Κάθε χρόνο, το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς ξεκινά ένα τελετουργικό στην ιχθυαγορά της Βαρβακείου που κρατά μέχρι το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας. Κόσμος από όλη την Αθήνα μαζεύεται στην αγορά για να προμηθευτεί τα λεγόμενα «σαρακοστιανά» για το τραπέζι της επόμενης ημέρας. Φέτος συμμετείχαμε κι εμείς στην ολονυκτία από νωρίς. Λίγο πριν τις 21:00, όταν ανοίγει η μεγάλη σιδερένια πόρτα της αγοράς, άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών είχαν μαζευτεί κατά μήκος της Αθηνάς, από το Μοναστηράκι μέχρι την Ομόνοια. Η ατμόσφαιρα θύμιζε εκείνες τις στιγμές πριν ξεκινήσει μια μεγάλη καλοκαιρινή συναυλία, όπου ο κόσμος συγκεντρώνεται ώρες πριν, για να καταφέρει να πιάσει μπροστινές θέσεις, όσο πιο κοντά στη σκηνή.
Ήμουν ακόμη στην Πανεπιστημίου μέσα στο αμάξι, όταν κατάλαβα ότι θα μου πάρει ώρα να φτάσω. Το κινητό μου έλεγε ότι ήμουν μόλις 2-3 λεπτά μακριά, αλλά το μποτιλιάρισμα μπροστά μας, μαρτυρούσε άλλη ιστορία. «Όλοι αυτοί πάνε στη Βαρβάκειο;», αναρωτήθηκα. Συνειδητοποιώντας ότι τα αυτοκίνητα δεν είχαν κινηθεί ούτε εκατοστό εδώ και ώρα, αποφάσισα να βγω και να κατηφορίσω με τα πόδια μέχρι την είσοδο της αγοράς. Πλήθος κόσμου ανεβοκατέβαινε την Αθηνάς, ενώ σχεδόν σε κάθε συνοικιακό μαγαζάκι είχε στηθεί αποκριάτικο πάρτι, με δυνατή ελληνική μουσική και μπάρμπεκιου στο πεζοδρόμιο. Κάπως έτσι, συναντηθήκαμε μαζί με την φωτογράφο μπροστά από την είσοδο δευτερόλεπτα πριν ανοίξουν οι πόρτες. Ο κόσμος είχε κάνει ουρά πριν από εμάς. Οι περισσότεροι έρχονταν για τα ψώνια της Καθαράς Δευτέρας, αρκετοί όμως κατέφθαναν απλώς για να δουν τη διαδικασία χωρίς να αγοράσουν κάτι.
Στις 21:00 ακριβώς οι πόρτες ανοίγουν κι ο κόσμος αρχίζει να συρρέει μέσα, φωνάζοντας, ζητωκραυγάζοντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Ήταν σειρά μας να μπερδευτούμε μαζί τους, περνώντας το κατώφλι της ψαραγοράς. Με το που μπήκαμε μας τύλιξε η μυρωδιά των θαλασσινών και των ψαριών. Όπως μας είπαν, η ψαραγορά ήταν ανοιχτή από το πρωί, αλλά έκλεισε για λίγες ώρες, προκειμένου να ξεκλέψουν λίγο ύπνο οι πωλητές και να ετοιμαστούν για τη μεγάλη βραδιά. «Το μεσημέρι «έσπρωξαν» όλα τα κατεψυγμένα. Τώρα ό,τι πουλάνε είναι φρέσκο, για αυτό έχει έρθει τόσος κόσμος» σχολιάζει πίσω μας ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
Γαρίδες, καραβίδες, σουπιές, καλαμάρια και θράψαλα παρελαύνουν μπροστά μας. Όλα τα φώτα είναι κυριολεκτικά πάνω τους. Ο φωτισμός είναι τόσο έντονος που κάνει τη νύχτα να φαντάζει μέρα. Πού και πού οι πωλητές ψεκάζουν τα θαλασσινά με νερό, ένα τρικ για να μοιάζουν σαν να βγήκαν μόλις από τα καΐκια. Όλος ο θησαυρός της θάλασσας απλώνεται μπροστά μας, αφηγούμενος τις ιστορίες του βυθού.
