Μια παρωχημένη ρήση θέλει «πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα» να «κρύβεται πάντα μια γυναίκα». Όσο κι αν θέλει κανείς να αποφύγει τέτοιου είδους παραθέσεις, καλώς ή κακώς, όταν καλείται να σκαλίσει τα έργα και τις ημέρες επιφανών ανδρών όπως ο Άλβαρ Άαλτο, δεν είναι εύκολο. Κι αυτό γιατί πίσω από τον κορυφαίο Φινλανδό εκπρόσωπο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής δεν κρυβόταν μία, αλλά δύο γυναίκες.
Ο Άλβαρ Άαλτο μοιράστηκε τη ζωή του και το αρχιτεκτονικό του όραμα με δύο σπουδαίες γυναίκες: την Άινο και την Ελίσα. Καμία από τις δύο δεν έζησε στη σκιά του. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Μπορεί σήμερα, όταν αναφερόμαστε στην καθοριστική αυτή μορφή του σκανδιναβικού σχεδιασμού, να παραλείπουμε την αναφορά σε αυτές τις εξίσου σπουδαίες αρχιτεκτόνισσες, όμως η συμβολή των συζύγων του Άαλτο – πρώτα της Άινο και αργότερα της Ελίσα – ήταν ζωτικής σημασίας στη διαμόρφωση μιας κληρονομιάς που, δυστυχώς, φέρει μέχρι και σήμερα μόνο το όνομά του.
Ωστόσο, ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ από το 2020, το οποίο προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Νέο Φινλανδικό Κινηματογράφο που διοργανώνει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, αφήνει στην άκρη τον συνήθη εκθειασμό της ανδρικής ιδιοφυΐας κι επιχειρεί να πει την ιστορία των Aalto χωρίς παραλείψεις. Με την ταινία «Άαλτο: Αρχιτέκτονας των συναισθημάτων» η Φινλανδή δημιουργός Βίρπι Σουούταρι εξερευνά φτου κι απ’ την αρχή την ιστορία των Άαλτο και βάζει κάποια πράγματα στη θέση τους. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι Άινο ήταν, στην πραγματικότητα, η βασική κολώνα του ατελιέ του Άαλτο.
Η Βίρπι Σουούταρι μελέτησε με μεγάλη λεπτομέρεια τη ζωή και το έργο των Άαλτο. Πήρε συνεντεύξεις από δεκάδες παλιούς συναδέλφους τους, επισκέφθηκε κτίρια των Άαλτο σε επτά χώρες, ξεσκόνισε τη βιβλιογραφία, ξεφύλλισε τα προσωπικά τους φωτογραφικά άλμπουμ και της δόθηκε η σπάνια ευκαιρία να διαβάσει την ψηφιοποιημένη αλληλογραφία του ζευγαριού. Αυτό της έδωσε μια γερή γεύση από τη ζωή των Άαλτο, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι πολύ περισσότερο ένα ενδόμυχο ανθρώπινο πορτραίτο παρά μια ελεγεία στην ίδια την αρχιτεκτονική.
Πολύ πριν το σκανδιναβικό στυλ γίνει της μόδας και – ακόμα πολύ πιο – πριν η Beyonce και ο JayZ στεφθούν το απόλυτο power couple του 21ου αιώνα, υπήρξαν οι Άαλτο: ένα φαινομενικά αταίριαστο ζευγάρι που πορεύτηκε αχώριστο προς ένα κοινό καινοτόμο αρχιτεκτονικό όραμα για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα. Γνωρίστηκαν το 1924, όταν ο κοινωνικός και συχνά παρορμητικός Άλβαρ προσέλαβε την επιμελή και εσωστρεφή Άινο, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που αποφοίτησαν από το πρόγραμμα αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι εκείνη τη χρονιά, στο πρώτο του αρχιτεκτονικό γραφείο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έξι μήνες αργότερα, οι ζωές τους είχαν κιόλας ευθυγραμμιστεί. Ακόμα και τον μήνα του μέλιτος οι νεόνυμφοι αποφάσισαν να τον αφιερώσουν στην αρχιτεκτονική και το design, ταξιδεύοντας στην Βενετία, καταγράφοντας τα κτίρια που τους εντυπωσίαζαν σε ένα κοινό σημειωματάριο, κάνοντας αδιάκοπο brainstorming, ανακαλύπτοντας που συγκλίνουν και που αλληλοσυμπληρώνονται.
Έκαναν σημαία τους το «η ισχύς εν τη ενώσει». Απέκτησαν δύο παιδιά και, ταυτόχρονα, μια κοινή αρχιτεκτονική γλώσσα και ηθική. Αρχικά ήταν πιο συμβατικοί αλλά, αφού ήρθαν σε επαφή με τις ευρωπαϊκές τάσεις και τους μεγάλους δασκάλους του κλάδου, άρχισαν να χαράζουν τη δική τους πορεία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, άρχισαν να εδραιώνουν τη φήμη τους ως πρωτοπόροι του μοντερνισμού με αναθέσεις έργων όπως το Σανατόριο του Παΐμιο (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO), το οποίο ολοκληρώθηκε το 1933, και η βιβλιοθήκη Viipuri, που ολοκληρώθηκε το 1935 και περιλάμβανε όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της λεγόμενης ανθρωπιστικής προσέγγισης των Άαλτο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Το φως, η φύση, ο λειτουργικός σχεδιασμός και η ανθρωποκεντρική προσέγγιση – όλα σε συνδιαλλαγή.
