Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.
To σημερινό Δελτίον φέρνει και πάλι στο φως ένα ερωτικό δράμα που εκτυλίχθηκε στην Αθήνα του 1923 και σόκαρε τότε το πανελλήνιο, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι πρωταγωνιστούσαν σε αυτό μέλη γνωστών οικογενειών.
Το απόγευμα της 11ης Ιουλίου 1923, ο 17χρονος Γιαννάκης Καλομοίρης, γιος του εμβληματικού μουσικοσυνθέτη και μουσικοπαιδαγωγού Μανόλη Καλομοίρη, χάνει τη ζωή του ύστερα από πυροβολισμό εντός της οικίας της Γαλλίδας, Μαργαρίτας Ουαλόν και του συντρόφου της Περικλή Τριανταφύλλου, στην οδό Αγίου Νικοδήμου 1.
Αυτήκοος μάρτυρας ήταν ο 14χρονος φίλος του Καλομοίρη, γιος του θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν και αδερφός του μετέπειτα ηθοποιού Δημήτρη Χορν, Γιάννης Χορν.
«Μυστηριώδες ερωτικόν δράμα εξετυλίχθη χθες την νύκτα εις την επί της οδού Αγίου Νικοδήμου 1 οικίαν του αρχιτέκτονος κ. Περικλή Τριανταφύλλου.
»Ο Ιωάννης Καλομοίρης 16ετής υιός του μουσουργού κ. Καλομοίρη χθες την 8 ½ μ.μ. επεσκέφθη μετά του φίλου του 14ετούς υιού του θεατρικού συγγραφέως κ. Χορν την 25ετιδα σύζυγον του κ. Τριανταφύλλου.
(…)
»Και ο μεν μικρός Χορν παρέμεινε κάτω της οικίας εις την οποίαν ανήλθε μόνος ο Ιωάννης Καλομοίρης, ο οποιος απεσύρθη μετά της κυρίας Τριανταφύλλου εις τον κοιτώνα της»
Λίγα λεπτά αργότερα το δράμα θα κορυφωθεί ραγδαία. Ξαφνικά ακούγεται πυροβολισμός. Στο παράθυρο, έντρομη, η 25χρονη Μαργαρίτα φωνάζει για βοήθεια.
«Ο μικρός Χορν έντρομος ανελθών εις τον κοιτώνα είδε τον φίλον του Καλομοίρην κατακείμενον κάτωθι της κλίνης οιμώζοντα».
Την στιγμή εκείνη έφτανε στο σπίτι και ο σύντροφος (δεν ήταν παντρεμένοι) της Μαργαρίτας Ουαλόν, Περικλής Τριανταφύλλου, ο οποίος «και μετέφερε τον τραυματισθέντα και ετοιμοθάνατον εις το Δ. Νοσοκομείον, όπου μετ’ ολίγον επήλθε το μοιραιόν τέλος.
»Ο Καλομοίρης φέρει τραύμα σφαίρας πιστολίου Μπράουνιγκ εκ των όπισθεν προς τα έμπροσθεν.
»Η σφαίρα εισήλθε κάτωθι της δεξιάς ωμοπλάτης και εξήλθε κάτω του αριστερού μαστού, φέρει δε και αμυχάς εις τας παρειάς και τον λαιμόν εξ’ ού προκύπτει ότι προηγήθη πάλη».
Όλοι ήταν βέβαιοι πως η 25χρονη Γαλλίδα ήταν ένοχη για τον φόνο του 17χρονου.
»Εκ των μαρτυρικών καταθέσεων προκύπτει ότι έλαβε χώραν φόνος διά λόγους αντιζηλίας. Η δράστις του φόνου Τριανταφύλλου εξεταζομένη ισχυρίσθη ότι ο Καλομοίρης εφονεύθη εξ αιφνιδίας εκπυρσοκροτήσεως του όπλου του συζύγου της, όπερ ούτος περιειργάζετο»
Μυστηριώδες δράμα
Η υπόνοια ύπαρξης ερωτικού δεσμού μεταξύ του θύματος και της κατηγορούμενης προκάλεσε αμέσως το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και πυροδότησε έντονες φήμες και σχόλια.
