Του Μάικ Τζέιμς το νερό δεν του αρέσει ακόμη. Προτιμούσε για χρόνια να ξεδιψά με πολύχρωμα ισοτονικά ή φρέσκους χυμούς (πορτοκαλιού). «Αν κάτι δεν έχει ωραία γεύση, δεν είναι καλό», συνήθιζε να λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου. Το ενσωμάτωσε αποκλειστικά ως ρουτίνα στην καθημερινή κατανάλωση υγρών όταν τον έπεισαν για τις ευεργετικές ιδιότητες στον οργανισμό ενός (οποιουδήποτε) αθλητή – και όχι μόνο.
Σε κάθε άλλη περίπτωση ο ίδιος δεν θα έπινε γουλιά. Αντιθέτως είναι πάρα πολλοί πια, φίλοι ή εχθροί, όσοι πίνουν νερό στο όνομα του 33χρονου σήμερα Αμερικανού πόιντ γκαρντ, ο οποίος από τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας φιγουράρει σε όλον τον Τύπο ως ο αρχισκόρερ της Euroleague με 4.464 προσωπικούς πόντους.
Η ανταμοιβή που θα λάβει έναντι του τεράστιου επιτεύγματός του είναι σχεδόν ρυθμισμένη: ένα νέο, πλουσιοπάροχο, συμβόλαιο από τη Μονακό – ανάλογο του τωρινού που προβλέπει ως το καλοκαίρι απολαβές δύο εκατ. ευρώ ετησίως. Έτσι ώστε να μην τον αγγίξει άλλη ομάδα στο φινάλε της σεζόν, έτσι ώστε να μην σκεφτεί καν ό,τι πέρυσι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να μην αλλάξει περιβάλλον μέχρι το νήμα της πλούσιας μπασκετικής διαδρομής του.
Το ασύλληπτο ρεκόρ του Τζέιμς, με ταυτόχρονη παραλαβή του στέμματος από τον προκάτοχο Βασίλη Σπανούλη, έγινε με τον ολόδικό του, επαναλαμβανόμενο, τρόπο. Επίθεση στο «ένας μ’ έναν» από την κορυφή, απότομο φρενάρισμα, side step κι ένα εύστοχο σουτ από απόσταση 6,5 μέτρων.
Κι ίσως το «My Way» του ερωτικού Φρανκ Σινάτρα να μην είναι ένα τραγούδι που ταιριάζει στ’ ακούσματα του Αμερικανού σούπερ σταρ των παρκέ, τον χαρακτηρίζει απολύτως πάντως. Ειδάλλως δεν θα είχε καταρρίψει την κορυφαία επίδοση σκοραρίσματος όλων των εποχών στη διοργάνωση έχοντας αγωνιστεί σε 87 παιχνίδια λιγότερα απ’ όσα έδωσε στο σύνολο ο «Kill Bill».
Όταν ο Σπανούλης έπαιρνε τα πρωτεία
Τη δεύτερη ημέρα του 2020, στην προ ρωσικο-ουκρανικού πολέμου εποχή που η Euroleague, ο Τζέιμς βρισκόταν με την αποστολή της ΤΣΣΚΑ Μόσχας στο Καλίνινγκραντ – τον ρωσικό θύλακα μεταξύ της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Πιθανό θα χάζευε, σε κάποια τηλεόραση του ξενοδοχείου, το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τη Φενέρμπαχτσε.
Εκείνη τη χειμωνιάτικη βραδιά και 2:39 λεπτά πριν από το τελικό 87-96 των «κιτρινομπλέ» στο ΣΕΦ ο Βασίλης Σπανούλης προσπερνούσε τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο κι ήταν έκτοτε ο παίκτης με τους περισσότερους πόντους έχοντας αθροιστικά στη συγκομιδή του 4.157. Ως την περασμένη Πέμπτη.
Αρχή αντεπίθεσης κόντρα στον Παναθηναϊκό
Στα 29 του ακόμη τότε ο έμπειρος σκόρινγκ γκαρντ είχε σημειώνει 1.870. Την επομένη, και παρά την ήττα της ομάδας του Δ. Ιτούδη από τον Παναθηναϊκό του Ρ. Πιτίνο στην παράταση (102-106), έφτανε μ’ ένα άλμα τους 1.900! Σαν να είχε βάλει άλλο ένα άτυπο στοίχημα με τον εαυτό του, το οποίο ήθελε πάσει θυσία να κερδίσει για να ‘ναι αυτός ο πρώτος των πρώτων κάποια στιγμή στο μέλλον.
Αλαζονικό πιθανόν ως σκέψη, μα η στυγνή πραγματικότητά του που επιβεβαιώθηκε μέσα στην επόμενη τετραετία. Εκείνοι οι 30 πόντοι κόντρα στην πρώην ομάδα του έμελλε να ‘ναι η αφετηρία της αναρρίχησης μέχρι την κορυφή.
