Το αέναο πλέξιμο των εμπειριών και των συναισθημάτων, η αδιάκοπη εναλλαγή της ζωής και του θανάτου, της χαράς και της λύπης, του χειμώνα και της άνοιξης, – κάποια από τα κυρίαρχα δίπολα που ο κάθε ένας από εμάς συναντά στο βίο του – συμβολίζονται στο γαϊατανάκι. Τα πολύχρωμα γαϊτάνια που κάθε χρόνο τέτοια εποχή πλέκονται γύρω από τον ξύλινο στήλο του και υπό τον ήχο τραγουδιών και την κίνηση των χορευτών, αναβιώνουν το γνωστό έθιμο των απόκρεων.
Αύριο τελευταία ημέρα της Αποκριάς και του ξεφαντώματος που αυτή επιτάσσει, κορυφώνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις, διαφροποιημένες ανά τις περιοχές της Ελλάδας και των τοπικών εθίμων τους με το γαϊτανάκι να κατέχει μία θέση μεταξύ αυτών. Είναι ένα από τα αποκριάκτια έθιμα που έχει αντέξει στο χρόνο και παραμένει ζωντανό σε πολλές περιοχές της Ελληνικής Επικράτειας ωστόσο σήμερα είναι λιγότερο κυρίαρχο από ότι παλαιότερα.
Το γαϊτανάκι και η προέλευσή του
Το γαϊτανάκι το έφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και ενσωματώθηκε απόλυτα με όλλα τα άλλα αποκριάτικα έθιμα που προϋπήρχαν και γιορτάζονταν στη χώρα μας.
Πώς φτιάχνετε
Για να φτιαχτεί και να χορευτεί το γαϊτανάκι χρειάζονται ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι, 12 μακριές κορδέλες, διαφόρων χρωμάτων και 13 άτομα, δώδεκα χορευτές που θα πλέξουν το γαϊτανάκι και ένας ακόμη ο οποίος θα το κρατά. Από την κορυφή του μεγάλου ξύλινου δοκαριού θα ξεκινούν οι 12 μακριές κορδέλες (γαϊτάνια).
Σε κάποιες περιοχές οι 12 κορδέλες, περίπου 2 μέτρων μήκους η κάθε μία, ορίζονται ως εξής: 3 κορδέλες πράσινες, 3 κορδέλες κόκκινες, 3 κορδέλες κίτρινες, 3 κορδέλες μπλε. Και αυτό γιατί οι 12 κορδέλες συμβολίζουν τους 12 μήνες και η κάθε χρωματική ομάδα από αυτές αναλογεί σε κάθε μία από τις τέσσερις εποχές του χρόνου.
Πώς χορεύεται
Κάθε χορευτής θα κρατά από μία και θα εναλάσσεται στον κύκλο χορεύοντας και τραγουδώντας και πλέκοντας με τα γαϊτάνια το γαϊτανάκι.
«Γαϊτανάκι ὠρηοπλεμένο, μιά χαρά ἤσουν τό καϋμένο⋅
Γαϊτάνι μου ὠρηοπλεχτό, περιπλεμένο καί χρυσό.
Σ’ ἐπλέξαμε, γαϊτάνι μου, σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά⋅
σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά, μᾶς εἶπαν, χάσαν τά κλειδιά.
Σ’ ἐπλέξαμε καί στοῦ Μακρή μᾶς ἔδωκαν ἕνα φλωρί»
H ονομασία του
Η ονομασία του αποκριάτικου χορού – δρώμενου προέρχεται από το υποκοριστικό της τουρκικής λέξης γαϊτανι, που σημαίνει κορδόνι και η χρήση της έτυχε ευρείας χρήσης στη χώρα μας από την εποχή τη Τουρκοκρατίας. Εξού και τα επίθετα: γαϊτανοφρύδης, γαϊτανοφρυδούσα που συναντάμε σε δημοτικούς στίχους αλλα και η έκφραση «το πήρε σχοινί – γαϊτάνι», το αντίστοιχο του «το πήρε σχοινί – κορδόνι».
