Στη συζήτηση επί του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών, η κυβερνητική πλειοψηφία εκπροσωπήθηκε από έναν και μόνο υπουργό της κυβέρνησης και 20 από τους 158 βουλευτές της συμπολίτευσης.
Η ισχνή αυτή παρουσία συνοδεύτηκε από την ηχηρή απουσία του ίδιου του Πρωθυπουργού, η οποία, όπως εξηγήθηκε επισήμως, κρίθηκε παράταιρη σε μια καθαρά κοινοβουλευτική διαδικασία.
Η στάση αυτή υπαγορεύτηκε ενδεχομένως από μια σειρά επιλογών πολιτικής και επικοινωνιακής διαχείρισης. Είναι σαφές όμως πως άφησε εκτεθειμένη την κυβέρνηση αλλά και το κυβερνητικό αφήγημα της «εργαλειοποίησης», της «εκμετάλλευσης» ή ακόμη και της «τυμβωρυχίας» έναντι του αντιπολιτευτικού αφηγήματος της «συγκάλυψης» που όμως αποδέχεται το 77% των πολιτών.
Συγχρόνως υποχωρεί και το επιχείρημα ότι το δυστύχημα των Τεμπών κρίθηκε πολιτικά στις διπλές εκλογές του περασμένου χρόνου. Όπως φαίνεται, στο διάστημα που μεσολάβησε παράχθηκε αρκετή πολιτική για να δοθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη πως αντί να κινηθεί προς την κατεύθυνση της διερεύνησης των ευθυνών, η κυβέρνηση κινήθηκε προς εκείνη του πολιτικού «ξεμπερδέματος».
Οι λόγοι είναι προφανείς. Αν και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη με την παραίτησή του κι ενώ επί των ημερών του η εκτέλεση της Σύμβασης 717 «έτρεξε» όσο πότε άλλοτε στο παρελθόν, ο τότε υπουργός Μεταφορών και Υποδομών απέφυγε τον έλεγχο της Δικαιοσύνης. Αν και η Εξεταστική Επιτροπή όφειλε εκ του ρόλου της να εξαντλήσει τον κατάλογο των μαρτύρων, έκλεισε τις εργασίες της χωρίς να καλέσει μάρτυρες που χαρακτηρίστηκαν «ουσιώδεις».
Εμειναν έτσι να αιωρούνται αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία δυστυχώς και ως συνήθως θρέφονται από διάφορες τερατολογίες.
Αναπάντητο μένει και το ερώτημα γιατί η κυβέρνηση εκτροχιάστηκε από τις ράγες του διαφορετικού κυβερνητικού υποδείγματος που υπερασπίστηκε κατά την πρώτη της θητεία.
Είναι ο εκτροχιασμός στον οποίο οδηγούν οι απόπειρες πολιτικού «ξεμπερδέματος».