Η βραδιά που ανήκει στους ιχθυοπώλες της Βαρβακείου
«Αυτή είναι η βραδιά μας! Ο Έλληνας είναι γενικά κρεατοφάγος, αυτή είναι η μόνη νύχτα που τον πρώτο λόγο τον έχουμε εμείς», μου λέει ένας νεαρός ιχθυοπώλης πριν προλάβω να τον ρωτήσω οτιδήποτε. «Σήμερα είναι η πιο δύσκολη νύχτα γιατί παραδοσιακά έρχεται ο περισσότερος κόσμος να πάρει φρέσκα θαλασσινά. Όμως, δουλεύαμε non-stop και τις προηγούμενες 2 μέρες. Χαιρόμαστε που έχουμε δουλειά αλλά εγώ χαίρομαι επίσης που σήμερα είναι η τελευταία νύχτα κι από το μεσημέρι θα μπορέσω επιτέλους να ξεκουραστώ». Είναι 19 χρονών, οι συνομήλικοί του είναι επίσης άυπνοι απόψε, όχι εξαιτίας της δουλειάς αλλά λόγω των εορτασμών της Αποκριάς.
Μιλώντας για νέους, ήταν εντυπωσιακός ο αριθμός των φοιτητών που ψώνιζαν στην ψαραγορά. Ωστόσο, κατά την ολονυχτία συναντά κανείς εδώ όλες τις ηλικίες. Μερικοί έρχονται μασκαρεμένοι: νεράιδες, ξωτικά, λαγοί και Βίκινγκς περνούν γύρω από τους πάγκους με τα όστρακα, τα χταπόδια και τα λιθρίνια. Όλα κινούνται τόσο γρήγορα σήμερα, σαν σε fast forward. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα ανάμεσα σε τόσο πολύ κόσμο. Ίσως σε πορεία ή σε κάποιο φεστιβάλ. Σε σημεία της αγοράς δεν μπορείς καν να κουνηθείς. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάξεις προς τα πάνω, προς τις φωτεινές ταμπέλες με τα ιδιαίτερα ονόματα των ιχθυοπωλείων: «Η ωραία γοργόνα» και «Φοντάν» (μα καλά ποιος βαφτίζει το ψαράδικό του «φοντάν;»).
Όσο περνάει η ώρα, η Βαρβάκειος «βουλιάζει» από παρευρισκόμενους. Προχωρώντας στο βάθος βρίσκεται ο πάγκος του πρόεδρου του Σωματείου Ιχθυοπωλών Αθηνών της Βαρβακείου Αγοράς. Είναι ο Βασίλης Σίμος, ο οποίος από το πρωί έχει δώσει δεκάδες συνεντεύξεις, παρόλα αυτά φαίνεται ξεκούραστος κι ευδιάθετος. Οι πελάτες τον προσφωνούν «πρόεδρο» και έρχονται τρεις-τρεις να ψωνίσουν φρέσκιες γαρίδες από τον πάγκο του. Θέλω να μιλήσω μαζί του αλλά η κοσμοσυρροή δεν μου το επιτρέπει.
