Τον Μάιο του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης ερχόταν και ο Αλέξης Τσίπρας έφευγε, αλλά κανένας δεν ήξερε με ποιους όρους μέχρι να γίνουν οι ευρωεκλογές, οι οποίες θεωρήθηκαν πρόκριμα για τις βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθούσαν στις αρχές Ιουλίου. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε στις δύο μονάδες (28% έναντι 30%) τον «Κανένα» με τον οποίο αναμετρώταν κυρίως ο τότε Πρωθυπουργός, από το ισχνό 22% (Metron Analysis)
Η υποχώρηση του «Κανένα»
Τον Ιούλιο ο «Κανένας» υποχώρησε στο 28% και ο Μητσοτάκης ανέβηκε στο 31%, τρεις μονάδες μπροστά. Τον Σεπτέμβριο ο «Κανένας» καταβαραθρώθηκε στο 19%, όσο ακριβώς είχε και ο Α. Τσίπρας, και ο Πρωθυπουργός εκτινάχθηκε στο 48%. Η εποχή της πολιτικής κυριαρχίας του Κ. Μητσοτάκη μόλις ξεκινούσε και οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον παρακολουθούσαν χωρίς να μπορούν να του κάνουν ούτε γρατσουνιά.
Έκτοτε, το ποσοστό του Κ. Μητσοτάκη στην καταλληλόλητα για Πρωθυπουργός ανέβηκε μέχρι το 52% τον Απρίλιο του 2020, παρά τις επικρίσεις για τα λοκντάουν, τα εμβόλια και την ένταση με την Εκκλησία για τη μάσκα στις λειτουργίες. Την ίδια περίοδο ο «Κανένας» σημείωσε το χαμηλότερο ρεκόρ του, 16%, με το ποσοστό του να κυμαίνεται γενικά από 18 % – 27%.
Μέχρι τον Μάρτιο του 2021 ο Πρωθυπουργός σταθεροποιήθηκε πέριξ του 45% και ο «Κανένας» με σκαμπανεβάσματα κοντά στο 25%. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς το ποσοστό του Κ. Μητσοτάκη έπεσε στο 38% και μέχρι τον Μάρτιο του 2022 έφτασε στο 30%. Ο «Κανένας» τον πλησίασε αρχικά στις 8 μονάδες με 30% και τον Απρίλιο τον ξεπέρασε κατά 1 μονάδα, με 32% έναντι 31%.
Στη συνέχεια η ψαλίδα άνοιξε ξανά υπέρ του Πρωθυπουργού με απόσταση 10 μονάδων να τον χωρίζει από τον «Κανένα». Τότε αυτές οι αποκλίσεις δεν είχαν σημασία γιατί στο προσκήνιο από την πλευρά της αντιπολίτευσης ήταν ο Α. Τσίπρας, με το ποσοστό του να κυμαίνεται μεταξύ 14% – 19%. Οι συγκρίσεις ευνοούσαν τον Κ. Μητσοτάκη, επειδή οι ψηφοφόροι είχαν γυρίσει για τα καλά την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ και στον πρόεδρό του, και ο Πρωθυπουργός μπορούσε με άνεση να συντηρεί το αντι- ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.
Η αλλαγή του σκηνικού
Τον Σεπτέμβριο του 2023 το σκηνικό είχε αλλάξει. Μετά τις διπλές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου, ο Α. Τσίπρας παραιτήθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε νέο αρχηγό τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος με το στυλ «Τζον Πάππας από το Αμέρικα» διέλυσε κάθε ίχνος του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου αφήνοντας τον Κ. Μητσοτάκη χωρίς πολιτικό αντίπαλο. Το 41% της κυβέρνησης διατηρήθηκε αλλά οι υποκλοπές, τα Τέμπη, ο τρόπος που χειρίστηκε την ΑΔΑΕ, και κυρίως η ακρίβεια, η εγκληματικότητα, οι μεγάλες καταστροφές από τις πυρκαγιές και τον «Ντάνιελ» στη Θεσσαλία, προκάλεσαν ορατές ρωγμές στην πολιτική κυριαρχία της.
