«Γιοσίρου Γιαμαγκούσι»: ένα θεατρικό έργο με ιαπωνικό ονοματεπώνυμο, αστυνομική πλοκή, κωμικοτραγικά ευτράπελα, μυστήριο και βία που διαδραματίζεται σε ένα απομονωμένο ελληνικό χωριό με την ονομασία Λακκοσπηλιά, κάπου στην ελληνική επαρχία. «Τι να περιμένει ο θεατής ότι θα δει;», ρωτάμε τον Σήφη Πολυζωίδη, που ερμηνεύει έναν από τους βασικούς εκκεντρικούς χαρακτήρες στη νέα παράσταση του Γιάννη Κεντρωτά – έναν αστυνομικό -, μετά τον επιτυχημένο «Τόρνο», υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Μιχάλη Κοιλάκου. Στη σκηνή μαζί του οι Ελισσαίος Βλάχος, Χαρά Δημητριάδη, Μαρία Μπαλούτσου και Φοίβος Συμεωνίδης.
«Ο γιος μιας μάνας από το χωριό της Λακκοσπηλιάς, η οποία έφυγε για να τον γεννήσει μακριά και έφτιαξε μια ιστορία γύρω από το ότι ο γιος είναι παιδί ενός Ιάπωνα, επιστρέφει σε μεγάλη ηλικία στο χωριό, μετά το θάνατο της, για να βρει τις ρίζες του. Και εκεί γίνονται οι αποκαλύψεις. Η αφετηρία του έργου είναι σε ένα αστυνομικό τμήμα, όπου βλέπουμε να ανακρίνεται ένας ξένος για την εξαφάνιση μιας γυναίκας του χωριού…», κάπως έτσι μας περιγράφει ο Σήφης Πολυζωίδης την πλοκή τούτου του θρίλερ που ενσωματώνει τον πυκνό λόγο σε ένα παζλ ιδεών και αντιστροφής των θεατρικών συμβάσεων σε συνδυασμό με τις κινηματογραφικές και κομιξικές καταβολές του.
Κάτω από τη Λακκοσπηλιά, ένα παχύ στρώμα «λάσπης», για την ακρίβεια περιττωμάτων και πολλά επίπεδα που ο θεατής καλείται να ξεθάψει. Ο Σήφης Πολυζωίδης, οικείος, αγαπητός μέσα από την πολύχρονη τηλεοπτική και κινηματογραφική του διαδρομή, αλλά με δοσμένη την καρδιά του στο πολιτικό θέατρο του περσινού «Τόρνου» και του φετινού «Αράφ» (στο θέατρο Αποθήκη σε κείμενο του Γιάννη Τσίρου και σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη), του «Lebensraum» του Θανάση Τριαρίδη σε σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου, της «Ισορροπίας του Nash» που ξεσήκωσε αντιδράσεις με τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού στο σενάριο της με αποτέλεσμα να κατέβει το 2016 από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ξεδιαλύνει το σουρεαλιστικό παζλ του «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι», που αποτελεί μια μικρογραφία, όπως μας λέει, της πατριαρχικής ελληνικής κοινωνίας.
Αν ο Τόρνος ήταν ένα σπονδυλωτό έργο που γράφτηκε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και μιλούσε μέσα από κάποια στιγμιότυπα, με χιούμορ και σκληρότητα για τη βία στην καθημερινότητα και την ελληνική κοινωνία κατά τη δεκαετία της κρίσης, το «Γιουσίρου Γιαμαγκούσι» τι είναι;
Αστυνομικό θρίλερ, θα το χαρακτήριζα, με πολύ μαύρο χιούμορ και παράλληλα με πάρα πολλούς συμβολισμούς. Λέει πολλά πράγματα που αντιπροσωπεύουν την κοινωνία αυτή τη στιγμή. Το έργο είναι ρεαλιστικό αλλά αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Αυτό κάνει ο Κεντρωτάς, ρεαλιστικό θέατρο που σταδιακά αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Καταπιάνεται με ένα χωριό στη μέση του πουθενά στην Ελλάδα, ένα αιμομικτικό χωριό όπου είναι όλοι αδέλφια, από τον ίδιο πατέρα. Υπάρχουν τέτοια χωριά στην Ελλάδα σε κάποια νησιά και σίγουρα έχει εμπνευστεί την ιδέα από κάπου ο συγγραφέας. Νομίζω ότι η επιτυχία του Κεντρωτά είναι ότι γράφει για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Μπορεί να χτυπήσουμε την πόρτα του διπλανού και να αντικρίσουμε αυτά που περιγράφει το θεατρικό έργο και απλά να κλείσουμε τα μάτια μας. Δεν θέλουμε να τα βλέπουμε.
