Φαντάζει απίθανο, όμως υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως πολύ πριν ξεφυτρώσουν coffeshops σε κάθε γωνιά της Ολλανδίας, οι κάτοικοι των Κάτω Χωρών αναζητούσαν στη φύση κάτι που θα τους πρόσφερε παρόμοιες εμπειρίες. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Όλα ξεκίνησαν το 2011, όταν οι αρχαιολόγοι των Κάτω Χωρών βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σπουδαίο εύρημα. Πολύ κοντά στην πόλη της Ουτρέχτης, σε μια αγροικία της ρωμαϊκής εποχής, ανακάλυψαν έναν αρχαίο λάκκο γεμάτο με δεκάδες χιλιάδες οστά ζώων. Η δύσκολη δουλειά της ταξινόμησής τους έπεσε στις πλάτες του Martijn van Haasteren, αρχαιοζωολόγου στην Υπηρεσία Πολιτιστικής Κληρονομιάς των Κάτω Χωρών, ο οποίος έσκυψε με ευλάβεια πάνω από το καθήκον.
Λίγο καιρό αργότερα, λοιπόν, κι ενώ εκτελούσε την απαιτητική εργασία της καταλογογράφησης τους, ο κ. van Haasteren ανακάλυψε εκατοντάδες μαύρα ψήγματα στο μέγεθος σπόρων παπαρούνας μέσα σε ένα από τα οστά. Παραξενεύτηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν.
Σύντομα, μετά από έρευνες, αποδείχθηκε πως ήταν σπόροι υοσκύαμου, ενός πολύ δηλητηριώδους μέλους της οικογένειας των νυχτολούλουδων που μπορεί να είναι φαρμακευτικό ή παραισθησιογόνο – ανάλογα με τη δόση. Το κόκαλο, σφραγισμένο με πίσσα, είχε κρατήσει τους σπόρους ασφαλείς για περίπου 1.900 χρόνια.
«Τα γραπτά του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και άλλων μαρτυρούν ότι οι σπόροι και τα φύλλα του υοσκύαμου είχαν από τότε φαρμακευτική χρήση».
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα οστά εναποτέθηκαν στον λάκκο κάποια στιγμή μεταξύ 70 και 100 μ.Χ. – μια εποχή κατά την οποία οι Κάτω Χώρες αποτελούσαν τα βόρεια σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, παρατήρησαν πως τμήματα της κόγχης του οστού ήταν ιδιαιτέρως λεία, γεγονός που υποδηλώνει ότι χρησιμοποιούνταν συχνά.
Αυτή η πολύ ιδιαίτερη ανακάλυψη παρέχει τις πρώτες σαφείς ενδείξεις ότι οι αυτόχθονες που ζούσαν στην εν λόγω απομακρυσμένη ρωμαϊκή επαρχία γνώριζαν τις ισχυρές ιδιότητες του υοσκύαμου. Αυτό τουλάχιστον δήλωσε με σιγουριά μετά την ανακάλυψη στους New York Times η Maaike Groot, αρχαιοζωολόγος στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και συγγραφέας ενός επιστημονικού άρθρου που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα και περιγράφει το εύρημα.
Φαίνεται, λοιπόν, πως οι ιδιότητες του υοσκύαμου ήταν ήδη γνωστές στη Ρώμη εκείνη την εποχή. Μάλιστα, τα γραπτά του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και άλλων μαρτυρούν ότι οι σπόροι και τα φύλλα του είχαν από τότε φαρμακευτική χρήση. Ωστόσο, γνώριζαν η υπερβολική χρήση είχε αρνητικές συνέπειες για τον ανθρώπινο οργανισμό, κάνοντας λόγο για εγκεφαλικές αλλοιώσεις.
«Έχουν βρεθεί υοσκύαμοι σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους στις Κάτω Χώρες που χρονολογούνται από τη νεολιθική περίοδο».
