Ένα παιχνίδι εξουσίας με πρόσχημα τον έρωτα. Στο φόντο ένα ατμοσφαιρικό ατελιέ με δημιουργίες που γοητεύουν ενώ οι κούκλες απογυμνώνονται και οι χαρακτήρες αλλάζουν ρόλους και θέσεις αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον. Ποιος είναι ο εξουσιαστής και ποιος ο εξουσιαζόμενος; Τρεις οι βασικοί χαρακτήρες – η γνωστή σχεδιάστρια Πέτρα φον Καντ που ερωτεύεται παράφορα την Κάριν, φιλόδοξο μοντέλο και η σιωπηλή βοηθός της Μαντλέν.
Διαχρονικά και σχεδόν μυθικά στην φιλμογραφία του Γερμανού σκηνοθέτη και συγγραφέα Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», δικό του θεατρικό έργο που ο ίδιος μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το 1972, επιστρέφουν στην ελληνική θεατρική σκηνή και στο Θέατρο Άνεσις σε μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία της Έφης Ρευματά με τη Βίκυ Βολιώτη στον ομώνυμο ρόλο και την Κατερίνα Αγγελίτσα και τον Αντώνη Καρναβά να την πλαισιώνουν επί σκηνής. Στο βίντεο της παράστασης εμφανίζονται: η Αγγελική Παραδεισανού, η Ευδοκία Ρουμελιώτη και η Άντζελα Γκερέκου. Τα υπέροχα κουστούμια είναι δημιουργίες της Λουκίας.
Αγέρωχο στο χρόνο, το έργο του Φασμπίντερ – σχολιάζει στο ΒΗΜΑ η Βίκυ Βολιώτη – γυρίζει τον καθρέφτη στο πρόσωπο μας αντανακλώντας τις σχέσεις εξουσίας που αναπαράγουμε όχι μόνο στον έρωτα αλλά και σε κάθε άλλη σχέση μας. Μέσα από ένα homage στην κινηματογραφική πλευρά του δημιουργού και ένα αλλεπάλληλο παιχνίδι αντιστροφής των ρόλων επί σκηνής, η Πέτρα αναδεικνύεται ως μια γυναίκα που διεκδικεί με λύσσα την ελευθερία και ανεξαρτησία της αλλά με το ίδιο πάθος και την ίδια δύναμη θα γλιστρήσει στον ρόλο του εξουσιαστή.
«Σήμερα με ιδιαίτερη βιαιότητα και επιπολαιότητα μπαίνουμε σε μια εξουσιαστική σχέση με τους άλλους», παρατηρεί η πρωταγωνίστρια της σύγχρονης εκδοχής της Πέτρα φον Καντ και μας παίρνει μαζί της στις διαδρομές της, εκεί που η αγαπημένη ηθοποιός συναντιέται και συνομιλεί με το είδωλο του Φασμπίντερ.
Η γοητεία του Φασμπίντερ
Τα τελευταία χρόνια παίζετε και σκηνοθετείτε στο θέατρο έργα που φέρουν μια ιδιαίτερη σφραγίδα. Ενδεικτικά αναφέρω τα θεατρικά σας «Μια ιστορία αγάπης» του Αλέξις Μίχαλικ σε σκηνοθεσία Σ. Κακάλα, «Ιζαμπέλ Ρεμπώ – Ο δικός μου Αρθούρος» της Ευσταθίας σε δική σας σκηνοθεσία, «Kabarett Katakombe» στο Faust με νέους καλλιτέχνες, «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Ε. Μαυρίδου. Πώς βρέθηκε ο Φασμπίντερ στη διαδρομή σας;
Το έργο ήταν μια πρόταση από την Έφη Ρευματά, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια μου είχε μιλήσει για την επιθυμία της να σκηνοθετήσει το έργο αυτό, το οποίο γνώριζα καλά και λόγω της γερμανικής μου καταβολής και καταγωγής, αλλά και από την κινηματογραφική ταινία και όταν το αποφάσισε πλέον πέρυσι οριστικά ότι θα το κάνει και μου το πρότεινε, το αποδέχτηκα με μεγάλη χαρά.
