Αν η Δημοκρατία συνίσταται μόνο στη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών και στην ομαλή εναλλαγή κυβερνήσεων, τότε την έχουμε κατακτήσει.
Όμως αυτή είναι απλά η στοιχειώδης εκδοχή της. Αν σοβαρά θέλουμε να μιλάμε για ζωντανή και υγιή Δημοκρατία, τότε αυτή σημαίνει διαρκή συμμετοχή στα δημόσια πράγματα, σημαίνει ισότητα ευκαιριών και καλώς εννοούμενη αξιοκρατία, σημαίνει κατεξοχήν, αδιαπραγμάτευτο κράτος δικαίου που δεν υποχωρεί μπροστά σε συμφέροντα και εξουσίες και φυσικά σύγχρονο και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος. Σημαίνει περαιτέρω, προστασία δικαιωμάτων ακόμα και των πλέον ανίσχυρων πολιτών, αχειραγώγητη ελευθεροτυπία και γνήσια διασφάλιση πολυφωνίας.
Όσα συνθέτουν μια υγιώς λειτουργούσα Δημοκρατία, κατατείνουν στην ανάγκη για ύπαρξη σύγχρονων θεσμών που φέρνουν εις πέρας το έργο τους σε περιβάλλον πλήρους διαφάνειας, με ταχύτητα και χωρίς καμία υποψία της πλειονότητας των πολιτών για εσκεμμένη μεροληψία ή υποταγή σε κάθε είδους συμφέροντα ή εξουσίες. Όλο αυτό το πλέγμα είναι που τελικά οδηγεί στην πραγμάτωση μιας έννοιας καίριας για τη Δημοκρατία και την πρόοδο μιας κοινωνίας. Στην εμπέδωση της έννοιας της εμπιστοσύνης. Αυτή αποτελεί το θεμέλιο για κάθε πολιτική κοινωνία που θέλει να ορίζει τα κοινά της στοιχεία, τον δημόσιο χώρο της και να προοδεύει με όρους πραγματικούς και συμπεριληπτικούς.
Στην Ελλάδα του σήμερα και στον αντίποδα των παραπάνω, έχουμε μια κυβέρνηση που επί των ημερών της αποκαλύφθηκε ένα πρωτοφανές σκάνδαλο υποκλοπών κατά το οποίο φαίνεται πως παρακολουθούνταν σειρά προσώπων με σοβαρότατους θεσμικούς ρόλους, ενώ έχουμε και πλήρως αδιαφανείς παρεμβάσεις σε ανεξάρτητες αρχές που συνδέονται με την απόπειρα συσκότισης στο ζήτημα των υποκλοπών.
Ταυτόχρονα και όσον αφορά το ζήτημα της ελευθεροτυπίας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιλαροτραγική η κατάσταση στα ΜΜΕ και μάλιστα στο σκέλος της πολιτικής ενημέρωσης. Ένας ελαφρώς υποψιασμένος πολίτης που αναζητά ενημέρωση, θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί ότι εκτελεστική εξουσία και αρκετά ΜΜΕ βρίσκονται σε ασυνήθιστη σύμπλευση και αγαστή συνεργασία. Πολυφωνία και αμεροληψία είναι έννοιες που αγνοούνται.
Η δημοσιογραφία που κάποτε θεωρούνταν λειτούργημα το οποίο στέκεται πάντα απέναντι στην εξουσία, σήμερα κατά κανόνα τη λιβανίζει με τρόπο εντυπωσιακά απροκάλυπτο και με θλιβερά χαμηλό επίπεδο λόγου και γνώσης. Γιατί άραγε; Ευτυχώς, πότε πότε προκύπτει κάποια εξαίρεση που στοιχειωδώς περισώζει την υπόληψη της δημοσιογραφίας αλλά καθόλου δεν αρκεί για να αρθεί συνολικά η δημοσιογραφία στο ύψος των απαιτήσεων που η Δημοκρατία έχει απ’ αυτήν.
Περαιτέρω, έχουμε τις διαπιστώσεις του Ευρωκοινοβουλίου, του μόνο δημοκρατικά εκλεγμένου οργάνου της ΕΕ, για την εμφανή υποχώρηση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, τον Πρωθυπουργό να απαξιώνει τον θεσμό ενώ εντελώς συμπωματικά τη δικαιοσύνη να επιδεικνύει περισσή σπουδή να αντιταχθεί στο εν λόγω πόρισμα. Εντυπωσιακή, αν μη τι άλλο σύμπνοια, αλλά και ταχύτητα από τη δικαστική εξουσία που δε μας έχει συνηθίσει σε τέτοιους ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ταυτόχρονα, η παράνομη διαρροή προσωπικών δεδομένων με σκοπό την αποκόμιση εκλογικών κερδών, τα δεκάδες ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα γύρω από το ζήτημα και η διαχείριση του σκανδάλου αφού αποκαλύφθηκε, είναι ενδεικτικά της αλαζονικής αδιαφορίας που υπάρχει για το κράτος δικαίου από την εκτελεστική εξουσία ενώ υπονομεύει περαιτέρω την έννοια της εμπιστοσύνης .