Ιστορία βίας και αμαρτίας
Η Λακκοσπηλιά είναι ένα χωριό που από κάτω, όπως λέει ο χαρακτήρας που υποδύεσαι, είναι γεμάτο περιττώματα.
Ναι, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη περιττώματα. Το έργο έχει πολλά επίπεδα. Η ιστορία του ξεκινάει από τον εμφύλιο όπου σκοτώθηκαν οι άντρες του χωριού και έμεινε μόνο ένα αγόρι. Ως άντρας πήγε με όλες τις γυναίκες, έκανε παιδιά και τα παιδιά πήγαιναν μεταξύ τους. Το βασικό θέμα του έργου είναι η πατριαρχία και η επικράτησή της. Ο δικός μου ρόλος αντιπροσωπεύει τη συνέχεια της πατριαρχίας. Είμαι ο αστυνομικός του χωριού, τα έχω με την αδελφή μου, η οποία είναι έγκυος από μένα. Αλλά δε θέλω να γεννηθεί αυτό το παιδί, αντίθετα επιδιώκω να σταματήσει η συνέχιση αυτού του προβλήματος στο χωριό. Η γυναίκα μου έχει αντρικό όνομα, γιατί όταν γεννήθηκε, η μητέρα της την πέρασε για αγόρι και όλοι της συμπεριφέρονταν σαν αγόρι, τη βάφτισαν με αγορίστικο όνομα.
Πέρα από την αιμομικτική σχέση, δεν γνωρίζουμε αν η γυναίκα σου είναι άντρας ή γυναίκα καθώς την υποδύεται ο ηθοποιός Φοίβος Συμεωνίδης. Τι αντιπροσωπεύει αυτός ο συμβολισμός;
Αυτό θα το κρίνει το κοινό. Δηλαδή νομίζω ότι για τον καθένα αυτός ο χαρακτήρας αντιπροσωπεύει διαφορετικά πράγματα και όντως δεν ξέρουμε και ούτε ξεκαθαρίζεται ποτέ αν πρόκειται για άντρα ή γυναίκα.
Επικρατεί η αμφισημία…
…που ανοίγει τους ορίζοντες, το έργο δεν έχει μία οπτική. Ο καθένας που θα το παρακολουθήσει, θα προβάλλει τελείως διαφορετικά πράγματα, τα οποία θα ταυτοποιήσει μέσα του, ενώ ταυτόχρονα κάποιες από τις αφηγήσεις που περιγράφονται, δεν είναι δυνατόν να συμβούν, αλλά ανήκουν στη σφαίρα του σουρεαλισμού. Όπως η συγκλονιστική ατάκα «να τον αλείψω με αλόη για να τον κάψω και να ενυδατώνεται, να καίγεται και να ενυδατώνεται ταυτόχρονα».
Πώς επιλέγεις τα έργα που εμφανίζεσαι και τους ρόλους σου;
Καταρχήν με ενδιαφέρει το κείμενο να έχει να πει κάτι στον κόσμο, δηλαδή να τον αγγίζει τόσο ώστε το έργο να εισχωρεί μέσα του, να τον κάνει να σκέφτεται και να μην τον αφήνει αδιάφορο. Δεν θέλω να είναι απλώς μία παράσταση όπου ο θεατής πάει απλώς να περάσει καλά. Όχι ότι δεν έχω παίξει σε τέτοιες παραστάσεις. Εννοείται ότι είμαι ηθοποιός και κάνω τα πάντα, αλλά δουλεύω πολύ με το ένστικτό μου και στους ρόλους μου.
Γι’ αυτόν τον ρόλο πώς προετοιμάστηκες;
Ήταν πολύ μακριά ο ρόλος από εμένα. Η όλη πατριαρχική αντίληψη του χαρακτήρα, η βία που έχει αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα ξένο κομμάτι για μένα. Με δυσκόλεψε, αλλά τελικά βγήκε το αποτέλεσμα που θέλαμε.
«Νομίζω ότι τα πάντα είναι πολιτική. Η πολιτική είναι μέσα μας και μέσα από αυτήν ζούμε. Οπότε αν θέλεις να καταγγείλεις κάτι, η τέχνη είναι ένα μέσο για να το κάνεις πιο ελεύθερα.»
