Η ζωή του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ άρχισε να ξαναπαίρνει μπροστά όταν τον Νοέμβριο του 2022 ο ίδιος και οι δύο γιοί του κρίθηκαν αθώοι «λόγω αμφιβολιών» από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, το οποίο διατήρησε «επιφυλάξεις» για το εάν τελέστηκαν οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν και που ήταν τα επεισόδια που είχαν σημειωθεί κατά τη διάρκεια εκκένωσης κατάληψης, δίπλα στο σπίτι τους στο Κουκάκι, τον Δεκέμβριο του 2019.
Βεβαίως, η ταλαιπωρία της «σύγκρουσης με το παράλογο» (ψυχολογικής και σωματικής) όπως την αποκαλεί σήμερα, την οποία ο ίδιος και οι γιοί του υπέστησαν μέχρι την στιγμή της αθώωσής τους, ήταν τεράστια. Και φυσικά δεν πρέπει να λησμονούμε το πλαίσιο μιας πολύ δυσάρεστης παραφιλολογίας για το σπίτι και την οικογένειά του «μέσα σε ένα σκηνικό απίστευτης πόλωσης και έντασης» όπως το είχε ο ίδιος χαρακτηρίσει.
«Είναι απαραίτητο να παραμείνουν ενεργά τα αντανακλαστικά μας. Να μη μας καταβάλλει η πολιτική ακηδία».
Όμως παρ’ όλ’ αυτά, ο σκηνοθέτης γνωστών και βραβευμένων ταινιών όπως ο «Τσαλαπετεινός του Wyoming», «Γαμήλια νάρκη» και «Μνήμη με ουρά», δεν έπαψε ποτέ να είναι δημιουργικά ανήσυχος και εν τέλει, μετά την περιπέτειά του με την ελληνική δικαιοσύνη που έληξε με θετικό τρόπο, επανήλθε στο project «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες»: ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την υπόθεση εμπρησμού ενός πατρογονικού πύργου στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων σε συνδυασμό με έναν γοητευτικό έρωτα περασμένων εποχών – για την ακρίβεια λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821 – καθώς επίσης με την μοναδική παράδοση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού.
Αυτή η αναψηλάφηση ενός παρελθόντος που μοιάζει με παραμύθι προβλήθηκε στο πλαίσιο του 26ου Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στο τμήμα των Ανοιχτών Οριζόντων.
Η επιστροφή σας στην κινηματογραφική δημιουργία γίνεται μετά από μια προσωπική ταλαιπωρία σας με την ελληνική δικαιοσύνη, την οποία σήμερα, πως θα περιγράφατε;
Η «περιπέτεια» της ταινίας ξεκίνησε πριν από την ταλαιπωρία που αναφέρετε. Κι αν οφείλω να πω κάτι σχετικά, είναι πως ο χώρος μας ο κινηματογραφικός δεν πτοήθηκε από τον παράλογο πόλεμο που κηρύχτηκε σε βάρος μας. Οι άνθρωποι που εμπλέκονταν ήδη ή θα εμπλέκονταν στη συνέχεια με οποιονδήποτε τρόπο και οι φορείς, στήριξαν όλοι το εγχείρημα. Σε άλλους τομείς, επαγγελματικούς και κοινωνικούς, υπήρξαν δυσάρεστες παρενέργειες. Υπό προϋποθέσεις, η λογική μπορεί να αποκαταστήσει ένα πλαίσιο δίκαιο και ανθρώπινο. Μακάρι να υπήρχε πάντα και για όλους κάποια στέρεη ασπίδα στην κυρίαρχη ροπή της άδικης και ανόητης μισαλλοδοξίας. Αυτό που οφείλουν να κάνουν οι θεσμοί, όταν διαφυλάσσουν την ανεξαρτησία τους.
Τι αποκτήσατε από αυτή την εμπειρία με την δικαιοσύνη; Νιώσατε δυνατότερος ή αποκαρδιωμένος;
Κάθε δυσκολία δίνει την ευκαιρία να επαναβεβαιώσουμε τις σχέσεις μας αλλά και τα ίδια μας τα πιστεύω. Είχα κάποια εφόδια να σταθώ όρθιος και να στηρίξω κάπως το σπίτι μου, στη σύγκρουσή μας με το παράλογο. Η συνάντηση μ’ έναν κόσμο που αισθάνθηκε θιγμένος στο όνομα του πολιτεύματος, ήταν πολύ ελπιδοφόρα και εμψυχωτική. Είναι απαραίτητο να παραμείνουν ενεργά τα αντανακλαστικά μας. Να μη μας καταβάλλει η πολιτική ακηδία.
Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την δημιουργία του ντοκιμαντέρ «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες»;
Κάποιες ιστορίες έρχονται μ’ έναν δικό τους τρόπο και μας βρίσκουν, υπαγορεύοντάς μας, μάλιστα, και τον τρόπο που θα τις πούμε. Ντοκιμαντέρ ή φιξιόν… Ένα τηλεφώνημα από την Αυστραλία και το ενδιαφέρον ενός ερευνητή για τον προπάππο μου, που το 1867 προσπαθούσε να δημιουργήσει εκεί κίνημα Φιλελληνικό προς ενίσχυση της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, με οδήγησε σ΄ ένα οικογενειακό παρελθόν που ποτέ δεν φανταζόμουνα. Μια ακόμη πιο γοητευτική, προγενέστερη ιστορία, του ειδυλλίου δυο αλλοθρήσκων στην ορεινή Πελοπόννησο λίγο πριν την Επανάσταση: Της Ελένης από το Λειβάρτζι και του Ελμάζ-αγα της Μοστενίτσας. Ξαδέλφη του οπλαρχηγού παππού του προπάππου μου, που κυνήγησε τον Ελμάζ σε μια από τις πρώτες ενέργειες του Αγώνα. Μια ιστορία έρωτα κι επανάστασης, καθώς η αδιανόητη για την εποχή κουβέντα της Ελένης «Ανδρα χρώσταγα, άντρα πήρα», κουβέντα χειραφέτησης, διασώθηκε με καμάρι στην περιοχή μέχρι σήμερα.
Όλοι έρχεται κάποια στιγμή που αισθανόμαστε την ανάγκη να συνομιλήσουμε με το παρελθόν, ιδιαίτερα όταν διαισθανόμαστε πως μπορεί να υπάρχουν κάποιοι κόμποι που μάς κρατούν δεμένους. Το κάνουμε και με την ψυχανάλυση. Μας έρχονται σαν ψίθυροι στον ύπνο μας. Όταν τυχαίνει όμως να είμαστε και παραμυθάδες, όταν ανοίξει μια τέτοια χαραμάδα, άλλο που δεν θέλεις να περάσεις και να δεις τι κρύβεται από πίσω.
Ποια είναι τα στοιχεία που στηρίζουν το σενάριο της ταινίας; Και πως υπέπεσαν στην αντίληψή σας;
Αφετηρία ήταν ένας διάλογος με την ερευνήτρια του Κέντρου Ελληνικης Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών κα. Ελένη Ψυχογιού, που σε μια δημοσίευσή της είχε ασχοληθεί με τη σύνδεση αυτού του ειδυλλίου με παλαιότερα μοτίβα του μύθου της Ελένης, όπως ανιχνεύονται στο σχετικό δημοτικό τραγούδι της Ελένης και του Λιμάζη. Εκείνη έψαχνε τις συμβολικές του διαστάσεις αλλά εγώ, ξεσηκωμένος από τη συγγένεια, άρχισα να ψάχνω τα ίχνη του βίου των αληθινών προσώπων, όπως άλλοι το γεννεαλογικό τους δένδρο. Η αναζήτησή μου σε πηγές και αρχεία και μαζί κάποια χειρόγραφα που βρέθηκαν στο πατρικό μου, στην Πάτρα, χαρτογραφήθηκε σ΄ένα ομώνυμο βιβλίο, η έκδοση του οποίου έγινε από την Εστία και την Εύα Καραϊτίδη. Απελευθερωμένος από τη δημοσίευση αυτών των στοιχείων, αισθάνθηκα πως μπορούσα πλέον να εστιάσω στις αφηγήσεις και τις μνήμες των ντόπιων, τις παραλλαγές του τραγουδιού, που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, και να επιχειρήσω παράλληλα μια πιο μεταφυσική και συμβολική προσέγγιση, κάτι που ενθάρρυνε εκτός από την Ελένη Ψυχογιού και η μαγική φύση του Ερυμάνθου και του ίδιου του χωριού της Ελένης, το ιστορικό Λειβάρτζι, που ήταν πλέον και δικό μου.
Όταν για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ χρειάζεται να ψηλαφίσεις το παρελθόν πόσο βέβαιος μπορεί να είσαι ότι αποτυπώνεις με ακρίβεια την αλήθεια; Και πόσο απαραίτητο, τελικά, είναι αυτό;
Γεγονότα, λογικές κι επιλογές άλλης εποχής, που φτάνουν σε μας αποσπασματικά, μετά από τόσα χρόνια, είναι αδύνατον να τα εκτιμήσεις με ασφάλεια, και μάλιστα με τα μάτια του σήμερα. Πιο πολύ σκηνοθετούμε ένα περιβάλλον απόδρασης, μια σεανς που ελπίζουμε οι αντίλαλοι της δικής μας φωνής να μας αντιγυρίσουν κάτι που να μοιάζει αληθινό. Σ’ ένα τέτοιο “παιχνίδι”, κάθε στοιχείο του παρελθόντος πρέπει να σηκώσει το φορτίο των προσδοκιών μας. Εδώ είχαμε το πλεονέκτημα και τη γοητεία μιας γεωγραφίας συγκεκριμένων ερειπίων και της μνήμης, όπως διασώζεται στις αφηγήσεις της παράδοσης και τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού της Ελένης και του Λιμάζη. Όπως επίσης και το τοπίο ενός πολύ ιδιαίτερου χωριού, το μαγικό δάσος και το ποτάμι του, που κυλάει ασταμάτητα απ’ τα τότε, χειμώνα-καλοκαίρι. Αρκεί το ενδιαφέρον και η αγάπη ώστε τα μυθολογημένα πρόσωπα να μας αποκαλύψουν κάτι από την αλήθεια τους; Ποιος μπορεί να το βεβαιώσει; Στην ταινία, πάντως, συμβάλλουν, εκτός πολλών άλλων, οι έγκριτοι ιστορικοί Λεωνίδας Εμπειρίκος και Πέτρος Πιζάνιας, ο ερευνητής πολιτισμών κ. Στέλιος Μουζάκης και ασφαλώς η κα Ελένη Ψυχογιού.