Τι συμβολίζει
Οπως αναφέρθηκε και στην αρχή του κειμένου το γαϊτανάκι συμβολίζει το αέναο πλέξιμο των εμπειριών και των συναισθημάτων, την αδιάκοπη εναλλαγή της ζωής και του θανάτου, της χαράς και της λύπης, του χειμώνα και της άνοιξης. Με λίγα λόγια τον κύκλο της ζωής.
Το «άθλιο και ελεεινό γαϊτανάκι» του Ανδρέα Καρκαβίτσα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του μεγάλου έλληνα λογοτέχνη Ανδρέα Καρκαβίτσα στην αλλαγή που υπέστη το γαϊτανάκι με την έλευση ευρωπαϊκών στοιχείων στον ελληνικό τρόπο του εορτασμού των Αποκριών. Η περιγραφή του πριν και μετά, στο κείμενο «Το γαϊτανάκι», είναι άκρως ενδιαφέρουσα και γλαφυρή.
Ριχμένο δίπλα στόν ὦμο, ἐλεεινό, μέ τά χρωματιστά γαϊτάνια τυλιγμένα τριγύρω του, φέρεται σάν ψωφήμι, ἀληθινό ψωφήμι τοῦ καιροῦ καί τοῦ κόσμου, μέ κοσμοπομπή σάν κι’ αὐτό ἄθλια καί ἐλεεινή, στούς δρόμους καί τά τρίστρατα τῆς Ἀθήνας. Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού μπαίνει τό Τριώδι ἕως τήν καθαρή Δευτέρα πού τελειώνει τῆς τρέλλας ἡ γιορτή, μέ τήν Καμήλα καί τά Ρόπαλα, ἔρχεται τό Γαϊτανάκι νά συμπληρώσῃ τήν ἀηδία τῆς ἀθηναϊκῆς ἀποκρηάτικης διασκεδάσεως. Οἱ ἄνδρες πού τό πλέκουν ντυμένοι μέ παράδοξη στολή, στολή ξεθωριασμένη, στενή, μέ σοῦφρες καί φιογκάκια, μέ κορδέλες καί κουμπιά ἀλλά καί μέ μπαλώματα καί ράμματα, μέ λωρίδες καί κουρνιαχτούς, ἀγριομούστακοι καί μαυροπρόσωποι, ἱππότες θέλουν νά φανοῦν καί φαίνονται μπεχλιβάνηδες. Οἱ ἀνδρογυναῖκες πού τό ξεπλέκουν μέ τά κοντά τους φουστάνια καί τίς ἀνοιχτές τραχηλιές καί τίς κοντές σουφροστεφάνωτες μανίκες, τό καπελλίνο μέ τήν ξεθωριασμένη γάζα καί τό μουρδαρεμένο φτερό, τά μαλλιά τά ψεύτικα, ξέπλεκα καί ἄψυχα σάν ἀλογουρά ἀρρωστιάρικη κάτω ἀπό τόν ποδόγυρο, τίς ἄτζες μέ τίς μισότριβες κάλτσες καί τά παπούτσια καταλασπωμένα κι’ ἐπάνω στή τραχηλιά τά στήθη τά ἡλιοκαμένα καί τό λαιμό τόν ἄνιφτο καί ἀηδῆ ἀπό τόν κουρνιαχτό καί τόν ἵδρωτα καί τά μπράτσα τ’ ἄκομψα, πρωτόβγαλτες θέλουν νά φανοῦν παρθένες καί μοιάζουν ξεσχισμένα καί παραλυμένα πλάσματα τῆς κάτω γειτονιᾶς. Καί ὁ μουσικός ὁ ἄθλιος πού φυσᾷ καί ξεφυσᾷ συντροφεύοντας τό πλέξιμο καί τοῦ χοροῦ τά ἄνοστα γοργοπηδήματα καί κλωθογυρίσματα καί βγάζει τό βογγητό του σάν φρούμασμα μεγαθηρίου ταχτικό καί μονότονο καί ὁ παληάτσος πού συνάζει τῶν καλόβολων θεατῶν τίς πεντάρες, συμπληρώνουν τήν σαχλήν εἰκόνα καί κινοῦν τήν ἀηδία καί τήν ἀγανάχτησι.