Πρώτον, επειδή είναι ένα εξαιρετικό έργο, δεύτερον, επειδή ο κόσμος του Φασμπίντερ είναι ακραία γοητευτικός, τρίτον, επειδή ο ρόλος είναι πολύ προκλητικός για μία ηθοποιό και τέταρτον, επειδή αγαπώ πολύ την Έφη και την εμπιστεύομαι, είναι φίλη μου πάρα πολλά χρόνια. Με την Έφη ήμασταν μαζί στο σχολείο, αλλά τώρα πρώτη φορά βρεθήκαμε και επαγγελματικά και ήταν όλο μια πολύ ευτυχής συγκυρία.
«Επειδή πια βλέπουμε τα πάντα μέσα από μία πολύ εγωκεντρική και προσωποκεντρική ματιά, πολύ λίγο μπαίνουμε στη θέση του άλλου, με αποτέλεσμα σχεδόν όλες μας οι σχέσεις να είναι εξουσιαστικές και κακοποιητικές».
Πώς θα συστήνατε σήμερα την Πέτρα φον Καντ στον θεατή; Έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο και παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο θέατρο, κατόπιν στο σινεμά. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει γεράσει, παραμένει ένα διαχρονικό έργο.
To έργο δεν έχει γεράσει, ακριβώς γιατί είναι παρμένο από τα προσωπικά βιώματα του Φασμπίντερ. Η Πέτρα φον Καντ είναι ένα είδωλο του Φασμπίντερ στον καθρέφτη και οτιδήποτε είναι τόσο προσωπικό ταυτόχρονα είναι και πολύ ανοιχτό προς πολλές κατευθύνσεις, δηλαδή το προσωπικό αφορά πολύ περισσότερους ανθρώπους παρά το μη προσωπικό. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, οι άνθρωποι έχουμε τις ίδιες πλευρές σε διαφορετικές εκδοχές, αλλά έχουμε τις ίδιες καταβολές. Οπότε αυτό που εκφράζει κανείς πολύ προσωπικά εκφράζει και τους περισσότερους ανθρώπους.
Ο Φασμπίντερ φτιάχνει μια ηρωίδα, η οποία είναι είδωλο του εαυτού του και της ερωτικής σχέσης του με έναν άντρα, που είναι μια σχέση εξουσιαστική. Εδώ μιλάμε για την εξουσία στον έρωτα και το πώς αλλάζει ένα πρόσωπο. Δηλαδή πώς ξαφνικά αυτός που είναι ο εξουσιαστής γίνεται εξουσιαζόμενους και τούμπαλιν. Αυτό είναι κάτι με το οποίο παλεύει ο άνθρωπος διαχρονικά, με το πώς τοποθετείται στις σχέσεις του, όχι μόνο τις ερωτικές. Με αυτόν τον γνώμονα μιλάω για την Πέτρα φον Καντ και το πώς προσπαθούμε μέσα από τις σχέσεις μας να εξουσιάζουμε τον άλλον.
Σήμερα με ιδιαίτερη βιαιότητα και επιπολαιότητα μπαίνουμε σε μια εξουσιαστική σχέση με τους άλλους. Επειδή πια βλέπουμε τα πάντα μέσα από μία πολύ εγωκεντρική και προσωποκεντρική ματιά, πολύ λίγο μπαίνουμε στη θέση του άλλου, με αποτέλεσμα σχεδόν όλες μας οι σχέσεις να είναι εξουσιαστικές και κακοποιητικές. Μέσα από την Πέτρα θέλω δείξω, επίσης, πόσο γρήγορα αναποδογυρίζουν οι ρόλοι και εκεί που πιστεύουμε ότι είμαστε εμείς ο εξουσιαστής και αυτός που κρατάει τα ηνία πάρα πολύ εύκολα μπορεί να γίνουμε εμείς τα θύματα ενός άλλου που εξουσιάζει.
