Με σκληρή κριτική στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας επιμένει ο Αρκάς κλείνοντας, σήμερα Παρασκευή, τον κύκλο «Καλημέρα» της εβδομάδας με ένα ακόμη πολιτικό μήνυμα το οποίο απευθύνει με τους στίχους του μεγάλου αρκά ποιητή Νίκου Γκάτσου.
Ο σκιτσογράφος καυτηριάζει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση ετών στη χώρα και βάζει στο στόμα του μικρού αλλά εφυούς Θανασάκη που βιώνει τη καθημερινότητα στη σημερινή Ελλάδα, τούς στίχους του μεγάλου ποιητή Νίκου Γκάτσου:
«Πότε θα ανθίσουμε τούτοι οι τόποι. Πότε θα έρθουν καινούργιοι άνθρωποι να συνοδεύσουν την βλακεία στην τελευταία της κατοικία;»… Νίκος Γκάτσος.
Το παραπάνω τετράστιχο του Νίκου Γκάτσου είναι από το ποιητικό του έργο «Ελλαδογραφία» του 1976 το οποίο μελοποιήθηκε από τους δύο κορυφαίους Ελληνες συνθέτες μας, Μάνο Χατζηδάκι και Μίκη Θεοδωράκη.
Ακολουθεί ολόκληρο το έργο:
Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί
των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς
εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.
Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.
Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά
φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας
κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,
αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν
του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας
κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,
αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν
δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της
περιδεούς ανθρωπότητος.
Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;
Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι
Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να
προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών
ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την
Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως
αι Αθήναι.
Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.
Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;