«…Καί ἀληθινά πλέκεται τό γαϊτανάκι ἔξω.Ἐκατεβάσθηκε γρήγορα ἀπό τόν ὦμο, ἐστήθηκε ὀρθό στή μέση του δρόμου, ἐπίασε καθένας ἱππότης καί κάθε μιά ἱππότισα ἀπό ἕνα σχοινί καί σφυρίζοντας τοῦ ἀρχηγοῦ καί παίζοντας τοῦ μουσικοῦ, ἀρχίζει ὁ ἄνοστος χορός καί τό γαϊτανοπλέξιμο…»
Μόνον ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἡ κυρά Σταματική, τρέχει ἔξαλλη, σέρνοντας στήν πλακοστρωμένη αὐλή τά τσόκαρά της, βροντηχτᾶ πελεκητᾶ καί τ’ ὁλοστρόγγυλο σῶμά της σαλεύοντας σάν σημαδούρα σιδεροδεμένη στό βυθό, μόλις ἀκούσει τόν μονότονο ἦχο καί τῶν ποδιῶν τή σαλαλοή νά προβάλει στό στενό μας δρόμο. Κ’ ἔχει μάλιστα τήν καλωσύνη νά φωνάζῃ, ἀσθματική καί τάς παροίκους της νά ἰδοῦν τό θέαμα, νά κράζῃ τίς ἄλλες γειτόνισσες, νά χτυπᾷ στά παραθύρια πολλῶν καί νά κόβεται καί ν’ ἀπορῇ, ἡ δόλια, πῶς βρίσκεται ἀκόμη κόσμος τόσο ἀναίσθητος, νά κάθεται μέσα στή δουλειά του ὅταν ἔξω πλέκεται τό γαϊτανάκι.
Καί ἀληθινά πλέκεται τό γαϊτανάκι ἔξω.Ἐκατεβάσθηκε γρήγορα ἀπό τόν ὦμο, ἐστήθηκε ὀρθό στή μέση του δρόμου, ἐπίασε καθένας ἱππότης καί κάθε μιά ἱππότισα ἀπό ἕνα σχοινί καί σφυρίζοντας τοῦ ἀρχηγοῦ καί παίζοντας τοῦ μουσικοῦ, ἀρχίζει ὁ ἄνοστος χορός καί τό γαϊτανοπλέξιμο. Γύρω τα παιδιά στέκονται μέ τά χέρια στίς τσέπες τῶν φτωχικῶν φορεμάτων τους, μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα, ἔκπληχτα κι’ εὐχαριστημένα γιά τό θέαμα οἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς ἀπό τά παράθυρα, τά λιακωτά, προβάλουν περίεργες μέ τά παιδιά στήν ἀγκαλιά, ἄλλες στίς ἐξώπορτες καί λέγουν τίς κρίσεις τους καί χασκογελοῦν ἀπό παραθύρι σέ παραθύρι καί ἀπό ἐξώπορτα σ’ ἐξώπορτα καί ἀπό λιακωτό σέ λιακωτό.
Καί πάλι μόνον ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἡ κυρά Σταματική στέκει τόρα ἄφωνη, προσεχτική, μαγεμένη, τηράζει καί ξανατηράζει, μέ τήν ἀπόλαυσι ζωγραφιστή στό φεγγαρωτό πρόσωπό της, ὡς πού νά ῥιχθῇ πάλι στόν ὦμο, τυλιγμένο στά χρωματιστά γαϊτάνια του καί μέ τήν κοσμοπομπή σάν κι’ αὐτό ἐλεεινή καί ἄθλια, νά χαθῇ στόν ἄλλο δρόμο τό Γαϊτανάκι…
Δέν ἦταν ὅμως ἔτσι πάντα ἄθλιο καί ἐλεεινό, οὔτε εἶχε τόσο ξενική ὄψι, ἡ ἑλληνικώτατη αὐτή ἀποκρηάτικη διασκέδασις. Στό Μεσολόγγι ἔξαφνα πρό ὀλίγου καιροῦ ἦταν ἡ καλήτερη ἀπόλαυσις τῆς ἐποχῆς καί εἶχε ἑλληνικώτατο τόν χαρακτήρα.
