Όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθεί να οικοδομήσει ένα “success story” για την ελληνική οικονομία, οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες αποτυπώνουν μια κατάσταση, η οποία είναι ανησυχητική. Πρώτα από όλα, η εικόνα της ακρίβειας είναι απογοητευτική για τους πολίτες, οι οποίοι επιβαρύνονται όλο και περισσότερο. Παράλληλα, φαίνεται ότι τα μέτρα Σκρέκα είναι αναποτελεσματικά, καθότι συνεχίστηκαν οι μεγάλες ανατιμήσεις στα τρόφιμα και τον Μάρτιο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat, ενώ ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης για ένα εξάμηνο. Μάλιστα τον Μάρτιο εμφάνισαν και αντίθετες πορείες, με τον ελληνικό πληθωρισμό να αυξάνεται και ο αντίστοιχος της ευρωζώνης να μειώνεται.
Πέραν του παραπάνω, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός της….οικονομικής σύστασης του πληθυσμού στην Ελλάδα. Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής είναι αποκαλυπτικά για την έκταση της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία και αν συνυπολογιστεί ότι πάνω από 1,3 εκατ. Έλληνες ζουν με επιδόματα, τότε η εικόνα γίνεται εφιαλτική.
Η εκτεταμένη φτώχεια του πληθυσμού
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό\, με βάση τα στοιχεία του 2023, ανέρχεται στο 26,1% του πληθυσμού της Χώρας (2.658.400 άτομα), μένοντας σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2022 που ήταν στο 26,3%.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), παραμένοντας σταθερός σε σχέση με το 2022.
Το έτος 2023 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το έτος 2022), το 18,9% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Ο δείκτης αυτός ανερχόταν σε 21,4% το 2015 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2014) και έκτοτε παρουσιάζει πτωτική τάση, με εξαίρεση το 2021.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 στο σύνολο των 10.202.862 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Πάντως, τα «καμπανάκια» είχαν ηχήσει και κατά τις προηγούμενες μέρες, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα στοιχεία της Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα «φιγουράρει» στην προτελευταία θέση της σχετικής κατάταξης.
Η απώλεια του κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Ας δούμε όμως, γιατί είναι τόσο προβληματικό αυτό το στοιχείο πέρα του πέρα για πέρα εμφανούς ζητήματαος. Δηλαδή ότι οι πολίτες της χώρας είναι οι δεύτεροι πιο φτωχοί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την ανάλυση Focus του Ινστιτούτου ΕΝΑ, το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 85% του μέσου όρου των 27 χωρών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέχρι το 2009 ακολουθούσε αυξητική πορεία. Οι πιο εμφανείς αυξήσεις σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της ένταξης στην Ευρωζώνη, μεταξύ 2001 και 2004, φτάνοντας το 98% του μέσου όρου της ΕΕ-27, παραμένοντας σχετικά σταθερό μέχρι το 2009. Σε όλη αυτή την περίοδο το ελληνικό κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν υψηλότερο από 13 χώρες της ΕΕ: Όλες τις χώρες ΚΑΕ (Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, βλ. χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), καθώς και τη Μάλτα και την Πορτογαλία. Τότε η Ελλάδα ήταν στην κατηγορία της Νότιας Ευρώπης.
Από το 2010, με την έναρξη της κρίσης και των μνημονίων, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Το 2011 το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Ελλάδας είχε κατρακυλήσει στο 75% του μέσου όρου της ΕΕ, πέφτοντας όχι μόνο κάτω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα αλλά και από την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Ελλάδα άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε εκείνη της «Ανατολικής Ευρώπης».
Μέχρι το τέλος των μνημονίων το 2018, η χώρα μας έχασε μερικές ακόμα μονάδες και έφτασε στο 66% του μέσου όρου, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και την Κροατία, περνώντας πλέον στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Από το 2019 μας πέρασε και η Κροατία και από τότε μέχρι σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος, οριακά πάνω από τη Βουλγαρία.
Η κρίση και η στατικότητα
Το πιο προβληματικό σημείο που αναδεικνύουν τα στοιχεία δεν είναι η χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια, αλλά η στασιμότητα, σύμφωνα πάντα με την ανάλυση του Ινστιτούτου. Παρά το τέλος των μνημονίων και τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να καλύψει παρά μόλις μία μονάδα απόστασης από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο: από 66% το 2018 κατάφερε να φτάσει το 67% πέρυσι.
«Με δεδομένο ότι η Ελλάδα από το 2019 και μετά καταγράφει υψηλότερο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης από τον μέσο όρο της ΕΕ (με εξαίρεση το 2020 που η ύφεση ήταν εντονότερη) η αδυναμία κάλυψης της απόστασης σε κατά κεφαλή όρους και μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει δύο πιθανές εξηγήσεις. Είτε ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνεται πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό, είτε οι ελληνικές τιμές αυξάνονται πιο γρήγορα από τις ευρωπαϊκές», αναφέρεται στην ανάλυση του Ινστιτούτου.
Οικονομικές δυσκολίες των νοικοκυριών
Προφανώς και η προβληματική αυτή συνθήκη έχει δημιουργήσει μεγάλα ζητήματα στους πολίτες, οι οποίοι τα βγάζουν πέρα πολύ δύσκολα, εξαιτίας και της ακρίβειας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 77,3% του φτωχού πληθυσμού και το 36,6% του μη φτωχού της χώρας δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 438 ευρώ.
Παράλληλα, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις) ανέρχεται σε 13,5%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις) ανέρχεται σε 16,6%. Αυτό προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2022, από την ΕΛΣΤΑΤ.