρωταγωνιστής της σειράς, η διεύθυνση φωτογραφίας του Έλσουιτ είναι ο κύριος δευτεραγωνιστής.
Ο άνθρωπος που ευθύνεται επίσης για ταινίες όπως το «Καληνύχτα και Καλή Τύχη», «Θα Χυθεί Αίμα», «Μανόλια» και τόσα άλλα, παραδίδει στο Netflix μια σειρά που δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα είχαμε δει μέχρι στιγμής στην πλατφόρμα. Έχει λίγο από Αντονιόνι, μια δόση από Αλέν Ρενέ κι ένα τσακ από Φελίνι δίχως την φαντασμαγορική του εξτραβαγκάνζα.
Σίγουρα, είναι μία από τις καλύτερες, αρτιότερες τεχνικά σειρές που μας έχει δώσει μέχρι στιγμής το Netflix. Αλλά εξίσου σίγουρα δεν είναι για όλους. Με ρυθμό νωχελικό όσο κι ένα καυτό ιταλικό απομεσήμερο στα μέσα του Αυγούστου, το «Ripley» είναι μεν ένα αργόσυρτο θρίλερ που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους, στερείται δράσης με τη στενή έννοια του όρου δε. Ωστόσο, αν αφεθείτε στο ρυθμό του, είναι εξαιρετικά πιθανό πως θα παρασυρθείτε σε μια μοναδική νοσταλγική κινηματογραφική εμπειρία.