Επιτέλους αντιπολίτευση. Αλλά όχι από την αντιπολίτευση –τον έμμονο Ανδρουλάκη, τον απερίγραπτο Κασσελάκη.
Αντιπολίτευση από τον ίδιο τον εαυτό τής ΝΔ, με έναν δεξιόστροφο λαϊκισμό του Ζαππείου, τύπου Σαμαρά, που συνεχίζεται.
Η ΝΔ μου δείχνει τι σημαίνει δεξιόστροφος λαϊκισμός που, κατά τα άλλα, τον αντιμάχεται κατακεραυνώνοντας τον αριστερόστροφο λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει αδιάκοπη φροντίδα για τον «εξωραϊσμό» μιας συντηρητικής πολιτικής, με αποκορύφωμα τον νομικοφανή τρόπο λειτουργίας του δικολάβου της, Μάκη Βορίδη.
Την πτώση της δηλαδή, στη μαύρη τρύπα της πολυνομίας. Το μόνο που βγαίνει από την τρύπα αυτή είναι ο λαγός μιας επιχειρηματολογίας με έναν μόνο σκοπό: τη διατήρηση της εξουσίας υπό νομικοφανή τρόπο. Το μεγαλοαστικό «είδος» Βορίδη -παρά τα δύο μικρά του ονόματα- είναι το ίδιο «είδος» με τον λαϊκό Βελόπουλο. Δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα και καταγγέλλουν τα δικαιολογημένα. Ο πρώτος, δικαιολογεί την «τάξη» και την «ασφάλεια». Ο δεύτερος, τη «θρησκεία» και την «οικογένεια», μια που ο τρίτος όρος του κλασσικού «σχήματος» -η «πατρίς»- προϋποτίθεται και στις δύο περιπτώσεις.
Από την πολιτική του Μητσοτάκη συγκρατώ την τέχνη της συγκάλυψης, που εμφανίζεται ως αποκάλυψη. Η παραδοξολογία αυτή μάλιστα, επενδεδυμένη με το κληρονομικό «χάρισμα», το ύφος και τα αγγλικά του Πρωθυπουργού, εξηγεί τη διατήρηση εκείνου του 31% των πρόσφατων δημοσκοπήσεων παρά την γενικευμένη δυσφορία. Το μέγιστο επικοινωνιακό τέχνασμα του Πρωθυπουργού είναι να συγκαλύπτει αυτό που ισχυρίζεται, εμφανίζοντάς το.
Στο παράδοξο άραγε αυτό συμβάλλει και η Δικαιοσύνη ως πρόσχημα; Ναι, όταν λειτουργεί ως πρόσχημα του δικαίου. Διότι υπάρχει το δίκαιο αλλά όχι πάντα ως δίκιο. Υπάρχει ως υπερβατολογικό πεδίο μονταρισμένο από την τοπολογία της εξουσίας και τους χαρτογράφους της. Οπότε οι αυξάνουσες ή ελαττούμενες δικαιολογίες (της εξουσίας) δεν παρουσιάζονται παρά μόνον όταν «ένα κατηγόρημα προσδιορίζεται μέσα σε μια πρόταση που χρησιμεύει ως υποκείμενο, σε ένα άλλο κατηγόρημα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νόμος περί μη ενημέρωσης (κατηγόρημα), που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση, κρίθηκε αντισυνταγματικός ως υποκείμενο σε ένα άλλο κατηγόρημα: την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ. Η γραμματολογική αυτή παρατήρηση τα λέει όλα. Είναι σαν να παρακολουθεί κανείς το φιλμ νουάρ του Μπράιαν ντε Πάλμα, «Μαύρη ντάλια», έχοντας όμως διαβάσει προηγουμένως πώς τελειώνει: πριν αποφασίσει ο Μπάκι τι θα κάνει, η Ραμόνα αυτοπυροβολείται. Πάει στην κόλαση ή στον παράδεισο; Αφήνω τον πολυσυζητημένο Βολταίρο να το κρίνει. Αυτός τουλάχιστον ισχυρίστηκε ότι « Ο παράδεισος βρίσκεται μόνον εκεί όπου είμαι εγώ».
Μπορεί να πει το ίδιο ο Μητσοτάκης για το «σινέ Μαξίμου»;
ΥΓ. Συμβαίνει κι εγώ να βρίσκομαι όχι ακριβώς στον παράδεισο αλλά στο «Σινεμά ο Παράδεισος» που παίζεται στο Μαξίμου χωρίς τον Τορνατόρε. Κι εγώ ζω τα κινηματογραφικά εφέ της ταινίας. Και συχνά δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω αν οι αιτίες των εφέ είναι ενδογενείς (αστική καταγωγή, ταλέντο, fitness, εισαγόμενοι σύμβουλοι) ή εξωγενείς (φτωχοποίηση α λα γκρέκα ή πλουτισμός α λα Γκυζώ).
Όπως επίσης δυσκολεύομαι να φανταστώ έως που θέλει να επεκτείνει εκείνο το «περισσότερο μπλέ» που ζήτησε από τους σταρτάπερ του την Παρασκευή στο Ζάππειο. Αλλά πάλι σκέφτομαι ότι το μέγα-εφέ του είναι η ίδια η ΝΔ, με ή χωρίς κασκαντέρ και καρεκλο-κένταυρους. Κι ακόμη με ή χωρίς τον ίδιο τον Μητσοτάκη, διότι αυτό το μακρόβιο, δεξιό κόμμα, ριζώνει στην δίψα για εφέ μιας κοινωνίας που επιβιώνει με το Survivor, στον δικό της Άγιο Δομίνικο, τον δικό της παράδεισο, την δική της τηλεόραση, την δική της πειραγμένη σμαραγδένια ζούγκλα -προς όφελος φυσικά της κόλασης των “ίδιων” και των “ίδιων” αλλά ποτέ των “άλλων”.
«Τα Νέα» του Σαββάτου, στο πρωτοσέλιδο, μας πληροφόρησαν ότι «ο καναπές κρύβει εκπλήξεις». Η τηλεόραση το ξέρει. Το ξέρει όμως και η καρέκλα ή το υποπτεύεται;