Ποιες άλλες αναγνώσεις του έργου θα ξεχωρίζατε σε αυτή τη διασκευή;
Με ενδιέφερε ως ηθοποιό να φωτίσω περισσότερο το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι αυτονόητα ανεξάρτητη και δεν είναι αυτονόητα δυναμική, όπως μπορούμε να πούμε για κάποιες γυναίκες που σήμερα μεγαλώνουν με αυτή τη βεβαιότητα. Η Πέτρα φον Καντ μεγαλώνει σε μια άλλη εποχή, όπου αυτό δεν ήταν αυτονόητο και διεκδικεί την ανεξαρτησία της και τη δύναμή της. Η ίδια αποφασίζει να χωρίσει από έναν σύζυγο, ο οποίος εξαιτίας της επιτυχίας της γυναίκας του, την οποία δεν μπορεί να αντέξει, γίνεται κακοποιητικός απέναντί της.
Την Πέτρα την βρίσκουμε στην αρχή του έργου να είναι σε αποθεραπεία από τον πρόσφατο χωρισμό της, τον οποίο με λύσσα διεκδίκησε για να μπορέσει να διαχειριστεί τον εαυτό της. Άρα, λοιπόν, είναι μια γυναίκα η οποία διεκδικεί την ελευθερία της, δεν είναι αυτονόητα ελεύθερη και είναι πολύ σημαντικό αυτό να το δούμε στο έργο.
Το πώς αυτή η γυναίκα, ενώ με λύσσα διεκδικεί την ελευθερία της, με λύσσα διεκδικεί το να είναι ανεξάρτητη και αυτοδιάθετη, με την ίδια ευκολία γλιστράει σε μια σχέση πάλι, η οποία είναι κακοποιητική, αλλά και που η ίδια πάρα πολύ εύκολα μπαίνει στη διαδικασία να υπάρξει ως Πυγμαλίωνας κάποιου άλλου, το οποίο είναι επίσης κακοποιητικό. Όταν επιχειρούμε να διαμορφώσουμε έναν άνθρωπο, όπως εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι και τον θέλουμε, να είμαστε δηλαδή εμείς οι «θεοί», είναι εξίσου κακοποιητικό.
Πρόκειται για ένα έργο, το οποίο έχει ανέβει στο παρελθόν στο ελληνικό θέατρο από τη Ρούλα Πατεράκη με πρωταγωνίστρια την Μπ. Αρβανίτη, την Άντζελα Μπρούσκου με την Κ. Καραμπέτη και στο ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Κ. Βασιλειάδου και Χ. Πεχλιβανίδη. Φυσικά έχουμε πάντα στο νου μας την ταινία του Φασμπίντερ. Αισθανθήκατε ποτέ ότι θα αναμετρηθείτε με τη μυθολογία που περιβάλλει το συγκεκριμένο, εμβληματικό στην εργογραφία του Φασμπίντερ, έργο;
Βεβαίως πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο, όμως όχι δεν αισθάνομαι ότι με βαραίνει η ευθύνη ενός ρόλου και η ευθύνη των προηγούμενων παραστάσεων. Αυτή είναι η λειτουργία του θεάτρου.Τα μεγάλα έργα επαναλαμβάνονται και κάθε εποχή τα βλέπει με το δικό της μάτι και κάθε ηθοποιός με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Αυτή είναι και η δουλειά μας, να ζωντανεύουμε ένα έργο, όπως το ζητάει η εποχή και όπως το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι που κάθε φορά αναλαμβάνουν το εγχείρημα. Γιατί αλλιώς το θέατρο θα ήταν άπαξ μια παράσταση την οποία θα έβλεπαν οι θεατές και δεν θα υπήρχε ανάγκη και διάθεση από κανέναν να ξαναδεί ένα έργο που απλώς παριστάνεται επί σκηνής. Οπότε όχι, δεν αισθάνομαι αυτό το βάρος.
