Βλέπω τη γλώσσα και μέσα της βλέπομαι. Κι αυτό που βλέπω, είναι ένα ανυπόφορο παιδί -αλλά όχι «ο ιδιοφυής», «το παιδί κατά βούλησιν», του Μπωντλαίρ. Βλέπω ένα κατ’ ανάγκην παιδί. Η ανάγκη το κάνει ανυπόφορο. Την ανάγκη αυτή την ισοφαρίζω με την αρνητικότητα και με μια αισθητική της αποφατικότητας, που περιορίζει τη σημασία της επικοινωνίας στη μοναχική θέαση του έργου τέχνης. Παρά ταύτα, εκφράζομαι με λυρισμό όταν μελετώ το γνωστικό μου -άγνωστο- αντικείμενο: τον θάνατο.
Δεν με εκπλήσσει η συστηματική αποσιώπηση του έργου μου από τις Επιτροπές. Αντίθετα με έχει ευνοήσει στο μέτρο που οι κρίσεις τους δηλώνουν ένα συνεχιζόμενο «Μανή, θεκέλ, φάρες», που σημαίνει ότι «ζυγίστηκαν και ευρέθησαν ελλειπείς».
Και επειδή έχω αποδεχτεί την αποσιώπηση σαν το τίμημα του ονόματός μου -η κατάθεσή μου γι’ αυτό που έγινα- έμαθα πώς να διασκεδάζω με τους συγχρόνους μου -όπως ο Καβάφης που με την τέχνη πάλι «ξεκουράζεται από τη δούλεψή της».
Συνεχίζοντας λοιπόν: «Είμαι γνωστός ασθματικός. Λοιπόν είναι δικό μου το λαχάνιασμα όπου τ’ ακούτε». (Σινόπουλος).
Δεν πρόκειται όμως να ανοίξω το στόμα μου ούτε για τη σύσταση αυτών των Επιτροπών τύποις, ούτε για την κατ’ ουσίαν ανυπαρξία τους (υπήρξα και εγώ προ ετών μέλος). Και παρότι δεν ξεπερνώ αυτό που επίμονα διατηρώ (την αρνητικότητα) προκειμένου να προφυλάξω το παιδί, έχω επίγνωση των ορίων μου όπου και ακονίζω το μαχαίρι.
Η παιδική ηλικία δεν θα με ξεβράσει στη σοβαροφάνεια της ζωής των ενηλίκων που νομίζουν ότι χρειάζονται το παρελθόν και γι’ αυτό δεν χειρίζονται εικόνες από το μέλλον. Για μένα, οι θεσμοί είναι υπόλογοι στη Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη είναι διάκριση αξιών. Η αξία είναι εκτίμηση. Διαφορετικά, φρουρός του θεσμού είναι εκείνος ο φύλακας προ της θύρας του νόμου στον Κάφκα. Η μόνη μάχη που δίνει είναι για να παραμένει στο θυρωρείο, στον έντρομο ναρκισσισμό ή στα οφέλη εκ της θέσεώς του.
Στη Θεσσαλονίκη, τις προάλλες, ο Δημήτρης Καμαρωτός δημιουργώντας εκ νέου το «Προσδοκώ» αντί αναπαράστασης του θεατρικού κειμένου, έφτιαξε εικόνες, ώστε το έργο μου να είναι ό,τι είχε αρχίσει να γίνεται στη σκηνή. Έτσι αισθάνθηκα, βλέποντας. Έτσι υπολόγισα την αίσθησή μου εκτός του δικού μου αισθητικού κριτηρίου. Έτσι κατάλαβα ότι το χιούμορ και όχι η μιζέρια είναι η αβρότητα του «υπερεγώ», να ξέρει να αποσύρεται εκεί που «το εγώ οφείλει να πάει». Αλλά επειδή στον Φρόιντ όσο και στον Μαρξ βλέπω τον άγγελο της Ιστορίας, αντιλαμβάνομαι ότι γράφω μιαν αλήθεια γι’ αργότερα.
Έχω και έχετε να πούμε πολλά, αλλά τη φορά αυτή με μια γλώσσα που είναι και δείκτης εξουσίας του καθενός μας και φιλολογία. Διότι ο σχηματισμός των γραμματικά ορθών φράσεων των πορισμάτων σας και των επιχειρηματολογημένων αποφάνσεών σας για τα καθηλωμένα άτομα που είσαστε, είναι το προαπαιτούμενο της υποταγής.
Και παρότι δεν αναγνωρίζω δύο είδη γλωσσών αλλά δύο πιθανές εκδοχές της ίδιας γλώσσας, κι όσο περισσότερο αυτή η μία γλώσσα υποδέχεται τις πιθανότητές της, τόσο και προσεγγίζει όχι τη φιλολογία αλλά την «παρτιτούρα», που μου έδειξε ο Καμαρωτός, μετασχηματίζοντας τα νοήματα σε μουσική.
ΥΓ. Βλέπω στην τηλεόραση τους μπόγους της ανθρωπιστικής βοήθειας να πέφτουν από τον ουρανό και να πλακώνουν τους πεινασμένος στη Γάζα. Διαβάζω για τα «funds» που θα ανοίξουν ιδιωτικά Πανεπιστήμια στο Ελληνικό. Μαθαίνω πως ο Μαρκ Μαζάουερ ετοιμάζεται να γράψει την άγνωστη ιστορία της μεγαλοαστικής τάξης στην Ελλάδα, και σκέφτομαι – διότι έχω δει το έργο- όλους αυτούς τους «ειδικούς» σε μια κάμαρα του Υπουργείου Πολιτισμού με τι καμάρι -και τι συστολή- αποφασίζουν, εν ονόματι του νόμου, για την λογοτεχνία.
Μέσα στη γλώσσα τους τους ξεφεύγουν ηθελημένα πολλά, αλλά δεν θέλουν να τους ξεφύγει εκείνο που πρέπει να λένε. Το ό,τι αυτό που λένε είναι ήδη μια περιπλοκή, το αντιπαρέρχονται.
Αλλιώς πώς θα ήταν βέβαιοι γι’ αυτό που λένε;
Αλλιώς πώς θα ήταν αυτοί;