«…Κ’ εἶχαν μαζί τους κ’ ἕνα πού κρατοῦσε τό χρυσοκέντητο τσεβρέ καί τόν ἔρριχνε στό σπίτι, πού θά πήγαιναν νά τό πλέξουν. Ἄν τό σπίτι δέν ἤθελε, ἔρριχνε πίσω τόν τσεβρέ καί τό γαϊτανάκι ἔπαιρνε τό δρόμο του…»
Οἱ ἄνδρες πού τό ἔπαιζαν ἐφοροῦσαν φουστανέλες χιονάτες καί χρυσοκέντητα μεϊντανογέλεκα καί πλούσια ἁρματωσιά. Τό δαμασκί σπαθί ἔλαμπε στό πλευρό τους καί τά τσαπράζια ἀσπρογιάλιζαν στά στήθη τους σάν φεγγάρι⋅ τά χαϊμαλιά καί τ’ ἁλύσσια, οἱ τοκάδες καί τά μελουδάρια, οἱ παλάσκες καί οἱ ἀσημοσογιάδες ἐβροντομαχοῦσαν στή μέση τους κ’ ἔδενε τό πόσι ἀργυροκέντητο τ’ ὄμορφό τους κεφάλι κ’ ἐφτέρωναν στό χορό τά πόδια τους τ’ ἀλαφρά κοκκινοπράσινα παπούτσια.
Τ’ ἀγγελοκάμωτα παιδιά πάλι, ντυμένα στά γυναίκεια, μέ τό φέσι τό μικρό, τό Σμυρνέϊκο στό κεφάλι, στ’ ἄφθονα καί ὁλοζώντανα μαλλιά, τήν κοζόκα τή χρυσοκέντητη, τό σιγαλοπερπάτημα καί τό χαμηλοβλέψιμο, ἔδιναν σ’ ὅλο το θέαμα ἁπλότητα καί ὠμορφιά μεγάλη. Καί ἐσυντρόφευαν αὐτό τό γαϊτανάκι στόν κομψό καί τυπικό χορό του καί τό δυχτιωτό γαϊτανοπλέξιμο, βιολιά κηλαϊδιστά καί τραγουδιστῆς γλυκόφωνος. Κ’ εἶχαν μαζί τους κ’ ἕνα πού κρατοῦσε τό χρυσοκέντητο τσεβρέ καί τόν ἔρριχνε στό σπίτι, πού θά πήγαιναν νά τό πλέξουν. Ἄν τό σπίτι δέν ἤθελε, ἔρριχνε πίσω τόν τσεβρέ καί τό γαϊτανάκι ἔπαιρνε τό δρόμο του. Ὅταν ὅμως ἐκρατοῦσαν τόν τσεβρέ τό γαϊτανάκι ἄρχιζε στήν αὐλή, τά βιολιά κηλαϊδιστά ἐσυντρόφευαν τό χορό καί ὁ τραγουδιστῆς μέ τή φωνή του τήν γλυκειά ἄρχιζε τό τραγούδι του στερεότυπο:
«Γαϊτανάκι ὠρηοπλεμένο, μιά χαρά ἤσουν τό καϋμένο⋅
Γαϊτάνι μου ὠρηοπλεχτό, περιπλεμένο καί χρυσό.
Σ’ ἐπλέξαμε, γαϊτάνι μου, σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά⋅
σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά, μᾶς εἶπαν, χάσαν τά κλειδιά.
Σ’ ἐπλέξαμε καί στοῦ Μακρή μᾶς ἔδωκαν ἕνα φλωρί»