«Το μυστηριώδες δράμα, όπερ εξετυλίχθη κατά την εσπέραν της προχθές εις την επί της οδούς Αγίου Νικοδήμου 1 οικίαν κρατεί εν ζωηρά συγκινήσει την Αθηναϊκην κοινωνίαν. (…)
»Αι διαδόσεις, αι τεθείσαι εις κυκλοφορίαν υπό των φίλων και γνωρίμων αμφοτέρων των οικογενειών, πλέκουν ερωτικόν ειδύλλιον μεταξύ της κυρίας Τριανταφύλλου και του εκλιπόντος νέου, χρονολογούμενον από διετίας, οπότε η κυρία Τριανταφύλλου διέμενε εις την οικίαν του κ. Καλομοίρη.
»Τας διαδόσεις ταύτας ενισχύει σπουδαίως και η κατάθεσις του φίλου του Καλομοίρη μικρού Χόρν, ήτις διασαφηνίζει τελειώς τας ερωτικάς σχέσεις του ζεύγους».
Λίγες ώρες αργότερα, η Μαργαρίτα Ουαλόν αλλάζει την κατάθεσή της και ενώ αρχικά είχε ισχυριστεί ότι ο Καλομοίρης χτυπήθηκε λόγω εκπυρσοκρότησης του όπλου που κρατούσε στα χέρια του, τελικά έκανε λόγο για μεταξύ τους πάλη.
«Διεπληκτίσθη μετά του υιού Καλομοίρη, επιτεθέντος πρώτου και ραπίσαντος αυτήν κατ’ επανάληψιν διότι δεν τον εδέχθη αμέσως, ενώ εκείνη αμυνόμενη τω επροξένησεν αμυχάς εις τον λαιμόν και τον πρόσωπον.
»Τέλος ο Καλομοίρης αρπάσας το πιστόλιον του συζύγου της εκ του συρταρίου του κομού την ηπείλησεν ότι θα την εφόνευε και είτα θα ηυτοκτόνει.
»Η Τριανταφύλλου, λεγει, την στιγμήν εκείνην ώρμησεν ν’ αποσπάση από τον χειρών του Καλομοίρη το πιστόλιον, οπότε τούτο εξπυρσοκρότησε και ετραυμάτισεν αυτόν εις το άνω μέρος του αριστερού βραχίονος της σφαίρας εξελθούσης εκ τον όπισθεν».
Η νεαρή γαλλίδα προφυλακίστηκε και ο Τύπος, προεξοφλώντας την ενοχή της, την αποκαλούσε πλέον «φόνισσα»
Η δίκη της θα ξεκινούσε αρκετούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1924.
Η δίκη
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχόλησε και την κοινή γνώμη αλλά και το δικαστήριο ήταν το πώς γνωρίστηκαν και πώς απέκτησαν στενή σχέση η 25χρονη δεσμευμένη γυναίκα με τον νεαρό γιο της οικογένειας Καλομοίρη.
Τις απαντήσεις έδωσε η μητέρα του θύματος, Χαρίκλεια Καλομοίρη.
Η οικογένεια Καλομοίρη γνωρίστηκε με το ζεύγος Τριανταφύλλου – Ουαλόν τρία χρόνια πριν το τραγικό συμβάν, όταν το ζευγάρι ξεκίνησε να μένει σε ένα δωμάτιο στον κάτω όροφο της οικίας Καλομοίρη, το οποίο προσφερόταν προς ενοικίαση.
«Ο υιός μου δεκατεσσάρων ετών τότε, με κοντά παντελονάκια, δεν είχε καμμίαν γνωριμίαν με την κυρίαν»
Λίγους μήνες αργότερα, οι σχέσεις της Μαργαρίτας με την οικογένεια Καλομοίρη συσφίχθηκαν λόγω της αναχώρησης του Τριανταφύλλου για το μικρασιατικό μέτωπο. Μάλιστα, η οικογένεια Καλομοίρη εγκαταστάθηκε στον ίδιο όροφο με την Μαργαρίτα.
«Τότε ο υιός μου ήρχισε να μεταβαίνη ενίοτε με την Μαργαρίταν είς μικρούς περιπάτους διά να τελειοποιηθή εις τα γαλλικά. (…)
»Η Μαργαρίτα εζητούσε συχνά να εξέρχεται μαζί με τον μικρόν μου Γιαννάκην εις τους κινηματογράφους και τα θέατρα. Μου έλεγε ότι ήτο μελαγχολική και ήθελε συντροφιά.
