Έκτακτη είδηση: «Επίθεση 19χρονου σε σχολείο στα Πατήσια: Τραυμάτισε διευθυντή και μαθητή με μαχαίρι και σφυρί». Ο ήχος της ειδοποίησης διέκοψε στιγμιαία το σταθερό κουδούνισμα αναμονής μιας κλήσης.
«Έρευνα του 2022 του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής έδειξε ότι ένας στους τρεις μαθητές έχει εμπλακεί σε περιστατικό βίας τον τελευταίο χρόνο. Δεν έχουν καλλιεργηθεί οι δεξιότητες στα παιδιά ώστε για να διαχειριστούν τις ενδεχόμενες συγκρούσεις, να μπορέσουν να θέσουν τα όριά τους.
Η βία πάντα υπήρχε. Πλέον, υπάρχει μια ποιοτική αλλαγή, με τη βιαιότητα των περιστατικών να είναι εξαιρετικά έντονη. Η καθημερινή παρουσία κοινωνικού λειτουργού και ψυχολόγου σε κάθε σχολείο είναι πραγματικά αυτό που χρειαζόμαστε ώστε να γίνει ουσιαστική διαχείριση της βίας.
Η λύση δεν είναι να πάμε σε γραφειοκρατικά μέτρα για την καταπολέμησή της, όπως είναι οι πλατφόρμες καταγγελιών. Διαχείριση και πάνω από όλα πρόληψη», είναι τα πρώτα λόγια του Κώστα Βαγιάτη, Κοινωνικού Λειτουργού και Οργανωτικού Γραμματέα στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος.
Χρειάστηκαν 36 χρόνια για να μπει ο κοινωνικός λειτουργός στα σχολεία
Οι κοινωνικοί λειτουργοί έχουν θεσμοθετηθεί στα σχολεία με προεδρικά διατάγματα από το 1978, χωρίς αυτό να συνεπάγεται σύστασης θέσεων.
Από τη δεκαετία του ’90 ξεκινούν κοινωνικοί λειτουργοί να στελεχώνουν τα ειδικά σχολεία και φτάνουμε στο 2014 για να μπουν οι πρώτοι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι στα γενικά σχολεία (τυπικής εκπαίδευσης).
Τα παράδοξα δεν σταματούν εδώ. Ένας κοινωνικός λειτουργός κι ένας ψυχολόγος δρουν ως ομάδα κι έχουν υπό την εποπτεία τους πέντε σχολεία (είτε στην πρωτοβάθμια είτε στη δευτεροβάθμια), ένα για κάθε ημέρα.
Όταν ξεκίνησαν το 2014 μπορεί να έπρεπε να πάνε ακόμα και σε επτά σχολεία, συνθήκη που έπειτα από δικές τους πιέσεις αναδιαμορφώθηκε, καταλήγοντας στα πέντε ώστε να υπάρχει και μια επαναληψιμότητα ανά εβδομάδα.
Οι απλοϊκοί μαθηματικοί υπολογισμοί που απαιτούνται αποσαφηνίζουν τις αναλογίες. Ένας κοινωνικός λειτουργός κι ένας ψυχολόγος αντιστοιχούν σε 800-1000 μαθητές. Και φυσικά κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι δεν υπάρχουν σε όλα τα σχολεία.
Λειτουργούν πυροσβεστικά
«Αυτό που κάνουμε είναι να εστιάσουμε στα πιο επείγοντα προβλήματα που χρήζουν άμεση παρέμβαση κι όχι στο να κάνουμε άλλες δράσεις πρόληψης.
Ο κοινωνικός λειτουργός έχει καθημερινά στη διάθεσή του έξι διδακτικές ώρες, μέσα στις οποίες θα πρέπει να δει έναν γονέα, έναν δεύτερο γονέα, να δει τον μαθητή. Ποιον θα προλάβει να πρωτοδεί;
Να σας δώσω παραδείγματα. Θα δει τον μαθητή που μπορεί να έχει μια συμπεριφορά επιθετική; Θα δει τον μαθητή ο οποίος αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες;
Γιατί ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού και του ψυχολόγου δεν είναι μόνο για τον μαθητή που προβληματίζει με τη συμπεριφορά του, είναι και για τον μαθητή ο οποίος δυσκολεύεται στα μαθήματα. Τα δύο αυτά σχετίζονται και συνδέονται μεταξύ τους.