Το φυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως στη ρωμαϊκή εποχή υπό μορφή αλοιφής για την ανακούφιση του πόνου, αν και ορισμένες πηγές αναφέρουν επίσης και το κάπνισμα των σπόρων του ή την πρόσμειξη των φύλλων του στο κρασί. Φαίνεται ότι οι ψυχεδελικές του επιδράσεις ήρθαν στο προσκήνιο κατά τον Μεσαίωνα. Το αν η γνώση των ιδιαίτερων ιδιοτήτων του μεταφέρθηκε από τους Ρωμαίους στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της αυτοκρατορίας ή αν η γνώση αυτή αναπτύχθηκε από τις τοπικές κοινότητες παραμένει ένα δύσκολο ερώτημα ακόμη και για τους μελετητές.
Έχουν βρεθεί υοσκύαμοι σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους στις Κάτω Χώρες που χρονολογούνται από τη νεολιθική περίοδο. Επειδή όμως είναι ένα άγριο φυτό που φυτρώνει εύκολα ακόμη και κοντά σε οικισμούς, οι ειδικοί δεν έχουν καταφέρει να προσδιορίσουν εάν γινόταν χρήση του από τους ντόπιους ή εάν αποτελούσε απλώς μέρος του περιβάλλοντος.
Το 2008, για παράδειγμα, οι αρχαιολόγοι βρήκαν στο Βόρμπουργκ ένα κεραμικό δοχείο της ρωμαϊκής εποχής που με το πέρασμα του χρόνου είχε γεμίσει με χώμα. Μέσα στο χώμα βρήκαν έναν σπόρο υοσκύαμου μαζί με 26 φουντούκια και από έναν κόκκο καλαμποκιού, κριθαριού, σιταριού και διάφορους άλλους σπόρους.
«Η συνολική σύνθεση των σπόρων φάνηκε να υποδεικνύει την σκόπιμη χρήση του υοσκύαμου ως κάποιου είδους φαρμάκου ή παραισθησιογόνου», επισήμανε ο Jasper de Bruin, επιμελητής της συλλογής «Οι Κάτω Χώρες στους Ρωμαϊκούς Χρόνους» στο Εθνικό Μουσείο Αρχαιοτήτων στο Λάιντεν, όταν ερωτήθηκε από τους New York Times.
«Το κοκάλινο δοχείο δείχνει, για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη, τη σκόπιμη συλλογή σπόρων του δηλητηριώδους υοσκύαμου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο».
Ωστόσο, σύμφωνα με τη Laura Kooistra, συνταξιούχο αρχαιοβοτανολόγο και συν-συγγραφέα των τελευταίων ερευνητικών μελετών, ένας μόνο σπόρος ενσωματωμένος στο έδαφος δεν παρέχει το βαθμό βεβαιότητας που απαιτείται για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το αν ο υοσκύαμος χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους.
Το κοκάλινο δοχείο, από την άλλη πλευρά, παρέχει αυτό το επίπεδο αποδεικτικών στοιχείων. «Δείχνει, για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη, τη σκόπιμη συλλογή σπόρων του δηλητηριώδους υοσκύαμου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο», δήλωσε ο Otto Brinkkemper, αρχαιοβοτανολόγος στην Υπηρεσία Πολιτιστικής Κληρονομιάς των Κάτω Χωρών.
Οι ειδικοί μπορούν μόνο να υποθέσουν, ωστόσο, ποιος ήταν ο σκοπός που εξυπηρετούσαν οι σπόροι. Οι συγγραφείς της νέας μελέτης αναφέρονται στον υοσκύαμο ως φαρμακευτικό φυτό. Αλλά είναι επίσης πιθανό να χρησιμοποιούνταν από ανθρώπους που αναζητούσαν ενεργά εμπειρίες οι άνθρωποι με ψυχοδραστικές ουσίες για πνευματικούς, θεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Σύμφωνα πάντως με τους ερευνητές, αυτό το εύρημα μας επιτρέπει μια σπάνια ματιά σε έναν πιθανό τρόπο με τον οποίο περιηγούνταν και διαχειρίζονταν τα άγχη, το στρες, τις ελπίδες και τις προσδοκίες της καθημερινής ζωής, ενώ είναι σίγουροι πως «Όποιος συνέλεξε όλους αυτούς τους σπόρους σε αυτό το αυτοσχέδιο δοχείο το έκανε σκόπιμα και επιδέξια – ήξερε τι έκανε».