Ξαφνικά η μυρωδιά των οστράκων φαντάζει υπερβολική. Βλέποντας τον πρόεδρο απασχολημένο, αποφασίζω να ανέβω στη σκαλωσιά ακριβώς πάνω από τον πάγκο του, η οποία οδηγεί στις δημόσιες τουαλέτες. Θέλω να δω την αγορά από ψηλά, καθώς από τον τόσο κόσμο, δεν είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε μια πλήρη, πανοραμική εικόνα της βραδιάς. Στέκομαι για λίγο εκεί και βλέπω τη Βαρβάκειο να απλώνεται μπροστά μου σε σχήμα “π”. Κόσμος συνεχίζει να συρρέει μέσα, αλλά ελάχιστοι διακρίνονται να φεύγουν. Κάποιοι ακολουθούν τις στοές, όπου ξέρουμε ότι κάθε χρόνο λαμβάνουν χώρα δεκάδες μασκέ πάρτι. Διακρίνω πατεράδες να κρατούν στους ώμους τα παιδιά τους και «καρναβαλιστές» να μπλέκονται με παππούδες και ελάχιστους τουρίστες. Πού και πού ακούς ισπανικά, αγγλικά, πορτογαλικά ή κινέζικα. Οι περισσότεροι τουρίστες φαίνεται να έχουν μπει εδώ από σπόντα. Παραδόξως, όλοι τους φαίνονται ευδιάθετοι. Στις λαϊκές και στα σούπερ-μάρκετ δεν βλέπεις τόσα χαμόγελα ούτε ακούς τόσα γέλια. Εδώ όμως η ατμόσφαιρα θυμίζει πάρτυ.
Μετά από λίγα λεπτά (μέσα στα οποία έχει εξυπηρετήσει 4 οικογένειες και 3 ζευγάρι), ο Βασίλης Σίμος μου κάνει σήμα να κατέβω από τη σκαλωσιά. Μιλάμε για λίγο για την κατάσταση στην αγορά τόσο τις προηγούμενες ημέρες όσο και σήμερα. «Οι τιμές κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με πέρσι, ίσως και 1-2 ευρώ λιγότερα σε κάποια προϊόντα και ο κόσμος το βλέπει. Γι’ αυτό έρχονται εδώ, για να βρουν φρέσκα σαρακοστιανά σε χαμηλές τιμές. Παρατηρώ επίσης ότι δεν προμηθεύονται μόνο θαλασσινά αλλά και ψάρι. Αυτό είναι κάτι που δε συνηθιζόταν τις προηγούμενες χρονιές». Όσο μου μιλάει, πίνει κλεφτά από τον καφέ του. «Πόσους καφέδες έχεις πιει αυτές τις ημέρες για να παραμείνεις ξύπνιος», τον ρωτάω. «Έχω χάσει το μέτρημα! Τι να κάνουμε, πρέπει να βγει η νύχτα» μου λέει λίγο πριν γυρίσει στα καθήκοντά του.
Η αϋπνία είναι το κεντρικό θέμα συζήτησης μεταξύ των πωλητών. Σε κάθε κουβέντα που πιάνουμε με τους ιχθυοπώλες, ένα από τα πρώτα πράγμα που μας λένε είναι ότι αισθάνονται κουρασμένοι, λόγω της πίεσης και της έλλειψης ύπνου. Το δεύτερο συχνότερο θέμα συζήτησης είναι η διάθεση του καταναλωτή. Όπως μου είπε ο Αντιπρόεδρος της ψαραγοράς, Γεράσιμος Μανταλβάνος: «Οι άνθρωποι τόσο απόψε όσο και τις προηγούμενες μέρες έχουν παρατηρήσει ότι οι τιμές των θαλασσινών, πράγματι, παραμένουν χαμηλές, τουλάχιστον σε σχέση με άλλα τρόφιμα. Ωστόσο αν η ακρίβεια επηρεάζει όλα τα υπόλοιπα προϊόντα, με τι διάθεση να έρθει εδώ ο πελάτης; Και να θέλει να ψωνίσει, θα είναι πιο συντηρητικός στις επιλογές του». Αυτό μου το επιβεβαιώνουν και οι υπόλοιποι έμποροι που έχουν κάνει κύκλο γύρω μας. «Και τι σημασία έχει που είναι φθηνές οι γαρίδες και τα θράψαλα; Αν δεν του έχει μείνει τίποτα στο πορτοφόλι από τα υπόλοιπα ψώνια, τι να το κάνει;», σχολιάζει ένας ηλικιωμένος πωλητής.
