Ενας άντρας παρακολουθεί μια γυναίκα, με το τηλεσκόπιο που διαθέτει το σπίτι όπου φιλοξενείται. Η γυναίκα είναι όμορφη και το μάτι του άντρα «διψάει» να τη βλέπει καθώς γδύνεται. Η ηδονοβλεπτική πράξη γίνεται συνήθεια που διακόπτεται μόνο όταν ο ηδονοβλεψίας παρακολουθήσει σε απευθείας μετάδοση την άγρια δολοφονία της γυναίκας. Πάνω σ’ αυτή τη σκηνή θα βασιστεί η πλοκή της ταινίας του Μπράιαν ντε Πάλμα Διχασμένο κορμί. Δεν με ενδιαφέρει εδώ η εξέλιξη της δράσης, που θα γνωρίσει αρκετές ανατροπές (σπόιλερ δεν θα αποσπάσετε από εμένα!) αλλά η κατάδειξη αυτής της βασικής δομής: Η γυναίκα εκτίθεται στο βλέμμα, σεξουαλικοποιημένη. Η έκθεση αυτή ακολουθείται από τον θάνατό της, που στην ακραία του έκφραση βιώνεται ως αισθητικό γεγονός: ακόμα και νεκρή παραμένει πρωτίστως ένα ποθητό αντικείμενο.
Το μυαλό κάνει καμιά φορά περίεργους συνειρμούς: Σκέφτηκα την ταινία του Ντε Πάλμα, που έχω πάρα πολλά χρόνια να τη δω, διαβάζοντας ότι είναι σαν σήμερα, 3 Απριλίου, που ο διαβόητος Τζακ ο Αντεροβγάλτης ξεκίνησε να διαπράττει τις (ανεξιχνίαστες) δολοφονίες του το 1888. Σε ένα Λονδίνο της ταχείας εκβιομηχάνισης, όπου οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται, θα «ανθίσει» ένα τεράστιο κύμα σεξεργασίας. Πολλές (φτωχές) γυναίκες θα επιλέξουν την πορνεία ως τρόπο συμπλήρωσης του εισοδήματός τους. Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης θα χρησιμοποιήσει την «ηθική κατάπτωση» της πόλης ως τη δικαιοδοτική βάση των πράξεών του: οι δολοφονίες πορνών είναι ο τρόπος του να καταγγείλει τη διαφθορά των ηθών.
Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης έγινε ένας αστικός μύθος. Η μυθοποίηση αυτή, πρότυπο για κάθε σίριαλ κίλερ στο εξής, προκαλεί στη μαζική κουλτούρα ένα ωραίο παράδοξο: μιλώντας για τον Τζακ δεν μιλάμε για το βασικό μοτίβο των πράξεών του: τον έλεγχο της γυναικείας επιθυμίας. Είναι πάνω στο γνωστό μοτίβο τού «τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα» που η ηθική παρακμή καταγγέλλεται και αντιμετωπίζεται όχι με καμιά σοβαρή απειλή προς τις αιτίες της αλλά με τη δολοφονία αυτών που θα έπρεπε να εννοούνται ως θύματά της. Οι γυναίκες που επιλέγουν την πορνεία βρίσκονται εδώ να χρησιμεύουν στο νοσηρό μυαλό με διττό τρόπο: τη μια ως συμπτώματα του κακού κόσμου που πολεμά, αθώα θύματά του, την άλλη ως θύτες: ως κάποιες που δεν θέλουν να αλλάξουν και εντείνουν τη διαφθορά.
Εχει το ενδιαφέρον του, αλλά είναι συνήθως αυτοί που βροντοφωνάζουν ότι «δεν με νοιάζει τι κάνει ο άλλος στο κρεβάτι του» που ενδιαφέρονται μετά μανίας γι’ αυτό. Είναι προφανώς μεγάλη συζήτηση, που εμπλέκει πορίσματα πολλών επιστημών, από την ψυχολογία και την ψυχανάλυση ως την κοινωνιολογία και τη νομική, αλλά υπάρχει ένα μοτίβο που επανέρχεται, με διάφορους τρόπους στις κοινωνίες μας: ένα αντρικό βλέμμα θα ακολουθεί μια γυναίκα από απόσταση, θα κινητοποιεί μια επιθυμία και θα προκαλεί τον θάνατο.
Πολλές φορές αυτή η κίνηση θα είναι κυριολεκτική: όντως αυτός που σε ακολουθεί το βράδυ θα σου επιτεθεί. Ή και αυτός που σε θεωρεί άνθρωπό του, όπως συνέβη στην τελευταία περίπτωση γυναικοκτονίας (με πόσες ακόμα να μέλλονται να μας σοκάρουν για όσο διαρκεί μια είδηση στην επικαιρότητα;) μίας 28χρονης γυναίκας από τον πρώην σύντροφό της στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων – και μάλιστα έξω από το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής όπου είχε καταφύγει για να καταγγείλει το περιστατικό.
Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, τη βία θα την ασκήσει η ίδια η ύπαρξη του βλέμματος, μια βία εξ αποστάσεως που θα οριοθετεί το πεδίο δράσης σου. Δεν είναι δα και καμιά σοφία ότι το αντρικό βλέμμα κανοναρχεί τη γυναικεία παρουσία. Μας το έχει δείξει ο Τζoν Μπέργκερ στην εξέλιξη της δυτικής τέχνης, μας το δείχνουν καθημερινά οι αναπαραστάσεις στη δημόσια σφαίρα. Μας το δείχνει, εντέλει, η αμείλικτη επικαιρότητα.