Τόσο ως φυσικό όσο κι ως τεχνητό, το φως πρέπει πάντα να λούζει ευχάριστα τους εσωτερικούς χώρους, οι οποίοι δανείζονται κι αυτοί με τη σειρά τους στοιχεία από το ίδιο το φυσικό περιβάλλον. Η λειτουργικότητα συνδυάζεται με πιο οργανικές μορφές και το αποτέλεσμα είναι χώροι που επιζητούν το ανθρώπινο άγγιγμα, ικανοποιούν την ανάγκη για επαφή με τον φυσικό κόσμο, προάγουν την υγιή διαβίωση και, την ίδια στιγμή, εξυπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, δέσμευση του ζευγαριού σε μια ολιστική σχεδιαστική φιλοσοφία επεκτάθηκε πέρα από την αρχιτεκτονική. Έτσι, οι Άαλτο συνίδρυσαν την Artek, μια εταιρεία επίπλων με στόχο να κάνει το σύγχρονο, λειτουργικό και ανθρωποκεντρικό σχεδιασμό διαθέσιμο σε ένα ευρύτερο κοινό. Η εταιρεία χρησιμοποιούσε για την κατασκευή των προϊόντων της φυσικά υλικά, όπως το ξύλο, και έδινε έμφαση στην τέχνη της χειροποίητης παραγωγής.
Η Artek παρήγαγε εκατοντάδες οικιακά αντικείμενα. Κάποια από αυτά – όπως το ελαφρύ, ξύλινο τρίποδο σκαμνί με το κωδικό όνομα «Stool 60» – θεωρούνται ακόμα εμβληματικά, ενώ φθηνές κόπιες αυτών παράγονται και αγοράζονται ακόμα σωρηδόν καθημερινά. Και παρόλο που πολλά από τα σχέδια αυτών των αντικειμένων αποδίδονται στο Άλβαρ, στην πραγματικότητα υπεύθυνη σχεδιασμού της Artek και αργότερα η διευθύντρια της εταιρείας υπήρξε η Άινο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ενώ αρχικά ταξίδευαν μαζί σε όλο τον κόσμο, δίνοντας το παρών σε συνέδρια και εκθέσεις, και κάνοντας ισχυρές γνωριμίες, κάποια στιγμή η Άινο επωμίστηκε εξολοκλήρου τη διαχείριση της Artek και την ανατροφή των παιδιών, όσο ο Άλβαρ συνέχισε να ταξιδεύει. Αυτό, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα του ζευγαριού, έφερε έντονες ανισορροπίες μεταξύ τους.
Το ζευγάρι έφτασε να βλέπει το γάμο του ως μια σημαντική συνεργασία σε όλα τα μέτωπα.
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απείλησε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των Άαλτο. Όμως εκείνοι επέμειναν. Συνέχισαν το σχεδιαστικό τους έργο, εστιάζοντας στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Φινλανδίας. Μεταπολεμικά, ο Άλβαρ Άαλτο απέκτησε διεθνή αναγνώριση, συμβάλλοντας σε σημαντικά έργα όπως το φινλανδικό περίπτερο στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης το 1939 και η έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
Περίπου τότε, άρχισε και να διδάσκει στο ΜΙΤ της Βοστώνης. Στις επιστολές του προς την Άινο εξέφραζε συχνά πόσο του έλειπε «η εποχή που κατακτούσαν μαζί τον κόσμο» και θρηνούσε για το πόσο εμπορικά είχαν γίνει τα πάντα. Εντωμεταξύ, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η Άινο είχε εμφανίσει καρκίνο του μαστού. Αρχικά, απέκρυψε το πρόβλημα της υγείας της από τον Άλβαρ. Μέχρι που τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα. Η υγεία της χειροτέρεψε στα μέσα της δεκαετίας του 1940.
Η Άινο Άαλτο πεθαίνει τελικά το 1949. Παρά τη θλίψη του, ο Άλβαρ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη δουλειά. Μάλιστα, αυτά τα χρόνια σηματοδοτούν την έναρξη μιας από τις σημαντικότερες περιόδους στη δημιουργική καριέρα του. Κερδίζει σημαντικούς διαγωνισμούς για το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, το Εθνικό Ινστιτούτο Συντάξεων και το Δημαρχείο Säynätsalo.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το 1952, ο Άλβαρ παντρεύεται για δεύτερη φορά. Η δεύτερη σύζυγός του, η Ελίσα, επίσης αρχιτεκτόνισσα, φαίνεται πως ήρθε για να αναλάβει όλα όσα διαχειριζόταν για χρόνια η Άινο, αναλαμβάνοντας την καλλιτεχνική ευθύνη του ατελιέ για τα τελευταία χρόνια της ζωής του Άαλτο. Εκείνος, προς το τέλος, άρχισε να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του και την ασφάλεια του γραφείου του. Παρά την διεθνή του φήμη, ο Άλβαρ αισθανόταν ότι δεν εισέπραξε ποτέ την αναγνώριση που επιθυμούσε στην πατρίδα του. Αυτό του προκαλούσε πικρία και καθώς οι αναθέσεις έργων λιγόστευαν, στράφηκε στο ποτό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μετά τον θάνατο του το 1976, την διεύθυνση του αρχιτεκτονικού γραφείου ανέλαβε εξολοκλήρου η Ελίσα για σχεδόν δύο δεκαετίες, συνεχίζοντας επάξια εκείνο που ξεκίνησαν χρόνια πριν ο Άλβαρ και η Άινο. Αφιερώθηκε στην ολοκλήρωση πολλών από τα ημιτελή έργα του εκλιπόντα συζύγου της και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του Ιδρύματος Άλβαρ Άαλτο, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη συντήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του σήμερα.
Το ντοκιμαντέρ «Άαλτο: Αρχιτέκτονας των συναισθημάτων» της Βίρπι Σουούταρι προβάλλεται στην Ταινιοθήκη την Κυριακή 24 Μαρτίου στις 19:30, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Νέο Φινλανδικό Κινηματογράφο.