Με τις αντικαταστάσεις των Παπασταύρου – Μπρατάκου από τους Βορίδη – Κουτνατζή και την επιστροφή μιας κάποιας ηρεμίας στο Μέγαρο Μαξίμου, η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα διάστημα δύο μηνών έως τις ευρωεκλογές, ώστε να αναστρέψει το βαρύ κλίμα των προηγούμενων εβδομάδων.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη οι προκλήσεις έχουν γίνει περισσότερες και σοβαρότερες από ό,τι θα ήλπιζε ή θα φανταζόταν, καθώς σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους από τις τελευταίες εκλογές και την σαρωτική του νίκη, συνεχίζει να τρέχει χωρίς αντίπαλο, όμως φαίνεται ότι σε πολλά και κρίσιμα πεδία η κυβέρνηση του έχει «λαχανιάσει».
Το κρίσιμο που αναδεικνύεται πολλαπλώς, είναι ότι κατά τους μήνες που προηγήθηκαν η κυβέρνηση και σε κάποιες περιπτώσεις, προσωπικά ο Πρωθυπουργός, επέλεξαν και έδωσαν τις λάθος μάχες για τους λάθος λόγους.
Έδωσαν ασύμμετρα μεγάλη πολιτική σημασία στο γάμο των ομοφύλων, άνοιξαν αχρείαστα κοινωνικά και άλλα μέτωπα (βλ. ένταση με την Εκκλησία) και ξόδεψαν ένα τεράστιο μέρος του πολιτικού και επικοινωνιακού τους κεφαλαίου, θεωρώντας ότι έχουν περιθώρια για σπατάλες, επειδή η αντιπολίτευση καρκινοβατεί και συνεχίζει να παλεύει με την μάλλον ανίατη αναξιοπιστία της.
Φαίνεται από τις μέχρι στιγμής ενδείξεις των προεκλογικών ομιλιών τον Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αντιπαραβολή της δικής του πολιτικής παρουσίας με την τοξικότητα της αντιπολίτευσης. Είναι μία συνταγή που πέτυχε στις προηγούμενες αναμετρήσεις, όμως δεν μπορεί να θεωρείται βέβαιο ότι θα έχει την ίδια επιτυχία και στις ευρωπαϊκές εκλογές.
Ο λόγος αυτής της ενδεχόμενης αποτυχίας είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν ασχολείται πλέον με την απειλή της τοξικότητας, οπότε δεν θα συγκινηθεί από το δίλημμα, ενώ την ίδια στιγμή, ένα άλλο καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοτικά τμήμα, επιθυμεί αυτήν ακριβώς την τοξικότητα, θέλει να εκφραστεί από αυτήν και δεν θα διστάσει να κάνει ακόμη και ακραίες ή έστω, εκκεντρικές πολιτικές επιλογές.
Το στοιχείο αυτό ενδέχεται να διαμορφώσει ένα νέο πολιτικό σκηνικό από τον Ιούνιο κι έπειτα. Δεν είναι απίθανο ο Μητσοτάκης και η ΝΔ να συνεχίσουν να κυριαρχούν, αλλά με ψαλιδισμένα φτερά, ο Κασσελάκης και ο Ανδρουλάκης να συνεχίσουν να τσακώνονται για τη δεύτερη θέση, δίχως όμως να έχει και ιδιαίτερη σημασία και ο Βελόπουλος να αναδειχθεί σε παράγοντα, ο οποίος θα γίνεται όλο και πιο ορμητικός και ενοχλητικός.
Η πολιτική εξίσωση με αυτές τις μεταβλητές και παραμέτρους θα πρέπει να εξεταστεί με προσοχή, από όλους όσους έχουν τα στοιχειώδη εφόδια για κάτι τέτοιο. Ο Μητσοτάκης μπορεί να μη χάσει, αλλά να βρεθεί σε περιπέτειες (και εσωκομματικές), ο Κασσελάκης και ο Ανδρουλάκης να μην νικήσουν και να αναγκαστούν σε άλλες επιλογές και η αναστάτωση να μετατραπεί σταδιακά σε μία συνθήκη ρευστότητας και αβεβαιότητας, που θα μοιάζει να έχει έρθει «από το πουθενά».
Την κύρια ευθύνη και αρμοδιότητα για την διαχείριση αυτού του κινδύνου είναι προφανές ότι την έχει ο Πρωθυπουργός, ο οποίος, σημειωτέον, έχει ακόμη τρία ολόκληρα χρόνια μπροστά του με πρώτη και κύρια αποστολή τη διακυβέρνηση της χώρας.