Αυτή την Κυριακή 7 Απριλίου, «Tο Βήμα» δίνει «βήμα στην ιστορία» – Το «Ένδοξο» 2004. Ολυμπιακοί αγώνες. Ευρωπαϊκό κύπελλο στο ποδόσφαιρο. Ελλάδα και Κύπρος στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα στα καλύτερά της!
«Ολυμπιακοί Αγώνες , Ευρωπαϊκή «Κούπα» στο ποδόσφαιρο, Ελλάδα και Κύπρος στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκούσε ένα από τα τρία για να θυμόμαστε το 2004, πόσο μάλλον και τα τρία μαζί. Η Ελλάδα στα καλύτερά της. Ήταν μια συναστρία εθνικών εκλάμψεων; Ή μήπως ένα μοτίβο που κατά καιρούς επαναλαμβάνεται στην πορεία αυτού του τόπου; Υπήρξε ένα «πριν» που τα προετοίμασε; Και τι έγινε «μετά»;
Αυτά τα τρία μείζονα γεγονότα του 2004, που έμειναν στη μνήμη μας, ανήκουν σε διαφορετικά πεδία και έχουν προφανώς διαφορετικό βάρος. Παρά ταύτα έχουν κάποια κοινά στοιχεία που ερμηνεύουν την τελική επιτυχία. Κατ’ αρχάς, έθεταν έναν σαφή και φιλόδοξο στόχο. Να μπούμε στην ΟΝΕ και στη συνέχεια να βάλουμε την Κύπρο, να κάνουμε καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες, να σταθούμε αξιοπρεπώς στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Μια ικανή ηγεσία αναλάμβανε, εν είδει αποστολής, να προσπαθήσει να τους πετύχει. Σχηματιζόταν μια ομάδα ανθρώπων με ταλέντο και αφοσίωση στον ίδιο στόχο. Διαμορφωνόταν ένα ρεαλιστικό και ορθολογικό σχέδιο. Παραμερίζονταν με αποφασιστικότητα τα συνεχή εμπόδια που έβαζαν οι καθημερινές παθογένειες της κοινωνίας, της πολιτικής και της γραφειοκρατίας. Το «πριν», η κατάσταση από την οποία ξεκινούσε η προσπάθεια, ήταν συνήθως προβληματική και γι’ αυτό χρειαζόταν ένα «τέντωμα των δυνάμεων» για να καλύψουμε σε λίγο χρόνο τις καθυστερήσεις και τις ολιγωρίες. Βαθμιαία, όσο η επιτυχία άρχιζε να φαντάζει πιθανή, παρέσυρε ευρύτερο κόσμο κάνοντας ανεκτές τις αναγκαίες θυσίες στην περίπτωση της πολιτικής είτε προκαλούσε μαζικό ενθουσιασμό στην περίπτωση των αθλητικών επιτυχιών.
Το πρόβλημα παρουσιαζόταν όμως στο «μετά». Πώς αξιοποιήσαμε τις επιτυχίες; Τι κεφαλαιοποιήσαμε ως χώρα; Η εγκατάλειψη πολλών ολυμπιακών έργων εικονογραφεί το πρόβλημα, όπως και η αργή παρακμή του ελληνικού ποδοσφαίρου μετά τον θρίαμβο. Ακόμα πιο επώδυνο ήταν ωστόσο το «μετά» στην πολιτική ζωή του τόπου. Στην Ελλάδα η μεταρρυθμιστική αδράνεια των κυβερνήσεων μετά το 2004 άφησε τη χώρα εκτεθειμένη στη θύελλα της διεθνούς κρίσης που ήρθε το 2008. Στην Κύπρο η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν οδήγησε σε επίλυση του Κυπριακού. Εξάλλου, στη διάρκεια όλης αυτής της τροχιάς από το «πριν στο μετά» ο δημόσιος λόγος αναπαρήγαγε για άλλη μια φορά το γνωστό από την ιστορία μας μοτίβο: την εναλλαγή του αυτοθαυμασμού και του αυτο-οικτιρμού. Από τη μια, «Ελλάς το μεγαλείο σου», από την άλλη, αυτοθυματοποίηση και αίσθημα διεθνούς καταδίωξης.
Ας μη μηδενίζουμε όμως τα πράγματα. Τελικά, η Ελλάδα ήταν και είναι ικανή να περνά μέσα από αυτές τις συμπληγάδες σημειώνοντας σημαντικές επιτυχίες, έστω την τελευταία στιγμή. Ίσως και αυτή να είναι η παρακαταθήκη των μεγάλων στιγμών του 2004, των πολιτικών και των αθλητικών. Η υπενθύμιση ότι μπορούμε. Ότι πέρα από τον μύθο του «περιούσιου λαού» και τον αντίθετο, του «εξαρτημένου και αδικημένου έθνους», υπάρχει μια Ελλάδα που πορεύτηκε, πορεύεται και μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται, με ασυνέχειες και μεταπτώσεις, σε έναν δρόμο που την έφερε και την κρατά μεταξύ των πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου. Και κυρίως, ότι κράτησε και κρατά στα χέρια της την ευθύνη τόσο για τις επιτυχίες της όσο και για τις αποτυχίες της.»
Από τον πρόλογο του Γ. Βούλγαρη.