Σε αυτή την περίπτωση ο κοινωνικός λειτουργός θα μιλήσει με τον μαθητή και μετά θα μιλήσει με την οικογένειά του ώστε να τους δώσει συμβουλές στο πώς για παράδειγμα μπορεί να διαμορφωθεί το δωμάτιο του παιδιού, ώστε να μην διασπάται η προσοχή του αν έχει ΔΕΠΥ.
Όπως καταλαβαίνετε όλη αυτή η διαδικασία απαιτεί τη συνεργασία του κοινωνικού λειτουργού και του ψυχολόγου με την οικογένεια του μαθητή ώστε να γίνει η παρέμβαση», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Κώστας Βαγιάτης.
Έτσι όπως είναι δομημένο το σύστημα «κυνηγούν», αναγκάζονται να λειτουργούν πυροσβεστικά και αφήνουν σε δεύτερη μοίρα το κρίσιμο κομμάτι της πρόληψης γιατί πολύ απλά δεν βγαίνουν οι αριθμοί.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους είναι τόσο λίγοι που δεν μπορούν να δράσουν όπως θα ήθελαν με τελικούς ζημιωμένους αποδέκτες τους μαθητές αλλά και εν γένει την εκπαιδευτική κοινότητα στο σύνολό της.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ σχολείου – μαθήτριας/ή – οικογένειας και κοινότητας και οι παρεμβάσεις του έχουν ως στόχο την εκτίμηση, τη βελτίωση και την επανάκτηση της κοινωνικής λειτουργικότητας των παραπάνω συστημάτων.
Πολυσύνθετος και πολυπαραγοντικός ρόλος
«Οι κοινωνικοί λειτουργοί δουλεύουν πολύ με τους μαθητές σε ατομικό επίπεδο, παρέχοντάς τους ψυχοκοινωνική υποστήριξη προκειμένου να τους διευκολύνουν να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν κάποια προσωπικά ή οικογενειακά προβλήματα, συναισθηματικές δυσκολίες ή προβλήματα συμπεριφοράς.
Επίσης, δουλεύουν πολύ με τις οικογένειες των μαθητών γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που και οι γονείς έχουν την ανάγκη στήριξης από κάποιον επαγγελματία, όπως μπορεί να είναι κοινωνικός λειτουργός.
Τους παρέχει ψυχοκοινωνική υποστήριξη, διαμεσολαβεί ανάμεσα στην οικογένεια και στο σχολείο και πολλές φορές παρέχει και πληροφορίες για κάποιους πόρους και υπηρεσίες που μπορεί να είναι διαθέσιμοι και να τους έχουν ανάγκη.
Για παράδειγμα, μπορεί μια οικογένεια να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και ο κοινωνικός λειτουργός να τους διασυνδέσει με μια υπηρεσία του δήμου η οποία μπορεί να τους χορηγήσει κάποια οικονομική ενίσχυση, κάποιο επίδομα, κάποια βασικά αγαθά όπως είναι τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης.
Βοηθά ακόμα και σε πιο πρακτικά πράγματα, όπως να τους κλείσει ένα ραντεβού σε μια δομή υγείας, γιατί μπορεί να δυσκολεύονται να το κάνουν μόνοι τους.
Ο κοινωνικός λειτουργός βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τους γονείς για την προσαρμογή των παιδιών στο σχολείο και με σκοπό να τους βοηθήσουν για να μπορέσουν στη συνέχεια να βοηθήσουν το παιδί τους ώστε να ενταχθεί στη σχολική κοινότητα.
Μια άλλη πολύ σημαντική δράση των κοινωνικών λειτουργών αφορά στην υποστήριξη των εκπαιδευτικών του σχολείου. Μπορεί να τους παρέχουν κάποιες βασικές πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση κάποιων παραγόντων (πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών, λόγων υγείας) οι οποίοι ενδεχομένως να επηρεάζουν την απόδοση και τη συμπεριφορά ενός μαθητή.
Φυσικά πάντα με σεβασμό στο απόρρητο και στα προσωπικά δεδομένα των μαθητών ο κοινωνικός λειτουργός βοηθάει πολύ τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν καλύτερα κάποιες συμπεριφορές και δίνουν συμβουλές στον τρόπο διαχείρισης των μαθητών αυτών.
