«Τούρκος», «Φραντζέζος»,«Έλληνας», είναι κάποια από τα ονόματα που έδιναν στους χαρταετούς – «σημαίες» τα ελληνόπουλα της Σμύρνης στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα. Οι μικροί κατασκευαστές δεν περιορίζονταν μόνο στους χαρταετούς που συμβόλιζαν σημαίες. Εξίσου αγαπημένα τους θέματα ήταν ο «έναστρος» ουρανός και το «μπακλαβουδωτό», όπως πληροφορεί η αφήγηση του ενός εκ των ηρώων του Κοσμά Πολίτη, στο μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου».
Ετσι, κάθε Καθαρά Δευτέρα οι μικροί κατασκευαστές των τσερκενιών – τσερκένια ονομάζονταν οι χαρταετοί στη Μικρά Ασία από όπου και προήλθε το έθιμο που γιορτάζεται μέχρι σήμερα – ίσιωναν τα ζύγια τους και ετοιμάζονταν για μια σκληρή αερομαχία μεταξύ των εθνών που σίγουρα θα κατέληγε με νικητές και ηττημένους.
«…Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός…»
Η αερομαχία αυτή διεξαγόταν άλλοτε με σκληρότερα και άλλοτε με ηπιότερα χαρακτηριστικά αλλά πάντα με κανόνες και κώδικες. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν περιοριζόταν μόνο στην Καθαρά Δευτέρα ή κάποιες ημέρες μετά από αυτήν. Αντιθέτως, συνεχιζόταν κάθε Κυριακή και σχόλη από την Καθαρά Δευτέρα, πρώτη ημέρα της Σαρακοστής ως και την Κυριακή των Βαΐων, τελευταία Κυριακή πριν το Πάσχα. Το στοιχείο αυτό κάνει ξεκάθαρο πως το πέταγμα του χαρταετού – ακριβέστερα των μικρασιατικών Τσερκενιών – δεν ήταν ένα έθιμο της Αποκριάς αλλά ένα έθιμο της Σαρακοστής. Και αυτό προκύπτει τόσο εξαιτίας του χρόνου κατά τον οποίον τελούνταν όσο και του συμβολισμού του.
Τι συμβολίζει το πέταγμα του χαρταετού
Το πέταγμα του χαρταετού χρονικά σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του Τριωδίου και την είσοδο στη Σαρακοστή. Συμβολικά απεικονίζει την διάθεση του ανθρώπου (άνω θρώσκω) να ανορθωθεί ψυχικά και πνευματικά, να αφήσει πίσω του την τριών εβδομάδων περίοδο της μασκαράτας, των διονυσιακών δρώμενων, της οινοποσίας, της καλοφαγίας, του γλεντιού και του ξεφαντώματος και να περάσει σε μία περίοδο πνευματική, νηστείας, εγκράτειας, εξαγνισμού και προετοιμασίας για την έλευση του θείου πάθους και τελικά της Αναστάσεως.
«…Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα…»
Μοναδικό ενδιαφέρον έχει η περιγραφή του εθίμου των τσερκενιών από έναν από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Kοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου». Πρόκειται για έναν πια γέρο στην Αθήνα, πρόσφυγα από τη Σμύρνη, ο οποίος με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού διηγείται το πέταγμα των τσερκενιών στη Σμύρνη των αρχών του εικοστού αιώνα:
«… Μόλις έμπαινε το Τριώδι, άρχιζαν οι συζητήσεις για το που θα μαζευτούν οι συγγενικές οικογένειες, για να γιορτάσουν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα, με αποκορύφωμα το πέταγμα των τσερκενιών… Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια. Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας.
Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
«…Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες -να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα- και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό…»
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές.
Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι -όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά- συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού.
O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες -να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα- και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
«…Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. …»
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
«…Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο…»
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο -μισό τσέρκι, δηλαδή- με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του -αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού- ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού.
Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα.
Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια -σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο- ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι…
Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, ταμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.
Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό»
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη (Στου Χατζηφράγκου)