Η ταινία ούτως ή άλλως είναι επίσης μιας αισθητικής άλλης εποχής με πολύ σπουδαίο εκτόπισμα και με αντίκτυπο πολύ μεγάλο, αλλά όπως προείπατε, έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο και οφείλουμε να δούμε τα πράγματα με μια άλλη οπτική. Από την πλευρά μου το είδα σαν να συμμετέχω σε έναν ωραίο χορό, σε ένα τεράστιο καρουσέλ, όπου ο ένας δίνει στον άλλον τη σκυτάλη.
Αποδοχή της διαφορετικότητας
Τον χαρακτήρα της Μαντλέν τον υποδύεται ένας άντρας ηθοποιός, ο Αντώνης Καρναβάς. Θα μπορούσαμε να δώσουμε στην παράσταση τον χαρακτηρισμό queer;
Είμαστε άνθρωποι και ο καθένας έχει τη δική του ταυτότητα και τη δική του προσωπικότητα. Δεν χρειάζεται να ονοματίζουμε κάτι για να έχει υπόσταση. Μέσα από τις συζητήσεις που έκανα με την Έφη Ρευματά κατάλαβα ότι την ενδιέφερε πρώτα από όλα να δώσει μια πτυχή του χαρακτήρα της Πέτρα που είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας, ότι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ανοιχτός στο διαφορετικό και στο άλλο από αυτό που είναι εκείνη, πέφτει παρ’ όλα αυτά, στη λούμπα της αναπαραγωγής ενός στερεότυπου μοντέλου ερωτικής σχέσης. Οι άνθρωποι όσο διαφορετικοί και να είμαστε, όσο ελεύθερο και ανοιχτό μυαλό και να έχουμε, υπάρχει η στιγμή εκείνη που μπορεί να αναμασήσουμε ένα στερεοτυπικό μοντέλο, δυστυχώς.
«Πιστεύω ότι η αγάπη δεν έχει φύλα ούτε ο έρωτας έχει φύλα».
Η Μαρλέν ως χαρακτήρας είναι τόσο μυστηριώδης που χωράει πολύ μεγάλη συζήτηση για το τι είναι, τι σημαίνει, τι φέρει. Τι είναι αυτός ο άνθρωπος ο οποίος δεν μιλάει ποτέ για τον εαυτό του, δεν ξέρει κανείς τίποτα, δεν του δίνεται ο λόγος να μιλήσει, όπως συνέβαινε δυστυχώς μέχρι πολύ πρόσφατα σε ανθρώπους οι οποίοι ένιωθαν και ήταν ‘’διαφορετικοί’’ από τους υπόλοιπους. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι δεν είχαν λόγο. Οπότε με έναν τρόπο, θέλουμε μέσα από την παράσταση να δείξουμε ότι, όχι, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν λόγο και πρέπει να τους δοθεί επιτέλους η ταυτότητα αυτού που θέλουν να είναι. Δεν μπορεί να είναι πάντα στο σκοτάδι.