Δραστηριοποιείσαι στο πολιτικό θέατρο. Τα έργα που επιλέγεις έχουν μια πολιτική κατάθεση. Πόσο απαραίτητο είναι το πολιτικό θέατρο στις μέρες μας;
Νομίζω ότι τα πάντα είναι πολιτική. Η πολιτική είναι μέσα μας και μέσα από αυτήν ζούμε. Οπότε αν θέλεις να καταγγείλεις κάτι, η τέχνη είναι ένα μέσο για να το κάνεις πιο ελεύθερα. Άλλες φορές δε σε αφήνουν, όμως, γιατί έχω παίξει και σε παράσταση που έχει λογοκριθεί και έχει κατέβει εν μια νυκτί – έγινε θέμα ολόκληρο – αναφέρομαι στην «Ισορροπία του Nash». Νομίζω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε ως ηθοποιοί για να δώσουμε στον κόσμο τη δική μας ταυτότητα, για να τον παρακινήσουμε να σκεφτεί. Μου αρέσει πολύ όταν βάζουμε σε σκέψεις τους θεατές μέσα από την τέχνη. Είτε είσαι ζωγράφος, είτε είσαι ποιητής ή συγγραφέας, έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορείς να δίνεις και την πολιτική διάσταση των πραγμάτων, να μην είμαστε απόντες ως καλλιτέχνες από τα πράγματα.
Το συγκεκριμένο έργο τι λέει, λοιπόν, για την κοινωνία μας;
Θα πω μια ατάκα του έργου: «Ζούμε σε μια χώρα με σκουπίδια και σκατά.» Τόσο απλά. Και μας μένουν στιγμές. Είναι πολύ λίγες και πολύ μικρές. Βλέπουμε ένα καθαρό νεράκι να τρέχει και λέμε αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της μέρας μας όταν τραβάμε το καζανάκι. Γιατί βλέπουμε το καθαρό νεράκι να τρέχει, αλλά μετά από λίγο φεύγει. Κι αυτό γιατί λέμε ότι θα πάει από κάτω και θα προστεθεί στα υπόλοιπα σκατά.
Αναγνωρίζοντας την ελληνική κοινωνία
Η Λακκοσπηλιά είναι μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή;
Είναι πολύ ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Όπως είπα και πριν, το έργο έχει διαφορετικά επίπεδα και καθένας μπορεί να αναγνωρίσει κάτι διαφορετικό ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Το ίδιο γινόταν και στον «Τόρνο». Οι θεατές άλλοτε γέλαγαν, άλλοτε ταράζονταν με αυτό που συνέβαινε στη σκηνή και ο καθένας έβλεπε ένα θέμα που του ήταν γνώριμο, οικείο. Το ίδιο νομίζω κάνει και το «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι». Παίρνει θέματα που είναι οικεία στον θεατή και τα προβάλλει, είτε σχετίζονται με τη βία του άντρα προς τη γυναίκα, είτε με την αγάπη που έχει ένας βίαιος άνθρωπος προς μία γυναίκα αλλά της συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι, είτε με την ανθρώπινη αφέλεια ή ακόμη, με τις οικογενειακές σχέσεις, τη γονεϊκή έλλειψη και την πατρική εγκατάλειψη.
Τώρα που λέμε ότι έχουμε ξεπεράσει ως κοινωνία την οικονομική κρίση και προχωράμε μπροστά, δικαιούμαστε να αισιοδοξούμε…
Δεν έχουμε ξεπεράσει τίποτα, είναι επιφανειακά όλα. Αλλά το πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Δηλαδή το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει παιδεία. Μιλάω για την παιδεία του ανθρώπινου νου, του Έλληνα πολίτη στην κοινωνία που ζει. Και νομίζω ότι είναι επίτηδες φτιαγμένο έτσι το σύστημα, ώστε οι πολίτες να μην εκπαιδεύονται, να μην έχουν παιδεία.
Άρα το πρόβλημα ξεκινάει από το σχολείο;
Θεωρώ ότι δεν έχουμε σύστημα εκπαίδευσης. Το σύστημα της εκπαίδευσης είναι άκυρο για την Ελλάδα, δεν υπάρχει, είναι κατεστραμμένο. Τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης ενός ανθρώπου φαίνονται στο απώτερο μελλον. Οι πολιτικοί όμως δεν επενδύουν σε μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς. Επενδύουν στην ταχύτητα με την οποία μπορεί να ευοδωθεί ένας στόχος πάνω στον χρόνο, στη διετία, στην τριετία, στην τετραετία, ενώ τα αποτελέσματα της παιδείας αργούν να φανούν, χρειάζεται βάθος χρόνου.