Σε αυτήν την παράφορα, σχεδόν παρανοϊκά, ερωτική σύνδεσή του με το κάθε αντίπαλο καλάθι ο Τζέιμς έχει βρει 1.954 πόντους από σουτ μέσα από τη γραμμή των 6μ75 (43.8%) και 1.557 πόντους με σουτ έξω απ’ αυτήν (34.9%). Οι υπόλοιποι 953 για να συμπληρωθεί ο μαγικός αριθμός έχουν προέλθει από εύστοχες ελεύθερες βολές (21.3%).
Με αρχή το συμβόλαιο των 45.000 στον Κολοσσό
Οι πρώτοι των αρχικών 1.870 είχαν επιτευχθεί πέντε χρόνια νωρίτερα. Σε οριακή νίκη της Μπασκόνια επί της Βαλένθια σε ισπανικό «εμφύλιο». Ο Τζέιμς είχε χάσει το πρώτο τρίποντο, αλλά ο Κιμ Τιλί, που άρπαξε το επιθετικό ριμπάουντ, του πάσαρε ξανά στην περιφέρεια. Κι αυτός ούτε που το σκέφτηκε δεύτερη φορά.
Υψηλό ποσοστό και συνέπεια στο μακρινό σουτ δεν είχε αποκτήσει ακόμη, μα δεν δίστασε. Γράπωσε καλά την μπάλα και το «μπουμπούνισε» για το προσωρινό 34-27 της ομάδας του.
Ο 25χρονος βραχύσωμος Αμερικανός είχε αφιχθεί στη Βιτόρια αφού είχε αρχίσει η σεζόν 2014-15. Πανούργος στον εντοπισμό και ανάδειξης ταλέντων ο Αλφρέδο Σαλαθάρ, είχε ενημερωθεί για το «ποιόν» του Τζέιμς, τον είχε δει στη Ρόδο, μέσα στο «κλουβί» του Βενετόκλειου, και με 20.000 ευρώ ως αποζημίωση στον Κολοσσό του Μιχάλη Κουταλιανού τον φόρτωσε στο αεροπλάνο για τη Χώρα των Βάσκων.
Άλλο που δεν ήθελε, φυσικά, ο Μάικ Τζέιμς. Να χάσει κάτι δεν είχε, μονάχα να κερδίσει: μια τεράστια ευκαιρία. Κι εν μια νυκτί, ύστερα από 8 αγώνες στην Basket League και 21π. κατά μέσο όρο εντάχθηκε σ’ ένα νέο περιβάλλον.
«Γιατί τον υπέγραψαν;»
«Ποιος είναι αυτός ο τύπος και τι στο διάολο κάνει εδώ; Γιατί τον υπέγραψαν;» ψιθύριζαν μεταξύ τους οι παίκτες της Μπασκόνια (Κοζέρ, Ερτέλ, Μπέρτανς κλπ) όταν τον πρωτοείδαν στην προπόνηση. Η απόδοσή του προς απάντηση των αποριών τους, καθώς από τους οκτώ πόντους στο τελικό 93-89 επί των «πορτοκαλί» στις 12 Δεκεμβρίου πήγε στους 13 κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα μια εβδομάδα αργότερα κι από ‘κει στους 11.2 πόντους κατά μέσο όρο στα 14 παιχνίδια του Top-16. Αρχή των πάντων.
Ο Τζέιμς είχε πιάσει το νήμα από τον πρώτο κόμπο κι άρχιζε σταδιακά να το ξετυλίγει. Μαζί ξετύλιγε και το αστείρευτο ταλέντο του, απλώνοντάς το στο παρκέ.
Αντιρρησίας προπονητικών συνειδήσεων
Ουδείς είπε ποτέ πως ήταν ένας βολικός χαρακτήρας για όσους τον συναναστρέφονταν. Η αδάμαστη ιδιοσυγκρασία του απαιτούσε μια ξεχωριστή διαχείριση. Τα ξεσπάσματά του αντιεπαγγελματικά. Ένας νillian ταινιών δράσης, όπως του αρέσει να αισθάνεται, ένας αγέλαστος και στυγνός υπερόπτης.
Μετά από καβγά του με τον Αργύρη Πεδουλάκη που τον έστειλε στ’ αποδυτήρια, υπέστη θλαστικό τραύμα χτυπώντας το χέρι του και σπάζοντας μια τζαμαρία του ΟΑΚΑ. Θα έμενε εκτός για τους πρώτους δύο μήνες της θητείας του στον Παναθηναϊκό.
Τον Έτορε Μεσίνα τον είχε βγάλει από τα ρούχα του με παραπτώματά του καθ’ όλη τη διάρκεια της συνύπαρξής τους στο Μιλάνο σε σημείο που η μεταξύ τους επικοινωνία κατέληξε να γίνεται ηλεκτρονικά. «Παρά το ταλέντο σου, το ρίσκο να διαταράξεις τους κανόνες σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον και να γίνεις πρόβλημα για την ομάδα είναι μεγάλο» τού έγραφε σε email ενημερώνοντάς τον για τον λόγο που δεν υπολογίζεται.