Αποκριάτικες στολές και σαρακοστιανά
Η ώρα έχει περάσει κι εμείς έχουμε γυρίσει όλη την αγορά τρεις και τέσσερις φορές. Καμία στιγμή δε νιώσαμε ότι ο κόσμος «έπεσε». Οι πωλητές δε χρειάζεται καν να φωνάξουν για να διαφημίσουν την πραμάτεια τους, αφού ο κόσμος έχει έρθει ακριβώς για αυτό. Εντάξει, όχι μόνο για αυτό. Κάποιοι είναι απλώς περαστικοί. Ο πραγματικός τους προορισμός είναι τα αποκριάτικα πάρτι στην στοά της αγοράς. Ακολουθούμε τα φώτα και την μουσική, προσπαθώντας να φτάσουμε στο κεντρικό πάρτι. Πού και πού μια φωνή από τα μεγάφωνα μας προειδοποιεί να προσέχουμε τα υπάρχοντά μας και να περπατάμε με προσοχή, αφού όσο περνάει η νύχτα, οι πάγοι των πάγκων λιώνουν, γεμίζοντας το δάπεδο με νερά.
Με λίγο σπρώξιμο και υπομονή, βρισκόμαστε επιτέλους στη στοά. Στην είσοδό της έχει στηθεί μια σκηνή. Μουσικοί και DJs διασκεδάζουν τον κόσμο, παίζοντας κυρίως ελληνικά από τα 80s, 90s και 00s, αυτά που μάθαμε να λέμε trash, από φόβο μη μας πούνε «δεύτερους». Πίσω τους ένα μεγάλο πανό γράφει «Κούλουμα party». Προχωρώντας πιο βαθιά στην στοά, παρατηρούμε μικρά μαγαζιά αλλά και πλανόδια στέκια, τα οποία συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου. Άλλοι τυλίγουν sushi, άλλοι φτιάχνουν μαργαρίτες και μοχίτο και άλλοι ετοιμάζουν poke. Φυσικά, δε λείπουν και οι πιο παραδοσιακές, ελληνικές επιλογές, με μαγαζάκια να σερβίρουν θαλασσινά και τσικουδιά. Ο κόσμος γιορτάζει, χορεύει, τραγουδά και τσουγκρίζει.
Ποζάρουν με τα πιάτα και τα ποτά τους, με τις στολές τους και τους φίλους τους. Είναι τόσο περίεργο ότι όλο αυτό το πάρτι συμβαίνει παράλληλα με την ολονυχτία της ψαραγοράς λίγα μέτρα μακριά. Πού και πού φτάνουν στα αυτιά μου συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων και τουριστών. Προσπαθούν να τους εξηγήσουν τι συμβαίνει απόψε. Γιατί άλλοι κυκλοφορούν μασκαρεμένοι κι άλλοι τρέχουν μανιωδώς να ψωνίσουν θαλασσινά; Δεν ξέρω πόσα από αυτά καταλαβαίνουν οι τουρίστες, πάντως δείχνουν κι αυτοί να παρασύρονται στο ξέφρενο κλίμα της βραδιάς. Αυτό δεν είναι ένα θέαμα τουριστικό κι όμως έχει τόσο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, που εύχομαι περισσότεροι επισκέπτες να μπορούσαν να δουν αυτήν την πλευρά της Αθήνας.
Τα πόδια μας δε μας κρατούν πια. Τα μαλλιά μας μυρίζουν ψαρίλα, απόδειξη της συμμετοχής μας σε αυτό το μαγικό τελετουργικό. Ήρθε η ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Περπατώντας κατά μήκος της Αθηνάς, το πάρτι δε δείχνει να τελειώνει. Η τσίκνα από τα μπάρμπεκιου, μπερδεύεται με το ψάρι, η σφυρίχτρα του τροχονόμου καλύπτεται από τα «κετελαπόνγκο» που ακούγονται στα μεγάφωνα. Η παράσταση συνεχίζεται.