Σε μια περίοδο που έχει ανοίξει η συζήτηση γύρω από ζητήματα προσδιορισμού της σεξουαλικής ταυτότητας και ατομικών δικαιωμάτων, αναρωτιέμαι πόσο σας ενδιαφέρει η ανάδειξη του θέματος της διαφορετικότητας δεδομένου ότι και στο γαλλικών καταβολών «Μια ιστορία αγάπης» ασχοληθήκατε με τη σχέση δύο γυναικών, θεατρικό το οποίο θίγει το θέμα της πρόσβασης των γυναικών και των ομόφυλων ζευγαριών στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Και στο «Μια ιστορία αγάπης» αλλά και τώρα στον Φασμπίντερ, αλλά βέβαια και στην «Ιζαμπέλ Ρεμπώ» που προηγήθηκε, υπάρχει το στοιχείο της αποδοχής της διαφορετικότητας. Στην «Ιστορία αγάπης», που είναι ένα έργο το οποίο όταν το διάβασα ενθουσιάστηκα, με συγκίνησε και με μαγνήτισε η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων και η σχέση τους, η οποία δεν είχε φύλο. Πιστεύω ότι η αγάπη δεν έχει φύλα ούτε ο έρωτας έχει φύλα. Δεν έμεινα καθόλου στο γεγονός ότι το θεατρικό αφορούσε δύο γυναίκες, όπως και τώρα, νομίζω ότι η δυναμική των «Πικρών δακρύων της Πέτρα φον Καντ» δεν έχει να κάνει με το ότι ασχολείται με τη σχέση δύο γυναικών. Έχει να κάνει με το το ότι αφορά μια διάσημη και επιτυχημένη γυναίκα σε σχέση με έναν νεότερό της άνθρωπο, που δεν έχει ολοκληρωμένη προσωπικότητα και δεν ξέρει ακόμα προς τα πού θέλει να πάει τη ζωή του. Δεν στέκομαι στο γεγονός ότι είναι δύο άνθρωποι του ίδιου φύλου, γιατί για μένα αυτό δεν είναι θέμα που να χωράει συζήτηση.
Για μένα είναι δεδομένο ότι άνθρωποι του ίδιου φύλου αγαπιούνται, όπως αγαπιούνται άνθρωποι διαφορετικών φυλών. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια μου είναι αυτονόητο δύο άνθρωποι του ίδιου φύλου να αποκτούν παιδιά και να θέλουν παιδιά και να επιθυμούν παιδιά και να μπορούν να έχουν παιδιά. Δεν τίθεται θέμα προς συζήτηση. Με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να πει ότι ναι, με απασχολεί, αλλά με απασχολεί ως κάτι το οποίο είναι αυτονόητο.
Επιστροφή στις ρίζες
Στο θέατρο τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί σε σχέση κάθε φορά με ένα έργο; Με τον Φασμπίντερ, για παράδειγμα, θα λέγατε ότι «Τα Πικρά Δάκρυα..» συνιστούν μια επιστροφή στις ρίζες σας, λόγω των γερμανικών σας καταβολών και της γερμανικής ταυτότητας του έργου;
Σίγουρα, ναι. Επικοινωνώ με το κείμενο με έναν τρόπο υπόγειο, ο οποίος με συγκινεί, γιατί αναγνωρίζω στο πρωτότυπο κείμενο, όχι στο μεταφρασμένο, πράγματα τα οποία είναι πολύ βαθιά μέσα μου. Οι εικόνες και οι προσλαμβάνουσες που έχω, φτάνουν. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας μου, από τον οποίο έχουν περάσει πια αρκετά χρόνια, υπήρξε μια μεγάλη περίοδος όπου αυτό το κομμάτι μου θέλησα να το αναμοχλεύσω. Τι σημαίνει για μένα η γερμανική μου πλευρά; Τι σημαίνει για μένα το ότι έχω ρίζες εκεί; Τι σημαίνει για μένα το ότι ενώ έχω ρίζες, μεγαλώνω εδώ; Και μεγάλωσα εδώ και ζω εδώ και δουλεύω εδώ.
Ξέρετε, είναι μεγάλη η διαδρομή που διανύει κάποιος ο οποίος είναι παιδί ενός μικτού γάμου, δύο διαφορετικών, αλλά ταυτόχρονα και όχι τόσο διαφορετικών, πολιτισμών. ‘Εχει και πόνο, έχει και πολλή χαρά το να γυρίσεις πίσω και να ξανακάνεις αυτή τη διαδρομή. Οπότε για μένα ήταν πολύ σημαντικό να βουτήξω πάλι στα γερμανικά νερά. Έχει περάσει καιρός από το θάνατο της μητέρας μου, όμως σαφέστατα είναι κάτι το οποίο υπάρχει μέσα μου και κάθε τόσο αναδύεται. Ένας άλλος γνώμονας που με οδηγεί είναι η επιθυμία να βρίσκω έργα και να να συμμετέχω σε παραστάσεις οι οποίες ανασύρουν την καλή πλευρά μας. Νομίζω ότι έχω αυτή την ανάγκη.