«Δεν κάθισαν ποτέ οι πολιτικοί όλοι μαζί να τα βρουν σε βασικά θέματα της κοινωνίας μας. Είναι αντίπαλοι, ο ένας απέναντι στον άλλο.»
Τίθεται ζήτημα ευρύτερου σχεδιασμού των κυβερνήσεων…
Είναι θέμα εν τέλει ευρύτερου σχεδιασμού και συμφωνίας. Δεν κάθισαν ποτέ οι πολιτικοί όλοι μαζί να τα βρουν σε βασικά θέματα της κοινωνίας μας. Είναι αντίπαλοι, ο ένας απέναντι στον άλλο. Δεν τους ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Μας λένε ότι η οικονομία πάει καλά στα νούμερα, αλλά τι συμβαίνει με τους ανθρώπους, αυτοί πάνε καλά; Οδεύουμε προς περίεργες καταστάσεις γενικά. Αν μας έλεγαν πριν από 15 – 20 χρόνια ότι θα ήμαστε με ένα κινητό και δεν θα μπορούμε να κοιμόμαστε, ή ότι θα ‘’πέφτει’’ το Facebook και θα κλαίμε, θα λέγαμε ότι πρόκειται περί τρέλας. Προέκυψαν όμως πολύ γρήγορα όλα αυτά και ο κόσμος δεν είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την τεχνολογία, γιατί η τεχνολογία τρέχει πιο γρήγορα από το ανθρώπινο είδος.
Σχέσεις και αντιθέσεις
Ποιες είναι οι διέξοδοι που έχουμε;
Να διαβάζουμε, να πηγαίνουμε κινηματογράφο, θέατρο, βόλτες, να βλέπουμε τον ήλιο και να βλέπουμε τον άλλον άνθρωπο στα μάτια και να του μιλάμε, να μην αποξενωνόμαστε. Να διώξουμε τη μοναξιά από μέσα μας.
Η μοναξιά μας προέκυψε μετά την πανδημία;
Η αποξένωση είχε έρθει πριν από την πανδημία αλλά δεν τη βλέπαμε. Επενδύαμε σε λάθος πράγματα και συνεχίζουμε να το κάνουμε. Επενδύουμε στο να έχουμε ένα καλό κινητό, το οποίο είναι το τίποτα ή επενδύουμε στο να πάρουμε ένα πολύ ωραίο μπλουζάκι και να λέμε ότι χαιρόμαστε, αλλά η χαρά εξανεμίζεται όταν μπαίνουμε το βράδυ στο σπίτι. Δεν επενδύουμε στο να αγγίξουμε τον άλλον, να εξελίξουμε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, να δούμε τον άνθρωπο με λίγα λόγια.
Το «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι» αναφέρεται σε μια τέτοια κατάσταση αντιπαλότητας, στη βία, στο έγκλημα που χτυπάει την πόρτα μας καθημερινά…
Η έξαρση της βίας είναι δεδομένη. Πλέον το να σκοτώσεις έναν άνθρωπο είναι εύκολο. Να το πάρουμε και αλλιώς; Πολλοί άνθρωποι που χρίζουν ψυχιατρικής παρακολούθησης και θα έπρεπε να είναι σε ψυχιατρικές κλινικές κυκλοφορούν εκτός κλινικών. Δεν υπάρχει βοήθεια για ανθρώπους που δεν είναι υγιείς ψυχιατρικά, όπως δεν υπάρχει βοήθεια σε κανένα τομέα. Ο άνθρωπος είναι πλέον μόνος, δεν έχει να χάσει τίποτα, είναι ζώο. Μην ξεχνάμε ότι μέρος της φύσης μας είναι η επιβίωση με κάθε τίμημα, το να επιβιώσω σε έναν κόσμο ό, τι και να γίνει. Όταν κόβεις τα πάντα στον άλλον, δεν έχει να χάσει τίποτα. Όταν ένας άνθρωπος πεινάει και έχει ένα παιδί να θρέψει και δεν μπορεί να το κάνει, θα δαγκώσει τον άλλον για να μπορέσει να θρέψει το παιδί. Είναι το κίνητρο της επιβίωσης.
INFO «Γιοσίρο Γιαμαγκούσι», Θέατρο OLVIO, Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, ώρα 21:00