»Την ηρώτησα εάν η παρουσία του μικρού δεν την ενοχλούσε και μου απήντησεν ότι τουναντίον η συναναστροφή τούτου ήτο πολύ ευχάριστος.
»Την μεσημβρίαν όταν εκοιμώμην ο μικρός επερνούσε κρυφά εις το δωμάτιόν της, πράγμα που εν τούτοις το είχα απαγορέυση. Εάν υπήρχαν όμως σχέσεις έκτοτε μεταξύ των ουδέν αντελήφθην».
Η στενή παρέα μεταξύ της Μαργαρίτας και του Γιαννάκη συνεχίστηκε ακόμα και όταν με την επιστροφή του Τριανταφύλλου από το μέτωπο, το ζευγάρι μετακόμισε σε άλλο σπίτι, στην οδό Αγίου Νικοδήμου.
Οι πρώτες υποψίες
«Τρεις μήνας, προ του φόνου ήρχισα να διακρίνω ότι το παιδί επήγαινε συχνα εις το σπίτι της κατηγορούμενης», καταθέτει η μητέρα του θύματος. «Αργούσε να επιστρέψη από το σχολείον του και όταν τον ερωτούσα, μου έλεγε: “Mαμά, επέρασα από την κυρίαν Τρανταφύλλου”.
»Του παρετήρησα ότι δεν έπρεπε να χάνη τον καιρό του. Έκτοτε μου απέκρυπτε που επήγαινε. Έμαθα μάλιστα ότι δεν επήγαινε και εις τον οδοντοϊατρόν του, σπαταλών τον χρονον του εις το σπίτι της κατηγουρουμένης».
Ο πατέρας του θύματος, Μανώλης Καλομοίρης, περιγράφει τις τελευταίες ημέρες πριν τον θάνατο του γιου του.
«Ολίγας ημέρας προς του δυστυχήματος παρετήρησα ότι ο Γιαννάκης κατελήφθη από αισθηματισμόν και μελαγχολίαν. Εκάθητο εις το πιάνο και συνέθετε μόνος του μελαγχολικά τραγούδια, πράγμα που δεν έκανε εις το παρελθόν.
»Την παραμονήν του δυστυχήματος συνήντησα το παιδί μου εμπρός από το σπίτι του κ. Τριανταφύλλου εις ακατάλληλον ώραν.
»Εις ερώτησίν μου πού ήτο, μού απήντησεν ότι επανήρχετο από τον ιατρόν του. Τούτο μου εφάνη παράδοξον».
Το βράδυ εκείνο ο Καλομοίρης καλεί σε δείπνο στο σπίτι του το ζεύγος Τριανταφύλλου – Ουαλόν.
«Ο κύριος Τριανταφύλλου εδέχθη την πρόσκλησιν, η κυρία όμως μάς ειδοποίησεν ότι δεν θα ήρχετο και εζήτησε τον Γιαννάκη να της κάμη συντροφιά».
H απολογία
Μετά από αρκετές καταθέσεις ήρθε η ώρα που όλοι περίμεναν. Η στιγμή που η 25χρονη κατηγορούμενη θα ξεκινούσε την απολογία της.
Γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 29ης Οκτωβρίου 1924.
«Τα δάκρυα της Μαργαρίτας. Αυτά διηύθυναν την κοινήν γνώμην του δικαστηρίου. Το ξανθόν πρόσωπον έκαμε την απολογίαν του με μίαν γοητευτικήν ευφράδειαν (…)
»Αφηγήθη όλην την ιστορίαν της γνωριμίας με τον μικρόν Καλομοίρην, τας τρυφερότητας, τα χάδια, τας περιποιήσεις και κατέληξε με την περιγραφήν των τελευταίων στιγμών του (….)
»Και εν μέσω των λυγμών και των δακρύων, η Μαργαρίτα φθάνει μέχρι του τέρματος της απολογίας της.
“Το παιδί ήταν ζωηρό, παράφορο, σχεδόν τρελλό. Με άρπαζε από τα χέρια, με φιλούσε και άλλοτε, εξαφνικά, με απωθούσε, εθύμωνε και είχε καταπληκτικής αντιθέσεως εναλλαγάς στους τρόπους του, που καθιστούσαν ανεξήγητον τον χαρακτήρα του.
