Με τη συζήτηση στη Βουλή επί του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής ολοκληρώνεται η κοινοβουλευτική διαδικασία για την τραγωδία των Τεμπών.
Σύμφωνα με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι ευθύνες θα πρέπει να αναζητηθούν στη μη τήρηση του Γενικού Κανονισμού Κινήσεως και μόνο.
Στην αδράνεια, δηλαδή, τις αστοχίες και την αβλεψία μιας σειράς υπαλλήλων των σιδηροδρόμων ή άλλων παραλείψεων. Οι οποίες πάντως θα είχαν αποφευχθεί εάν μια σύμβαση για την ασφάλεια των τρένων που χρονολογείται από το 2014, δεν εκκρεμούσε ακόμη τον Φεβρουάριο του 2023 και την ημέρα που συγκρούστηκαν οι δυο αμαξοστοιχίες.
Έναν χρόνο μετά, γινόμαστε μάρτυρες μιας σειράς συγκρούσεων. Της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση που εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση ή ακόμη και τη σύγκρουση της ευρωπαίας εισαγγελέως, που καταγγέλλει παρεμπόδιση του έργου της από την ελληνική έννομη τάξη, με τον Αρειο Πάγο που περίπου της υπενθύμισε ποια είναι τα καθήκοντά της.
Εντέλει, μένουμε στο ίδιο έργο θεατές. Όχι μόνο μιας κυβέρνησης που αγωνιά για την επικοινωνιακή διαχείριση μιας τραγωδίας και μιας αντιπολίτευσης που προσδοκά σε πολιτικά οφέλη με εναλλασσόμενους κατά περίπτωση ρόλους.
Αλλά κυρίως ενός κράτους και των υποδομών του που τόσο σε περιπτώσεις εκτάκτων συνθηκών όσο και κανονικότητας αποδεικνύεται προβληματικό στη λειτουργία του.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν μπορεί πλημμύρες, πυρκαγιές και μεταφορές να προκαλούν εκατόμβες θυμάτων.
Δεν μπορεί οι έλληνες πολίτες να γίνονται μάρτυρες και θεατές της ίδιας τραγωδίας.