Ο Δημήτρης Ιτούδης τον είχε «κόψει» από την ΤΣΣΚΑ, κι ενώ προηγουμένως τον είχε στηρίξει όταν έψαχνε ομάδα, με αφορμή τη διαφωνία τους σε τάιμ άουτ. Εν τέλει ζήτησε ο ίδιος ν’ αποδεσμευτεί, παρά το τριετές συμβόλαιο, γιατί οι Μοσχοβίτες δεν τον άφησαν να παραστεί στην κηδεία του παππού του.
Τον Ζβέζνταν Μίτροβιτς τον οδήγησε, εμμέσως πλην σαφώς, στο ταμείο ανεργίας διότι τον παράκουγε διαρκώς στη Μονακό, ενώ στον Σάσα Ομπράντοβιτς τού έψησε το ψάρι στα χείλη έως ότου οι δυο τους καταλήξουν να ισορροπούν σ’ ένα μονίμως τεντωμένο σχοινί μιας εύθραυστης σχέσης που βασίζεται στην ανάγκη τους να εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον.
Ανέκαθεν ο Τζέιμς ένιωθε πάνω από το μπόι των 185 εκατοστών. Πάνω κι από τους προπονητές του. Το χάρισμά του με την μπάλα στα χέρια κάλυπτε κι έκρυβε πολλάκις τις εξάρσεις του έως ότου η βαλβίδα της χύτρας απασφάλιζε και το καπάκι εκτινασσόταν με πίεση προς το ταβάνι οδηγώντας σε ρήξη άνευ επιστροφής.
Πρόλαβε να γίνει ο κολλητός του Ντουράντ
Μολονότι το ΝΒΑ τον είχε απορρίψει ως κολεγιόπαιδο παρά την τεράστια εκτελεστική δεινότητά του με προσωπικό ρεκόρ στο NCAA τους 52 πόντους κόντρα στο Λουιζιάνα, αυτό το «γνήσιο τέκνο» του Πόρτλαντ πίστευε ότι σ’ αυτόν και μόνο τον κόσμο ανήκει. Πουθενά αλλού. Ότι είναι κομμάτι της ελίτ, ότι η παρουσία του στην Ευρώπη, είτε στην Κροατία (ΚΚ Ζάγκρεμπ), είτε στο Ισραήλ (Χάποελ Γκαλίλ Ελιόν) είτε στη δεύτερη κατηγορία της Ιταλίας (Παφόνι Ομέγκνα), είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός πριν από τον τελικό προορισμό.
Αν και το παιδικό όνειρο του ζωντάνεψε από την κατώτατη προσφορά που θα ήταν εφικτό να του δώσουν οι Σανς το καλοκαίρι του 2017, η απόφασή του ν’ αφήσει την Αθήνα για το Φοίνιξ της Αριζόνα δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο. Κι ας μην έβγαλε όλη τη σεζόν σ’ εκείνα τα άγονα μέρη. Ούτε κι όταν υπέγραψε στους Πέλικανς της Νέας Ορλεάνης στέριωσε. Λίγο παραπάνω έμεινε στη Νέα Υόρκη (Μπρούκλιν Νετς), αποκτώντας κι έναν πολύ καλό φίλο – τον Κέβιν Ντουράντ.
«Νιώθω πως μπορώ να παίξω οπουδήποτε»
Τις κυνηγούσε τις φιλοδοξίες του ο Τζέιμς, δεν τις άφηνε ν’ αραχνιάζουν και να «σαπίζουν» σε κάποιο σκονισμένο ράφι. Από ένα δοκιμαστικό είχε λάβει υποτροφία από το (άσημο) Ίστερν Αριζόνα και προκαλώντας τον μετέπειτα προπονητή του στο (πιο γνωστό) Λαμάρ (του Τέξας) κατάφερε να ενταχθεί σ’ ένα καλύτερο πανεπιστημιακό πρόγραμμα.
Είχε αντιληφθεί από νωρίς πως ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του τρόμαζε τα επιτελεία των ομάδων που τον παρακολουθούσαν για να τον κρίνουν στο όλον του, αλλά ν’ αλλάξει δεν ήταν διατεθειμένος. Ούτε εύκολο. Το αίμα του έβραζε, τα καλούπια δεν τον χωρούσαν. Τον στρίμωχναν κι ασφυκτιούσε.
«Όλοι νόμιζαν πως είμαι ασταθής πνευματικά επειδή χρησιμοποιούσα το trash talking προς τη αντίπαλη ομάδα», έχει διηγηθεί με ειλικρίνεια σε συνέντευξή του. «Έτσι όμως παίζω μπάσκετ». Τούτο ακριβώς τον διέσωζε από τότε, τούτο τον έβγαλε στον αφρό και τον κρατά στην επιφάνεια ως σήμερα: το γεγονός πως «έχω την αυτοπεποίθηση και νιώθω πως μπορώ να παίξω οπουδήποτε».
Αρκεί να είναι το απόλυτο αφεντικό του εαυτό του. Ξέρει πως είναι ένας (super)natural.