Αν σε αυτά προστεθεί η αλαζονεία με την οποία ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί πρόβαλαν σε κάθε ευκαιρία το υψηλό ποσοστό τους στην αδύναμη αντιπολίτευση, ενώ ο πολίτης δεν έβλεπε βελτίωση στην καθημερινότητα του, τότε μικρή έκπληξη προκαλεί ότι ο «Κανένας» άρχισε ξανά να μειώνει την απόσταση που τον χώριζε από τον Πρωθυπουργό. Ο Κ. Μητσοτάκης παρέμεινε στο 40% – 41% ενώ ο «Κανένας» σκαρφάλωνε από το 29%, στο 31% , στο 32%, στο 33% τον Φεβρουάριο του 2024 και έναν μήνα μετά ξαφνικά, τον Μάρτιο, στο 39% αφήνοντας τον Πρωθυπουργό στο 33%, πέντε μονάδες πίσω.
Ο «Κανένας» ως εκδήλωση της δυσφορίας
Ο «Κανένας» ως εκδήλωση της λαϊκής δυσφορίας δεν είναι πρωτόγνωρος δείκτης. Αυτό που δεν έχουμε ξαναδεί είναι τα τόσο χαμηλά των άλλων πολιτικών αρχηγών στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία. Ο Στ. Κασσελάκης ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης θεωρείται κατάλληλος για να εισέλθει στο Μέγαρο Μαξίμου μόνο από το 5%- 7% των ερωτηθέντων και ο Ν. Ανδρουλάκης μόλις από το 4% – 6%. Δηλαδή, οι εκλογείς δεν θεωρούν κατάλληλους να κυβερνήσουν τη χώρα τους αρχηγούς των δύο κομμάτων που «σφάζονται» για τη δεύτερη θέση, προκειμένου να κατακτήσουν κατόπιν την πρώτη.
Ο δικομματισμός, έστω ο μικρός που περιφρονούσαν κορυφαίοι κάποτε υπουργοί του ΠΑΣΟΚ βάζοντας στο ίδιο περιτύλιγμα τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, μήπως και «τσιμπήσει» το ποσοστό του δικού τους κόμματος έδινε κάποια διέξοδο στο εκλογικό σώμα. Υπήρχαν δύο αντίπαλοι που μάχονταν, και έτσι μπορούσαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους και είχαν κάπου να εναποθέσουν τις ελπίδες τους. Αυτό το αντιπολιτευτικό καταφύγιο σήμερα δεν υπάρχει. Ο κόσμος εκφράζεται στους δρόμους, στις μαζικές κινητοποιήσεις, για τα θέματα που τον απασχολούν, πρόσφατα για την τραγωδία στα Τέμπη (το 88% πιστεύει ότι δεν υπήρξε καμία πρόοδος στις έρευνες τον τελευταίο χρόνο), την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, τις αγροτικές κινητοποιήσεις.
Άλλοι, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες εκφράζονται μέσα από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, μόνο το 23% αξιολογεί θετικά τη φορολογική πολιτική. Κάποιοι σιωπούν και δεν θα σηκωθούν από τον καναπέ τους για να ψηφίσουν. Η διαρροή email αποδήμων από το υπουργείο Εσωτερικών, που πέραν του σκανδάλου καθαυτού, φανέρωσε και το παλαιοκομματικό δίκτυο διασύνδεσης κράτους/κόμματος που λειτουργεί ανενόχλητο κάτω από τον μανδύα των μεταρρυθμίσεων. Η αντιπαράθεση με την Εκκλησία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών κανένας δεν ξέρει τι θα στοιχίσει εκλογικά.
Πολλά όπλα θα είχε στα χέρια της μια πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Προς το παρόν η κοινωνία τα αφήνει στα πόδια του «Κανένα», που όσο ψηλά και να ανεβεί στις δημοσκοπήσεις δεν απειλεί τον Κ. Μητσοτάκη, παρακινώντας όποιον μπορεί να δώσει υπόσταση στη δυσφορία και την απογοήτευση της. Αν δεν μπορεί το κέντρο και η Αριστερά δεν αποκλείεται να στραφεί προς την πέραν της ΝΔ δεξιά, αν και ούτε εκεί κατοικούν τίποτα πολιτικοί γίγαντες.