Η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, αποτελεί το κορυφαίο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου που διαθέτει η αντιπολίτευση. Εφόσον υπογραφεί από τον αναγκαίο αριθμό βουλευτών (50), θα κατατεθεί το μεσημέρι της Τρίτης 26 Μαρτίου στην Ολομέλεια της Βουλής οπότε είναι προγραμματισμένη η συνεδρίαση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2022 για την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εφόσον συγκεντρωθούν οι 50 κατ’ ελάχιστον υπογραφές που απαιτεί το Σύνταγμα (το άρθρο 84 προβλέπει ότι «η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση), τότε θα ανακοινωθεί στο Σώμα και η νομοθετική εργασία σταματά.
Η διαδικασία προβλέπει ότι «η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Kυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της». Αυτό και αναμένεται να συμβεί (αν και το Σύνταγμα δίνει την δυνατότητα στην κυβέρνηση αν το ζητήσει να αναβληθεί η συζήτηση για 48 ώρες).
Η συζήτηση λοιπόν θα ξεκινήσει αμέσως (η κυβέρνηση έχει ήδη χαρακτηρίσει καλοδεχούμενη την πρόταση δυσπιστίας). Μάλιστα η κυβέρνηση διατηρεί την δυνατότητα να μετατρέψει την πρόταση δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης. Είναι ένα σενάριο που συγκεντρώνει πολλές πιθανότητας καθώς συνιστά μια κίνηση πολιτικής ρελάνς εμφανίζοντας την κυβερνητική πλειοψηφία να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία σε επίπεδο πολιτικών εντυπώσεων. Η τριήμερη συζήτηση θα κορυφωθεί με ψηφοφορία.
Όπως προβλέπει το άρθρο 84 του Συντάγματος «πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (120)». Και η «πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών» (151).
Τι σημαίνει απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης ή αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας; Ότι η κυβέρνηση απαλλάσσεται των καθηκόντων της. Σημειώνεται ότι πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Bουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας, ενώ κατ’ εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αυτό σημαίνει ότι η αντιπολίτευση δεν θα μπορεί για το επόμενο εξάμηνο να χρησιμοποιήσει το ισχυρό θεσμικό «χαρτί» της πρότασης δυσπιστίας, ενώ την ίδια στιγμή παρέχει στην κυβέρνηση την δυνατότητα να επιβεβαιώσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής καθώς η κυβερνώσα παράταξη διαθέτει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 βουλευτών.
Από εκεί και πέρα για να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες 50 υπογραφές για την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας που έχει καλέσει τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να στηρίξουν, απαιτεί πέραν των 32 βουλευτών που διαθέτει το ΠαΣοΚ και τις υπογραφές βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, αφού και οι υπογραφές της Νέας Αριστεράς (11) δεν αρκούν, ενώ το ΚΚΕ έχει αφήσει να διαφανεί ότι δεν θα συμμετέχει (έχει ανακοινώσει ότι δεν αναγνωρίζει στο ΠαΣοΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη «κανένα πραγματικό και ουσιαστικό αντιπολιτευτικό ρόλο απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ»), ωστόσο, εφόσον κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας «θα τη στηρίξει με το δικό του σκεπτικό, όπως κάνει πάντα». Αλλά και οι υπογραφές της Πλεύσης Ελευθερίας (6) δεν θα αρκούσαν (ΠαΣοΚ, ΝΕΑΡ και Πλεύση συγκεντρώνουν 49 υπογραφές). Οπότε χρειάζεται τουλάχιστον ένας ανεξάρτητος βουλευτής για να συμπληρωθούν οι 50 υπογραφές.
Βεβαίως το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό αλλά βαθιά πολιτικό και θεσμικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν και εμφανίζεται να υστερεί στην προκειμένη περίπτωση σε επίπεδο αντανακλαστικών έναντι του ΠαΣοΚ (είναι ενδεικτική η δήλωση Κασσελάκη που που ζητεί παραίτηση του Πρωθυπουργού και εκλογές), βρίσκεται σε τροχιά στήριξης της πρότασης –το αντίθετο θα είχε αρνητικό αντίκτυπο υπό το βάρος των εξελίξεων- περιμένοντας πάντως να δουν τι θα αναφέρεται στο σκεπτικό της «πράσινης» πρότασης δυσπιστίας και σε τι βαθμό θα μπορούσαν να συνδιαμορφώσουν εφόσον κριθεί αναγκαίο το κείμενο, κάτι που θα έχει και τον χαρακτήρα «μετώπου» της αντιπολίτευσης κατά της κυβερνώσας παράταξης.