Ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθεί η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας που κατατέθηκε κατά της κυβέρνησης με πρωτοβουλία του ΠαΣοΚ και τις υπογραφές του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας, μπορεί σχετικά εύκολα να προδιαγραφεί.
Υψηλοί τόνοι, αλληλοκατηγορίες, πολιτική σπέκουλα, προσπάθειες να υπάρξει κάποιος πολιτικός χειρισμός πιο επιτυχής από εκείνους της Εξεταστικής για το δυστύχημα των Τεμπών και… επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικής συνοχής και συσπείρωσης της κυβέρνησης.
Το κρίσιμο ζήτημα στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως, είναι ότι όλα εξελίσσονται σε μία συγκυρία διαφορετική.
Λιγότερο από έναν χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές, η κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, η δημοσκοπική της υποχώρηση είναι οριακά ραγδαία, με απώλειες πέντε μονάδων σε έναν μήνα, τα παράπλευρα, αλλά σοβαρά θέματα εξακολουθούν να είναι πιεστικά (ακρίβεια, κόστος στέγασης, ασφάλεια, παραβατικότητα μαθητών και ανηλίκων, κ.ά.) και τα αντισταθμίσματα μάλλον ανεπαρκή για την αναστροφή του κλίματος έως τις ευρωπαϊκές εκλογές, σε κάτι λιγότερο από δύο μήνες.
Υπό αυτή τη συνθήκη, η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός, πιθανολογείται βασίμως ότι θα βρεθούν απέναντι σε μία ιδιαίτερη συνθήκη, που θα απαιτήσει πολύ περισσότερα από όσα μέχρι σήμερα εφάρμοζαν για να αποφορτίσουν εντάσεις και να αντιμετωπίσουν πιέσεις.
Η ιδιαιτερότητα της συνθήκης θα εντοπίζεται κατά πάσα βεβαιότητα στο ότι όσο και αν επιβεβαιωθεί η κοινοβουλευτική συνοχή της ΝΔ στην ψηφοφορία επί της πρότασης δυσπιστίας, αυτή θα βρεθεί σε αναντιστοιχία με την πραγματική της συσπείρωση στην κοινωνική και εκλογική της βάση, η οποία ήδη στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται εξασθενημένη.
Το κρίσιμο υπό αυτούς τους όρους και προϋποθέσεις, είναι τι θα γράψει το κοντέρ στις ευρωεκλογές, το οποίο ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναφέρει ότι είναι μηδενισμένο.
Στο Μέγαρο Μαξίμου και στο ευρύτερο περιβάλλον του Πρωθυπουργού έχει αρχίσει να γίνεται η συζήτηση για τη διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος. Όσο και αν η αντιπολίτευση θα παραμένει ξέπνοη και δίχως αντιπρόταση, πέραν των κραυγών, η κυβέρνηση έχει ένα στοίχημα να αντιμετωπίσει και αυτό είναι η επαλήθευση της πολιτικής της ηγεμονίας και η διασφάλιση της πολιτικής της νομιμοποίησης.
Στο εκλογικό επιτελείο του Μαξίμου και της Πειραιώς γνωρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι απλά και εύκολα. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου τα ποσοστά στη σφαίρα του 40% ανήκουν στο παρελθόν και, σύμφωνα με ορισμένους έμπειρους και ρεαλιστές, το όριο της επιτυχίας βρίσκεται στο 30%, το οποίο όσο και αν δεν θα δικαιολογεί θριαμβολογίες, θα εξασφαλίζει μία στοιχειώδη πολιτική νομιμοποίηση.