Επίσης, ο κοινωνικός λειτουργός, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, εντοπίζει τα σημάδια στη συμπεριφορά των μαθητών που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Κάποιες συμπεριφορές μπορεί να παραπέμπουν σε παραμέληση ή κακοποίησης του μαθητή.
Και μπορεί να ακολουθηθεί και η αντίστροφη πορεία, ο εκπαιδευτικός να απευθυνθεί στον κοινωνικό λειτουργό και να του μιλήσει για μια συμπεριφορά μαθητή που έχει εντοπίσει προκειμένου να διερευνηθεί περισσότερο από τον κοινωνικό λειτουργό σε ατομικό επίπεδο με τον μαθητή και με την οικογένεια του μαθητή, αν χρειάζεται στην πορεία.
Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να προλάβουμε περιπτώσεις κακοποίησης ή παραμέλησης αλλά και να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες, μέσω της διασύνδεσης, όπως όταν μια οικογένεια δεν έχει ούτε για το κολατσιό του παιδιού της, προσθέτει ο κ. Βαγιάτης, εξηγώντας τον πολυσύνθετο ρόλο ενός κοινωνικού λειτουργού στο σχολείο.
Ο κοινωνικός λειτουργός στη μάχη ενάντια στη βία των ανηλίκων
Επιμένω λίγο περισσότερο στο κομμάτι της βίας των ανηλίκων, με τον κ. Βαγιάτη να είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρος για τη σημασία της συστηματικής παρουσίας κοινωνικού λειτουργού και ψυχολόγου στα σχολεία.
«H πρόληψη είναι το πιο σημαντικό κομμάτι, όμως είναι περισσότερες οι φορές που τελικά καλούμαστε να διαχειριστούμε ένα βίαιο περιστατικό αφού έχει ήδη συμβεί.
Εκεί ο κοινωνικός λειτουργός μπορεί να το διαχειριστεί σε ατομικό αλλά και σε ομαδικό επίπεδο μέσα στην τάξη προκειμένου οι μαθητές να μιλήσουν γι’ αυτό το περιστατικό και να το επεξεργαστούν. Να υπάρχει μια ανατροφοδότηση για τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις τους και οδήγησαν για παράδειγμα στον τραυματισμό ενός μαθητή.
Να μιλήσουν οι μαθητές για τα συναισθήματά τους, για το πώς ένιωσαν, για το πώς μπορούν να διαχειριστούν με διαφορετικό τρόπο τον θυμό τους.
Το σχολείο είναι ο χώρος όπου το παιδί κοινωνικοποιείται, περνάει τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του. Έτσι, είναι ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας για να προλάβουμε τέτοια βίαια περιστατικά αλλά και για να αντιμετωπιστούν γρήγορα περιστατικά κακοποίησης των παιδιών».
Πόσο εύκολα ζητούν βοήθεια;
Είναι άραγε οι γονείς θετικά προσκείμενοι προς τους εξειδικευμένους επαγγελματίες εντός της σχολικής κοινότητας. Είναι έτοιμοι να ζητήσουν βοήθεια, όταν το χρειάζονται ή παραμένει ένα είδος ταμπού που η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα ξεπεράσει;
«Οι περισσότεροι γονείς είναι θετικοί γιατί αντιλαμβάνονται ότι πολλές φορές και οι ίδιοι χρειάζονται την εξειδικευμένη βοήθεια. Υπάρχουν όμως και πολλοί γονείς οι οποίοι είναι αρνητικοί στο να δεχθούν βοήθεια, είτε οι ίδιοι, είτε τα παιδιά τους.
Αυτή ακριβώς η συνθήκη χρειάζεται διαχείριση από την πλευρά του κοινωνικού λειτουργού. Πρέπει να δώσεις στους γονείς να καταλάβουν ότι υπάρχει μια συμπεριφορά που προβληματίζει. Δηλαδή ακόμη και η αποδοχή μιας δυσκολίας ενός μαθητή είναι δουλειά του κοινωνικού λειτουργού. Να αποδεχτούμε το πρόβλημα και μετά να δουλέψουμε πάνω σε αυτό».
Και οι μαθητές; Θα απευθυνθούν εύκολα στον ειδικό για να μιλήσουν για ένα προσωπικό τους θέμα, για να ένα ζήτημα που τους απασχολεί;
«Οι μαθητές τα τελευταία χρόνια είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με την παρουσία ενός κοινωνικού λειτουργού, ενός ψυχολόγου στο σχολείο και είναι θετικοί στο να μιλήσουν και να εκφράσουν την επιθυμία να συζητήσουν ένα πρόβλημα που έχουν.