Τέλος, έχουμε μία από τις πιο μαύρες στιγμές της χώρας κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση, το δυστύχημα των Τεμπών. Είναι ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία των πέντε αυτών δεκαετιών, καθότι δεν εμπλέκεται σ’ αυτήν το φυσικό στοιχείο. Είναι αποτέλεσμα μόνο ανθρωπίνων πράξεων και παραλείψεων, πολιτικών και υπηρεσιακών. Η απόπειρα συγκάλυψης και αποσιώπησης είναι προφανής και κάθε μέρα το γεγονός αυτό καθίσταται και σαφέστερο.
Η απόλυτη πλειονότητα των πολιτών διαπιστώνουν την εν λόγω απόπειρα ενώ ακόμα και η Ευρωπαία Εισαγγελέας, ευθέως δηλώνει πως υπάρχει παρεμπόδιση στη διαδικασία αποκάλυψης της πλήρους αλήθειας για ζητήματα που άπτονται ευθέως με το εγκληματικό δυστύχημα. Αν τελικά δεν αποδοθούν ευθύνες σε πολιτικά και μη πρόσωπα με τρόπο δίκαιο, θα είναι μία ασύλληπτη κατάντια και ύβρις για τη χώρα συνολικά. Να σημειωθεί εμφατικά φυσικά, πως οι πολιτικές ευθύνες αναλαμβάνονται από στοιχειωδώς αξιοπρεπή πολιτικά πρόσωπα αλλά αποδίδονται κυρίως από τους πολίτες διά της ψήφου τους και όχι μόνο. Δυστυχώς έχουμε δείγμα αυτής της μη απόδοσης ευθυνών στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά έχουμε και διόρθωση εν τινι μέτρω με τη συλλογή υπογραφών και την επιμονή ομάδων πολιτών και προσώπων στην αποκάλυψη της αλήθειας. Μία επιμονή που μοιάζει ν’ αποδίδει σε κάποιον βαθμό.
Σαν κερασάκι στην τούρτα μετά απ’ όλα αυτά, που όμως και σε συμβολικό επίπεδο έχει ιδιαίτερη σημασία, ήρθε η δημόσια δήλωση του Πρωθυπουργού πως οι βουλευτές του κόμματός του, καλά θα κάνουν να καθίσουν στα σπίτια τους και να μη μετάσχουν στην ψηφοφορία του νομοσχεδίου για τον γάμο ανεξαρτήτως φύλου, εφόσον διαφωνούν μαζί του. Δήλωσε κυνικά και άνετα πως η αποχή είναι αξιοπρεπής στάση για όσες και όσους, απλώς διαφωνούν μαζί του. Ένας Πρωθυπουργός που πιστεύει πως η αποχή, η μη συμμετοχή και μάλιστα των εκλεγμένων βουλευτών, είναι αξιοπρεπής στάση εντός της δημοκρατικής λειτουργίας. Δε χωράει καν σχόλιο. Μιλάει από μόνο του.
Εύκολα συμπεραίνει κανείς πως η χώρα απέχει πολύ από το να διαθέτει μια εύρυθμη δημοκρατική λειτουργία και την ίδια στιγμή, η νυν κυβέρνηση, προτάσσοντας την μικροκομματική ιδιοτέλεια, πολύ συνειδητά την υπονομεύει συστηματικά. Την ίδια στιγμή, διά της πλαγίας οδού λέει στους πολίτες πως ακόμα κι αν δε νοιάζονται και απέχουν, είναι απλώς αξιοπρεπείς, όπως και οι βουλευτές που εκλεγούν. Με άλλα λόγια, αδιαφορήστε για όλα τα παραπάνω, για τη σαφή υπονόμευση του κράτους δικαίου και θα επιβραβευθείτε με τον τιμητικό, πρωθυπουργικά χαρισμένο τίτλο των αξιοπρεπών πολιτών.
Αναπόδραστα, αυτή που πλήττεται βαθιά είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, στην πολιτική καθαυτή. Και δικαίως. Τις συνέπειες θα τις υποστούν όλοι, μ’ εξαίρεση εκείνους τους λίγους, η ζωή των οποίων δεν είναι συνδεδεμένη με τη μοίρα του τόπου, ακόμα κι αν τον κυβερνούν.
Επιπλέον, μεγάλη ευθύνη για την περαιτέρω εξέλιξη φέρουν τόσο οι πολιτικές δυνάμεις που οφείλουν να προσφέρουν ρεαλιστικό εναλλακτικό δρόμο που να εμπνέει αλλά και οι πολίτες που ως τέτοιοι, οφείλουν ν’ αντιστέκονται σε κυβερνητικές λειτουργίες οι οποίες παραβλέπουν ή και υπονομεύουν το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία κατ’ επέκτασιν.
Ο Παυλίδης Βασίλης είναι Οικονομολόγος