Δεν έχω ανάγκη να θυμίζω ξανά και ξανά στον εαυτό μου την κακή πλευρά, αλλά την καλή και να προσπαθώ να τη φέρνω συνέχεια στο φως, γιατί έτσι νομίζω ότι μπορεί να επικρατήσει το καλό, να σας το πω έτσι πολύ αφελώς.
Ενδεχομένως και οι θεατές να το έχουν ανάγκη αυτό.
Υπάρχουν θεατές που έχουν ανάγκη να ταρακουνιούνται άσχημα και αυτό να τους ξεσηκώνει και υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι έχουν ανάγκη να γλύφουν τις πληγές τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κρύβουμε τις πληγές, δηλαδή να μην αναγνωρίζουμε ποια είναι τα προβλήματα, τα τρωτά και τα άσχημα, αλλά πρέπει να προσπαθούμε να τα θεραπεύουμε και όχι να ξύνουμε την πληγή ξανά και ξανά.
Στο θέατρο είστε παρούσα, όχι όμως στο σινεμά και στην τηλεόραση. Έχετε αποστασιοποιηθεί;
Το σινεμά για μένα είναι πολύ μεγάλη αγάπη. Ξεκίνησα από το σινεμά, στη νεότητά μου έκανα πολλές ταινίες. Μου λείπει πάρα πολύ το σινεμά. Θα είμαι πολύ ειλικρινής: δεν υπάρχουν προτάσεις. Δεν είναι, δηλαδή, κάτι που εγώ το έχω αποφύγει, αλλά δεν έχει έρθει προς εμένα. Ναι, οι παραγωγές είναι λίγες. Πάντα το ελληνικό σινεμά είχε την ανάγκη να στρέφεται προς τους νεότερους, οπότε καταλαβαίνω αυτό που γίνεται, δεν είναι κάτι το οποίο μου είναι άγνωστο. Αλλά μου λείπει, η αλήθεια είναι. Η τηλεόραση για πάρα πολλά χρόνια ούτως ή άλλως ήταν ανενεργή. Τώρα που επανέκαμψε δεν έχει τύχει να έχω προτάσεις τις οποίες να πω ότι θα ήθελα να κάνω.
Η τηλεόραση δεν έκλεισε με την επιστροφή σας στο Λόγω Τιμής…
Καθόλου, ίσα ίσα. Αγαπώ πολύ και την τηλεόραση και το σινεμά. Αγαπώ ό,τι έχει να κάνει με την κάμερα, ίσως επειδή ξεκίνησα από εκεί, είναι κάτι που αγαπώ πολύ. Δεν έχει κλείσει σε καμία περίπτωση, μέχρι να αποδεχτώ ωραίες προτάσεις.
Γνωρίζετε πώς το «Λόγω τιμής» – θα το έχετε ακούσει πολλές φορές – σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου στα φοιτητικά μου χρόνια. Το λέω σαν μια προσωπική κατάθεση, γιατί πάντοτε θα συμβολίζει κάτι μοναδικό στην ελληνική τηλεόραση, έχοντας πιάσει τον παλμό της εποχής του…
Ισχύει αυτό που λέτε και για εμάς που συμμετείχαμε σε αυτό ήταν κάτι μαγικό. Το «Λόγω τιμής» σημάδεψε τη νεότητα μιας ολόκληρης γενιάς και είναι σημαντικό επειδή είναι ταυτισμένο με τη νιότη μας και ό,τι είναι ταυτισμένο με τη νιότη μας, έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα μέσα μας.
INFO «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», Θέατρο Άνεσις – Μικρή Σκηνή, Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21.00