Τα μικρότερα παιδιά συνήθως δεν θα έρθουν έτσι από μόνα τους, εκεί συνήθως θα γίνει παραπομπή από τον εκπαιδευτικό. Τα μεγαλύτερα παιδιά έρχονται από μόνα τους. Ειδικά στην εφηβεία, μπαίνουν σε ζητήματα σχέσεων, κατανόησης και αποδοχής του εαυτού σε σχέση με τους άλλους, σε θέματα ταυτότητας, θέματα δύσκολων σχέσεων με τους γονείς τους».
Το μεγάλο κενό
Η δουλειά του κοινωνικού λειτουργού δεν μπορεί από τη φύση της να είναι διεκπεραιωτική. Απαιτείται χρόνος, μελέτη σε βάθος και η «ύφανση» μιας σχέσης εμπιστοσύνης.
Το μια φορά την εβδομάδα είναι το ένα πρόβλημα με το δεύτερο να εντοπίζεται στη σχέση εργασίας των κοινωνικών λειτουργών και των ψυχολόγων στα σχολεία.
«Πρέπει να μάθεις και να σε μάθουν μαθητές και εκπαιδευτικοί. Να οικοδομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης, μια σχέση αμοιβαιότητας. Πρέπει να έχεις και χρόνο να παρακολουθείς και να παρατηρείς τα παιδιά πώς συμπεριφέρονται στο διάλειμμα και μέσα στην τάξη. Αυτό δεν είναι εφικτό να το κάνεις όταν πηγαίνεις μια φορά την εβδομάδα.
Και δεν είναι μονάχα αυτό. Το 90% των κοινωνικών λειτουργών και των ψυχολόγων στα σχολεία είναι αναπληρωτές. Αυτό σημαίνει ότι προσλαμβάνονται τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη και τον Ιούνιο απολύονται.
Την επόμενη χρονιά μπορεί να προσληφθούν σε άλλα σχολεία και να πρέπει να ξεκινήσουν τη διαδικασία από την αρχή με τους νέους μαθητές, τους νέους εκπαιδευτικούς, τους νέους γονείς. Πρέπει να σε εμπιστευτούν κι αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
Απαιτεί κόπο και χρόνο μέχρι να σε γνωρίσουν και να τους πείσεις να σου μιλήσουν αλλά και να σε ακούσουν. Χάνεται πολύτιμος χρόνος και δεν υπάρχει συνέχεια. Είναι δηλαδή τελείως ευκαιριακό και πρόσκαιρο ενώ οι ανάγκες είναι οξυμένες και σε πολλές των περιπτώσεων άκρως σοβαρές», αναφέρει ο Κώστας Βαγιάτης.
Και προσθέτει: «Μπορεί να έχουμε εκπαιδευτεί έτσι ώστε να μην οικειοποιούμαστε τα προβλήματα και να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματα, όμως το να βρισκόμαστε στο πλευρό ενός μαθητή, να δουλεύουμε μαζί του, να έχουμε αφιερώσει χρόνο και προσπάθεια, να βλέπουμε την πρόοδό του και ξαφνικά όλο αυτό να διακόπτεται και να πηγαίνεις σε άλλο σχολείο, σε στενοχωρεί και σε ματαιώνει.
Δημιουργείται μια προσδοκία και στους μαθητές κι όμως είναι έτσι δομημένο το σύστημα που αναγκαστικά διακόπτεις τη σχέση κι αυτό είναι απογοητευτικό και τραυματικό και για εκείνους».
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η κλήση ρωτώ τον κ. Βαγιάτη ποιο είναι το δικό του μήνυμα, η δική του προσδοκία, μετά από τόσο χρόνια εμπειρίας στο πεδίο.
«Θα πρέπει η πολιτεία πραγματικά να δημιουργήσει διεπιστημονικές κοινωνικές υπηρεσίες σε κάθε σχολείο με μόνιμο και σταθερό προσωπικό και όχι επιλεκτικά σε μερικά σχολεία, ώστε να προλαμβάνονται πολλά περιστατικά από αυτά που συμβαίνουν. Να επενδύσουμε στην πρόληψη, αυτό χρειάζεται».