Ποτέ δεν ημπόρεσα να καταλάβω τι ήθελε από μένα αυτό το παιδί…
Μου έλεγε: Σε αγαπώ. Και η φωνή του είχε την περιπάθειαν του ερωτευμένου. Και όταν του εζητούσα εξηγήσεις, η φωνή του άλλαζε τόνον, και μου απαντούσε διστακτικά. Σας αγαπώ…σας αγαπώ, μαντάμ, να …όπως αγαπώ τον κύριον Τριανταφύλλου…όπως αγαπά όλος ο κόσμος…”
(…)
– Mήπως όταν ήτο μικρότερος ο Καλομοίρης, τον εφιλούσατε ποτέ;
– Όχι, μόνον την μικράν».
Σύμφωνα με την απολογία της Μαργαρίτας o έφηβος θαυμαστής της γινόταν όλο και πιο πιεστικός, μη διστάζοντας να την ακολουθεί χωρίς τη θέλησή της και σε περιπάτους που έκανε με φίλες της.
«Επλησίασα, και τότε με ήρπασεν από το χέρι και μου είπεν εις τόνον βίαιον: “Tώρα δεν σ’ αφήνω να φύγης!”».
Έκτοτε, όπως κατέθεσε η ίδια, η Μαργαρίτα προσπάθησε να διακόψει κάθε επαφή με τον νεαρό Καλομοίρη.
Ώσπου ήρθε η μοιραία τελευταία τους συνάντηση.
Η ημέρα του θανάτου
«Την ημέραν του θανάτου του, είχα δώσει διαταγήν εις την υπηρέτριάν μου εάν έλθη ο Γιαννάκης να μη του επιτρέψη να εισέλθη. Προς το εσπέρας η υπηρέτρια ανεχώρησε και εγώ ησχολούμην εις την κουζίναν. Έξαφνα άκουσα τον μικρόν να φωνάζη έξωθεν: “Κύριε Περικλή! Κύριε Περικλή!»
Ο 17χρονος ήθελε να διαπιστώσει αν η Μαργαρίτα βρισκόταν μόνη. Στη συνέχεια άρχιζε να φωνάζει την ίδια. «Μαντάμ! Μαντάμ!». Η Μαργαρίτα συνέχιζε να μην ανοίγει. Ζητώντας του να φύγει, αλλά μάταια.
«Βλέπουσα ότι δεν θα ετελείωνε το σκάνδαλον, επήγα και του άνοιξα. (…) Ο μικρός εισέβαλεν ως αλλόφρων και με απώθησεν. Εγώ τον επλησίασα και του έδωσα ένα ράπισμα. Μου απέδωσε το ράπισμα, με έσπρωξε βιαίως και κατήλθε ταχύς εις το κάτω δωμάτιον.
(…)
»Κατέβηκα, τον έπιασα από το χέρι, και του είπα: ‘Φύγε! Δεν θέλω να σε δεχθώ εις το σπίτι μου!’.
»Εκείνος με ήρπασεν από τον λαιμόν και με μίαν τεραστίαν δύναμιν με έρριψεν εις το διβάνι. Μου έσφιγγε τον λαιμόν και μου είπεν: ‘Εάν δε μου πης γιατί δεν μου άνοιξες θα σε σκοτώσω’.
»Όταν είδα ότι δεν ημπορούσα πλέον ν’ αναπνεύσω τον εγρατζούνισα εις το πρόσωπον. Ο μικρός ηγέρθη, εγώ όμως δεν ανεσηκώθιην αμέσως, διότι ήμουν ζαλισμένη, ταραγμένη.
»Εκείνος πηγαινοήρχετο μέσα εις το δωμάτιον ως παράφρων. Κατόπιν του είπα: ‘Φύγε! Είσαι ένας άνανδρος!’.
»Ο μικρός εκραύγασε: ‘A, έτσι είνε! Θα σε σκοτώσω λοιπόν και θα σκοτωθώ κι εγώ!’.
»Έσπευσε και ήρπασε το περίστροφον από το ερμάρι και μου το επρότεινε.
»Ο μικρός επέμενε και μού είπε: ‘Φοβάσαι ε;’.
»Τότε έσπευσα και του ήρπασα τας χείρας προσπαθούσα να του αποσπάσω το περίστροφον, όταν έξαφνα είδα τον μικρόν να πίπτη.
»Δεν ήκουσα κανένα κρότον. Ενόμισα ότι αστειεύετο. Τον έπιασα από το μανίκι και του είπα: ‘Σήκω τώρα, φθάνει η κωμωδία!’
