Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, μετά το αποκαλυπτικό δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής» για την τραγωδία των Τεμπών, αναμένει να καταθέσει σήμετα το μεσημέρι το ΠαΣοΚ, με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά να την υπογράφουν, για συγκεντρωθούν οι 50 κατ’ ελάχιστον υπογραφές που απαιτεί το Σύνταγμα.
Ήδη ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν συνολικά 67 βουλευτές και αν προσταθούν και των άλλων κομμάτων, ο αριθμός συγκεντρώνεται και με το παραπάνω.
Αμέσως μόλις κατατεθεί, όλες οι εργασίες της Βουλής σταματούν και καλείται η κυβέρνηση να επιλέξει τον χρόνο που θα ξεκινήσει η διαδικασία.
Η διαδικασία προβλέπει ότι «η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Kυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της».
Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποφασίσει την άμεση εκκίνηση της τριήμερης συζήτησης, χωρίς να κάνει χρήση του δικαιώματος που της παράσχει ο Κανονισμός της Βουλής για έναρξή της κατόπιν διήμερης διακοπής των κοινοβουλευτικών εργασιών.
Η διαδικασία
Η κυβέρνηση παράλληλα διατηρεί την δυνατότητα να μετατρέψει την πρόταση δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης. Ωστόσο, φαίνεται πως έχει αποφασίσει η συζήτησηνα μην μετατραπεί σε διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης. Η τριήμερη συζήτηση θα κορυφωθεί με ψηφοφορία.
Όπως προβλέπει το άρθρο 84 του Συντάγματος «πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (120)». Και η «πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών» (151).
Τι σημαίνει απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης ή αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας; Ότι η κυβέρνηση απαλλάσσεται των καθηκόντων της. Σημειώνεται ότι πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Bουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας, ενώ κατ’ εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αυτό σημαίνει ότι η αντιπολίτευση δεν θα μπορεί για το επόμενο εξάμηνο να χρησιμοποιήσει το ισχυρό θεσμικό «χαρτί» της πρότασης δυσπιστίας, ενώ την ίδια στιγμή παρέχει στην κυβέρνηση την δυνατότητα να επιβεβαιώσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής καθώς η κυβερνώσα παράταξη διαθέτει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 βουλευτών.
Σκληρή κοινοβουλευτική κόντρα
Η αντιπαράθεση στη Βουλή αναμένεται να εξελιχθεί σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, δεδομένης και τη συγκυρίας, κατά την οποία η κυβέρνηση εμφανίζεται σε μία αξιοσημείωτη δημοσκοπική κάμψη, με στοιχεία κρίσης αξιοπιστίας, η αντιπολίτευση παρουσιάζει μία στασιμότητα και έλλειμμα δυναμικής, ενώ γενική είναι η αίσθηση ότι μεταξύ των πολιτών διαμορφώνεται ένα κλίμα γενικής απαξίωσης.
Η πρώτη γραμμή άμυνας της κυβέρνησης εκδηλώθηκε με την κατηγορία ότι οικονομικά συμφέροντα (τα οποία δεν κατονομάστηκαν) απεργάζονται την ανατροπή της και ότι το ΠαΣοΚ συνεργάζεται με αυτά. Θεωρείται βέβαιο ότι σε αυτό το πνεύμα και σε πολύ υψηλότερους τόνους ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβέρνησης θα αντεπιτεθούν με σφοδρότητα στην αντιπολίτευση κατά τη διάρκεια της τριήμερης συζήτησης στη Βουλή.
Το πρόσωπο «κλειδί» για το μοντάζ στα Τέμπη
Το κύριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Βασίλη Λαμπρόπουλο ο οποίος έκανε και την αποκάλυψη, είναι ποιος μπήκε στον χώρο καταγραφών του ΟΣΕ, έναν χώρο περιορισμένης πρόσβασης που μπαίνουν συγκεκριμένα πρόσωπα, και πήρε, από τις πρώτες ώρες, τα ηχητικά αρχεία τα οποία στη συνέχεια μονταρίστηκαν και παραποιήθηκαν ως προς τους διαλόγους των δύο μηχανοδηγών, που έγιναν ένας διάλογος.
Το ερώτημα αυτό τίθεται, καθώς τα αρχεία αυτά παρουσιάστηκαν λίγες ώρες μετά το τραγικό συμβάν, με την Αστυνομία να λέει ότι της παραδόθηκαν στις 3 Μαρτίου, την ώρα που στέλεχος του ΟΣΕ, στην κατάθεσή του στην Εξεταστική της Βουλής, είπε ότι μπήκε τις πρώτες ώρες, μαζί με αστυνομικό, και τα πήρε.
«Κλειδί» για την υπόθεση είναι να γίνει έλεγχος στο σύστημα καταγράφων του ΟΣΕ, ποιος μπήκε τις κρίσιμες ώρες και πήρε στικάκια από το σύστημα συνομιλιών – καταγραφών.