(…)
»Όταν είδα τον μικρόν εξηπλωμένον και κατακίτρινον του εφώναξα: ‘Γιαννάκη, Γιαννάκη, τι έχεις;’.
»Επειδή δεν μου απήντα, εσήκωσα ολίγον το σακάκι του και είδα αίμα. (…) Έσπευσα εις το παράθυρον, όταν είδα τον κ. Τριανταφύλλου με τον μικρόν Χορν και του είπα:
»‘Tρέχα να φωνάξης ένα γιατρό!”».
Η πρόταση του Εισαγγελέα
Ύστερα από την πολύωρη απολογία της Μαργαρίτας ήταν η σειρά για την αγόρευση και εν συνεχεία την πρόταση του εισαγγελέα.
Αφού ανέλυσε τα πραγματικά γεγονότα και τις καταθέσεις των μαρτύρων, ο εισαγγελέας κατέληξε στην πρότασή του.
«Απεδείχθη ότι ο μικρός Καλομοίρης έτρεφε σφοδρό έρωτα προς την Μαργαρίταν. Αλλά σχέσεις, κύριοι ένορκοι, σχέσεις ένοχοι δεν υφίσταντο. Όλα τα περιστατικά, όλαι αι καταθέσεις μάς πείθουν περί αυτού.
(…)
»Η Μαργαρίτα δεν ήτο νόμιμος σύζυγος του Τριανταφύλλου, αλλ’ ερωμένη του. Ευλόγως εφοβήθη λοιπόν, μήπως η ανακοίνωσις του αισθήματος του Γιαννάκη προκαλέση σκάνδαλον και ψυχράνη τον κ. Τριανταφύλλου.
(…)
»Kαι διά να τελειώνωμεν, κύριοι ένορκοι. Ας δεχθώμεν οιανδήποποτε εκδοχήν θέλετε. Ας δεχθώμεν ότι η κατηγορουμένη επυροβόλησε τον Καλομοίρην. Έχει ευθύνην; Όχι.
»Ας αφήσωμεν την κ. Ουαλλόν και ας παραδεχθώμεν ότι εις το μέγαρον της οδού Νικοδήμου κατώκει μία πόρνη, μία πόρνη των παρισινών βουλεβάρτων.
»Η πόρνη αυτή έχει δικαιώματα επί της ατομικής της ελευθερίας. Να σεβασθής, μικρέ Καλομοίρη, την πόρνην αυτήν. Αν σε δεχθή, να την πληρώσης. Αν όμως σε αποκρούση, να φύγης, χωρίς να δημιουργήσης σκηνάς. Δεν σημαίνει αν είνε πόρνη.
»Έχει κάθε δικαίωμα επί της γαλήνης της και της ησυχίας της.
»Παρεβίωσες το άσυλόν της. Εκείνη σε επυροβόλησεν. Ορθώς έπραξεν. Η κατηγορούμενη είνε αθώα!»
»Το τέλος της αγορεύσεώς του εισαγγελέως κ. Τόμαν υποδέχονται ραγδαία και παρατεταμένα χειροκροτήματα του ακροατηρίου».
Η απόφαση
Την επόμενη ημέρα, οι ένορκοι, αφού έχουν προηγηθεί και οι αγορεύσεις των συνηγόρων, είναι έτοιμοι να ανακοινώσουν την απόφασή τους.
Η Μαργαρίτα Ουαλόν είναι αθώα.
«Το ακροατήριον υποδέχεται την απόφασιν των ενόρκων με ζητωκραυγάς και ραγδαία χειροκροτήματα.
– Ζήτω η ελληνική δικαιοσύνη! Ακούεται πανταχόθεν.
– Μπράβο! Μπράβο!
– Αθώα η Μαργαρίτα».
Η Μαργαρίτα Ουαλόν αποφυλακίσθηκε άμεσα και λίγες ημέρες αργότερα έφυγε για την πατρίδα της.
«Την 1 και 30’ μ.μ. ανεχώρησεν εκ Πειραιώς εις Μασσαλίαν διά του γαλλικού “Πιέρ Λοτί” η Μαργαρίτα Ουαλλόν.
»Την προέπεμψαν οι κ.κ. Τριανταφύλλου και Ψωρούλας. Κατά την αναχώρησίν της συνεκεντρώθη πλήθος περιέργων, εκ των οποίων άλλοι την απεδοκίμασαν και άλλοι την εζητοκραύγασαν»…